Καρφίτσες και διπλές θηλιές

L
Κατερίνα Χρυσανθοπούλου

Καρφίτσες και διπλές θηλιές

Η Jane Austen δεν είχε επεξεργαστή κειμένου για να δουλέψει με copy paste, ούτε χαρτάκια post it. Είχε ομως καρφίτσες.

Αρκετές από τις καρφίτσες της απέκτησε το 2011 η Βιβλιοθήκη Bodleian, όταν ήρθε στην κατοχή της το «The Watsons», το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος που η Austen είχε εγκαταλείψει. Ήταν το σχέδιο ενός κειμένου εν εξελίξει, εκτενώς αναθεωρημένο και διορθωμένο, με διαγραφές και πολλές προσθήκες ανάμεσα στις αρχικές αράδες. Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας είχε προσπαθήσει να οργανώσει τη φαντασία της, όπως κάνουμε όλοι μας όταν ρίχνουμε τις πρώτες ιδέες πάνω στο χαρτί και μετά τις αναθεωρούμε, τις διαγράφουμε και τις υπογραμμίζουμε. Τα κείμενα και οι διορθώσεις είναι γραμμένα με μελάνη στο χρώμα της σκουριάς. Οι σελίδες είναι γεμάτες, τακτικές, με ίσες αράδες, με σημάδια ταυτόχρονης γραφής, διαγραφής και αναθεώρησης, χωρίς κεφάλαια, μόνο με μεγαλύτερες αποστάσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ενότητες. Οι πλήρεις σελίδες δείχνουν ότι η Austen δεν είχε προβλέψει την έκταση της αναδιατύπωσης, δεν είχε προνοήσει για κενά διαστήματα ούτε είχε σκεφτεί κάποιον προφανή τρόπο για να ενσωματώνει τις μεγάλες αναθεωρήσεις ή προσθήκες ή τις διαφορετικές αρχές που θα δοκίμαζε στις παραγράφους της. Επιλύοντας ευφάνταστα το πρόβλημα, βρήκε άλλες στρατηγικές: μπαλώματα με μικρά κομμάτια χαρτιού, καθένα από τα οποία περιείχε το τακτοποιημένο νέο υλικό, και τα οποία συνδέονταν με μεταλλικές καρφίτσες στο ακριβές σημείο όπου θα εντάσσονταν στο χειρόγραφο ή σκεπάζοντας τα σημεία που θα διαγράφονταν.

Οι συγγραφείς και κάθε είδους γραφιάδες χρησιμοποιούσαν συχνά καρφίτσες για να συγκεντρώσουν τα χαρτιά τους, ή να προσθέσουν κείμενο — έχουν βρεθεί τέτοια τεχνάσματα σε χειρόγραφα που χρονολογούνται από το 1617. Όταν ένα τέτοιο ιστορικής σημασίας χειρόγραφο περνά στην ευθύνη των συντηρητών ή των αρχειονόμων, οι καρφίτσες συνήθως αφαιρούνται, και λαμβάνεται μέριμνα ώστε να διατηρηθεί η διάταξη του υλικού, ακολουθώντας μια ορισμένη ταξονομία.

Μετά όμως εμφανίστηκε ο συνδετήρας.

Ο συνδετήρας όπως τον ξέρουμε σήμερα, όσοι χρησιμοποιούμε ακόμα, κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1899 από τον William D. Middlebrook στο Connecticut. Η εταιρία Cushman και Denison αγόρασε αμέσως το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και ονόμασε το νέο εργαλείο «GEM».

Αυτό το λεπτό κομμάτι λυγισμένο σύρμα από χάλυβα σε διπλό-οβάλ σχήμα κρατά φύλλα χαρτιού μαζί εδώ και έναν αιώνα. Έχει τόσο απλό σχήμα και είναι τόσο λειτουργικός, που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν εφευρέθηκε νωρίτερα. Οι καρφίτσες, η κλωστή και άλλα υλικά που για αιώνες χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, τρυπούσαν ή κατέστρεφαν τα χαρτιά. Χρειάστηκε να παραχθεί το χαλύβδινο σύρμα, που ήταν αρκετά ελαστικό για να τεντωθεί, να λυγίσει και να στρίψει, για να δώσει λύση στο πρόβλημα. Τρισεκατομμύρια συνδετήρες έχουν πουληθεί από το 1907, όταν το σχέδιο του συνδετήρα τελειοποιήθηκε με στρογγυλοποίηση των αιχμηρών του σημείων, ώστε να μη σκίζει τα χαρτιά.

Το 1899 όμως, και ένας Νορβηγός, ο Johan Vaaler, είχε επίσης κατοχυρώσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ενός συνδετήρα. Είχε σκεφτεί διάφορα σχέδια, τετράγωνα, τρίγωνα ή ελλειπτικά, όμως όχι τον διπλό οβάλ βρόχο. Ο ίδιος ο Vaaler δεν εκμεταλλεύτηκε την εφεύρεσή του, όμως την έβαλαν σε εφαρμογή οι Νορβηγοί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Νορβηγίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έκαναν τον συνδετήρα ένα σύμβολο εθνικής ενότητας. Επειδή απαγορευόταν να φορούν κουμπιά, τα οποία έφεραν τα αρχικά του Νορβηγού βασιλιά, στερέωναν με συνδετήρες τα πέτα τους σε μια επίδειξη αλληλεγγύης, αλλά και αντίστασης — το να φοράς ένα συνδετήρα ήταν συχνά αρκετός λόγος για να σε συλλάβουν…

Tο 1934 κυκλοφόρησε ο γοτθικός συνδετήρας, οι θηλιές του οποίου είχαν γωνίες και έμοιαζαν περισσότερο με γοτθικά τόξα. Έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει έως σήμερα πολύχρωμοι συνδετήρες από συνθετικά υλικά και με νέα σχήματα, χωρίς όμως να ξεπεράσουν τη λειτουργικότητα του διπλού οβάλ χαλύβδινου σύρματος, που είναι απλώς αξεπέραστο.