Κανελογαρύφαλλα
Θα σε πάρω στα χέρια μου. Μην παίζεις μαζί μου, με όλη αυτή τη μυρωδιά από την κανέλα και τα γαρύφαλλα, δεν αντέχω, θα έρθω εκεί που ζυμώνεις, θα κολλήσω τη μύτη μου και θα ανασάνω όλα τα μπαχάρια από τον λαιμό σου, εκεί στο πλάι του αυχένα, για να περάσει το ρίγος σου στη ζύμη. Σε κατάλαβα όταν γλίστρησες το πρωί από το δωμάτιο και με απαλά βήματα, μη και με ξυπνήσεις, πήγες στην κουζίνα, άνοιξες ντουλάπια, και να το λάδι —αρωματικό και φρέσκο, το πρώτο της χρονιάς πρέπει να βάλεις, άσε τι λένε οι άλλοι για σπορέλαια—, να το αλεύρι —λευκή, ανάερη πούδρα, σαν το δέρμα σου όταν το εγκαταλείπει πια το καλοκαίρι—, λίγο βούτυρο, ζάχαρη, σόδα, πορτοκάλι βέβαια — χυμό και ξύσμα, να μένει ζωντανή η φύση μέσα στον χειμώνα— και στο τέλος την κανέλα και τα γαρύφαλλα, μόρια εκμαυλιστικά, τόσα όσα, να εισχωρούν στους πόρους σου καθώς δουλεύεις απαλά το ζυμαρένιο μίγμα, με το λάδι να γυαλίζει στο δέρμα σου και να ξορκίζεις το έξω κρύο με τη θαλπωρή της προσπάθειας και την αγάπη των αρωμάτων. Μην έρχεσαι κατά δω, κάτσε να φουρνίσεις, θα πάρω τα χέρια σου και θα τα κρατήσω πάνω μου χωρίς να τα αφήνω και δεν σου θα πετύχει το σιρόπιασμα, ένα-ένα θα πρέπει τα παίρνεις, ζεστά, και να τα ρίχνεις στο μελένιο σιρόπι που έχει από ώρα κρυώσει, όχι παραπάνω από ένα λεπτό, έτσι, ναι, βάλ’ τα τώρα στην πιατέλα, πασπάλισέ τα με κοπανισμένο καρύδι και περίμενε. Μη σκουπιστείς, μην πλυθείς, αχ, θα σε πάρω στα χέρια μου θέρμη χειμωνιάτικη, θα σε δαγκώσω και θα πάρω όλη σου τη γλύκα.