Κάρι Χεστχάμαρ, «So long, Marianne»
«Όποιος έχει ζήσει στην Ύδρα δεν μπορεί να ζήσει οπουδήποτε αλλού, ούτε καν στην Ύδρα», είπε ο Άξελ Γένσεν στη Μαριάννε Ιλέν, και κάπως έτσι ήταν τα πράγματα γι' αυτούς.
Ο Άξελ και η Μαριάννε, Νορβηγοί και οι δύο, γνωρίστηκαν στο παγωμένο Όσλο, στην τρυφερή ηλικία των 19 ετών. Ο Άξελ ήθελε να γίνει συγγραφέας, η Μαριάννε δεν ήξερε ακόμη τι θα ’θελε να κάνει (και δεν έμαθε για πολλά χρόνια μετά). Ο Άξελ τα κατάφερε. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε στη Σαχάρα, όπου έζησε με τους Τουαρέγκ, επέστρεψε στη Νορβηγία, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με το οποίο έγινε αμέσως πολύ γνωστός, πήρε το κορίτσι του, τη Μαριάννε, και πήγαν να ζήσουν στην Ύδρα. Στην Ύδρα του 1956, χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό στα σπίτια. Ήταν, και οι δυο, 22 χρονών. Γιατί στην Ύδρα; Η Ελλάδα ήταν ακόμη τότε για την Ευρώπη ένας τόπος ανεξερεύνητος και συνάμα γοητευτικός. Οι νέοι ήθελαν να δουν από κοντά τους Δελφούς και την Επίδαυρο, να ζήσουν σε ένα ελληνικό νησί. Μετά το Παιδί και το Δελφίνι, η Ύδρα έγινε τόπος στον οποίο έζησαν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα ξένοι καλλιτέχνες από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά. Εκεί λοιπόν ριζώνουν η Μαριάννε και ο Άξελ, και λέω ριζώνουν γιατί αγόρασαν κι ένα σπίτι. Το νησί τούς αγκαλιάζει και τους αποθεώνει. Οι ξένοι είναι ξανθοί και όμορφοι και έχουν ένα παιδί κατάξανθο, με μαλλιά σχεδόν λευκά από τον ήλιο. Τους προσκαλούν εφοπλιστές και αστοί της Αθήνας σε πάρτι και εκδηλώσεις σε σκάφη και σε σπίτια, στην Ύδρα, στο Κολωνάκι, παντού. Τόσο εύκολο και τόσο απλό ήταν τότε για τους όμορφους ξένους και να ενσωματωθούν στην υψηλή κοινωνία της Ελλάδας των mid 50’s.
Περιγράφει ο Κόεν αργότερα:
Ήταν όλοι τους νέοι και όμορφοι και ταλαντούχοι, βουτηγμένοι στη χρυσόσκονη. Καθένας τους είχε μοναδικά, ιδιαίτερα ταλέντα. Έτσι, φυσικά, φαντάζει πάντα η νιότη, αλλά στο υπέροχο εκείνο πλαίσιο της Ύδρας τα πάντα διογκώνονταν. Έλαμπαν, όλοι τους. Στα μάτια μου, ήταν όλοι υπέροχοι. Τα λάθη που κάναμε ήταν λάθη σημαντικά, οι απιστίες μας απιστίες με σημασία. Ο,τι κάναμε ήταν λαμπερό και σημαντικό. Έτσι είναι η νιότη.
Ο Άξελ όμως εγκαταλείπει τη Μαριάννε και το νεογέννητο παιδί τους για μιαν άλλη γυναίκα, και τότε η Μαριάννε γνωρίζει τον Λέναρντ Κόεν, σε ένα μπακάλικο στην Ύδρα. Ο Κόεν ερωτεύεται την όμορφη Νορβηγίδα και ζουν μαζί, στην Ύδρα, για σχεδόν δέκα χρόνια, στο σπίτι που είχε αγοράσει ο Κόεν στο νησί.
Το βιβλίο περιγράφει γλαφυρά έναν τρόπο ζωής που έκαναν εκείνη την εποχή πολλοί νέοι, την ελευθεριότητά του, τους πειραματισμούς του, τα ταξίδια τους, μια μποέμικη κατάσταση στην οποία η Μαριάννε παρασύρθηκε, εν μέρει και λόγω της ομορφιάς της, αλλά με την οποία ποτέ δεν συμφώνησε απολύτως. Περιγράφει την Ύδρα της δεκαετίας του ’50. Οι ξένοι δεν ξεχώριζαν μόνο από την εμφάνισή τους αλλά και λόγω του τρόπου της ζωής τους. Στη Μαριάννε κάνει εντύπωση το πόσο λίγες Ελληνίδες από την Ύδρα γνωρίζει όσο ζει στο νησί. Τις βλέπει μόνο τις Κυριακές, όταν κάνουν βόλτα με τα καλοντυμένα παιδιά τους στο νησί.
Όποιος περιμένει, διαβάζοντας το So Long, Marianne, να μάθει κάτι περισσότερο για τον Κόεν, δεν θα ικανοποιηθεί. Αλλά ποτέ δεν ήταν ο κεντρικός στόχος αυτός. Το βιβλίο περιγράφει την ιστορία της Μαριάννε, που είναι ενδιαφέρουσα όχι επειδή η ίδια η Μαριάννε διακρίνεται για κάτι, αλλά επειδή η ομορφιά και η τύχη της της χάρισαν μια ζωή που λίγοι είχαν την ευκαιρία να βιώσουν και που τη μοιράστηκε κάποια χρόνια με ανθρώπους-θρύλους: κυρίως τον Κόεν, αλλά και τον Άξελ. Επειδή η Μαριάννε έζησε μια θύελλα μεταξύ Ύδρας, Όσλο, Μόντρεαλ και Παρισιού — ήταν το κέντρο του κόσμου της, και αυτός ο κόσμος ήταν υπέροχος και μαγευτικός. Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον και για έναν επιπλέον λόγο: τα ένθετα με τις φωτογραφίες της Μαριάννε, του Άξελ Γένσεν και του Λέναρντ Κόεν στην Ύδρα, αλλά και τις επιστολές που αντάλλασσε η Μαριάννε με τους δυο τους.
Η σχέση των δύο νέων τελειώνει άδοξα. Περιγράφει ο Κόεν αργότερα:
Όπως κάθε νέος συγγραφέας, όπως κάθε νέος άνθρωπος, λαχταρούσα εμπειρίες. Ήθελα πολλές γυναίκες, ήθελα πολλές διαφορετικές εμπειρίες, πολλές χώρες, πολλά κλίματα, πολλές ερωτικές σχέσεις. Δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά ήταν απολύτως φυσιολογικό να αντικρίζω τη ζωή σαν να ήταν μπουφές γεμάτος όλων των ειδών τις γεύσεις. Μέχρι που κατάλαβα ότι τίποτα δεν θα μου έφτανε ποτέ. Αλλά μου πήρε μια ολόκληρη ζωή να το συνειδητοποιήσω και να το αποδεχτώ. Παιδιά ήμαστε και ζούσαμε σε μια εποχή όπου όλα τα δεδομένα ανατρέπονταν. Δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε τα παλιά πρότυπα, θέλαμε όμως να διατηρήσουμε ό, τι θεωρούσαμε καλό και όμορφο… Καμιά από εκείνες τις σχέσεις δεν επέζησε — επέζησαν μόνο στη μνήμη μας, για να τις τιμούμε και να αναγνωρίζουμε πόσα πολλά μας έδωσαν εκείνες οι εμπειρίες.
Πολύ ωραία η έκδοση από τις εκδόσεις Ποταμός και η απευθείας από τα νορβηγικά μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.