Κάρλο Λουκαρέλι, «Η Τριλογία του Φασισμού»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Κάρλο Λουκαρέλι, «Η Τριλογία του Φασισμού»

Το σύγχρονο noir έχει πάψει από καιρό να είναι απλώς μία αστυνομική ιστορία με ωραία ατμόσφαιρα και αντιήρωες πρωταγωνιστές που προσπαθούν να λύσουν ένα αίνιγμα. Ο Izzo, ο Attia, ο Kerr, ο Nozière, ο Miské, οι Σκανδιναβοί, και, από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο Sallis και o Mosley μεταξύ άλλων, είναι κάποια ονόματα που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό, συγγραφείς που έδωσαν νέα πνοή στο είδος, σχολιάζοντας επιτυχώς το οικονομικοκοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι των καιρών μας και συχνά αντικαθιστώντας το κοινωνικό μυθιστόρημα.

Ανάμεσα σε αυτούς έρχεται να πάρει την θέση του επάξια και ο Κάρλο Λουκαρέλι, συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος, που, χρησιμοποιώντας σαν βάση την πτυχιακή του εργασία πάνω στη «Δημοκρατία του Σαλό» —της μικρής πόλης όπου είχε καταφύγει το φασιστικό καθεστώς μετά την προέλαση των Συμμάχων στην Ιταλία το 1943 εγκαθιδρύοντας ένα ναζιστικό κράτος-μαριονέτα—, γράφει τρεις αστυνομικές ιστορίες με ήρωα τον επιθεωρητή Ντε Λούκα, έναν αμφίσημο ήρωα εντελώς απολιτικό αλλά με τεράστιο το αίσθημα της δικαιοσύνης μέσα του. Οι τρεις ιστορίες, γραμμένες από το 1990 έως το 1996, εκδόθηκαν στην Ελλάδα αρχικά ανεξάρτητα η μία από την άλλη από τις Εκδόσεις Κέδρος το 2003 και επανακυκλοφόρησαν από τον ίδιο οίκο το 2013, δεμένες όλες μαζί σε έναν όμορφο hardback τόμο.

Στο «Εν λευκώ», την πρώτη ιστορία, τοποθετημένη στο Σαλό τον Απρίλιο του 1945, γίνεται η γνωριμία μας με τον ήρωα. Του ανατίθεται μία περίεργη υπόθεση δολοφονίας: ένας νεαρός Ιταλός με γερμανικές ρίζες, ο Βιτόριο Ρέιναρντ, μέλος του Φασιστικού Κόμματος, βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του. Οι Αρχές αφήνουν εν λευκώ τον Ντε Λούκα την υποχρέωση να διαλευκάνει την υπόθεση. Το θύμα, ένας γοητευτικός και διεφθαρμένος άντρας, ήταν αναμεμειγμένος σε βρόμικες υποθέσεις, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις και με την υψηλή κοινωνία των φασιστών, ιδιαίτερα δε με την όμορφη και αινιγματική Σόνια, κόρη του κόντε Αλμπέρτο Μαρία Τεντέσκο, σημαντικού στελέχους της κυβέρνησης και προσωπικού φίλου του στρατάρχη Γκρατσιάνι.

Στο «Ένα μουντό καλοκαίρι», τοποθετημένο τον Μάιο του 1945, το πολιτικό σκηνικό αλλάζει και από τις θηριωδίες ενός ανελεύθερου καθεστώτος που ψυχορραγεί σκίζοντας τις ίδιες του τις σάρκες βρισκόμαστε στο άναρχο καθεστώς που επικρατεί στη βόρεια και κεντρική Ιταλία στις αυτοδιοικούμενες από αντάρτες περιοχές. Ο Ντε Λούκα διαφεύγει έντρομος από το Σαλό, όντας επικηρυγμένος, και, με πλαστή ταυτότητα, ταξιδεύει με τα πόδια από τη βόρεια Ιταλία προς τη Ρώμη. Λίγο έξω από την Μπολόνια, τον σταματά ο αρχιφύλακας Λεονάρντι της αντιστασιακής αστυνομίας, ένας παλιός μαθητής του, που τον αναγνωρίζει και τον υποχρεώνει να συνεργαστεί μαζί του στην υπόθεση Γκουέρα, σχετικά με μία οικογένεια αγροτών αναμεμειγμένης με το λαθρεμπόριο, που τα μέλη της έπεσαν θύματα μιας άγριας μαζικής δολοφονίας. Μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον με σκληροπυρηνικούς αντιστασιακούς και νέους λαϊκούς ηγέτες, πολιτικές σκοπιμότητες και προσωπικές φιλοδοξίες, ο Ντε Λούκα ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου.

 Το «Μπουρδέλο της οδού Όκε» είναι η τρίτη ιστορία και εκτυλίσσεται τον Απρίλιο του 1948. Η Ιταλία βρίσκεται σε αναβρασμό λόγω των δεύτερων βουλευτικών εκλογών — η νίκη των Χριστιανοδημοκρατών θα αποδειχτεί στο μέλλον καθοριστική για την πορεία της χώρας. Τόσο οι δεξιοί όσο και οι κομουνιστές επιδίδονται σε ένα σκληρό αγώνα αλληλοεξόντωσης. Η ζωή συνεχίζεται μέσα σε κλίμα περίεργης αναμονής. Σε αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα καταφθάνει στην Μπολόνια ο Ντε Λούκα. Έχει υποβαθμιστεί σε επιθεωρητή Β΄ του Τμήματος Ηθών. Ξεκινά με μια περίεργη δολοφονία σε ένα πορνείο: το θύμα, ένας νεαρός κομουνιστής που παρίστανε τον «αρραβωνιαστικό» των κοριτσιών, βρέθηκε κρεμασμένο. Κάποιοι θέλουν να κλείσουν την υπόθεση ως αυτοκτονία. Από την άλλη, ο προϊστάμενος του Ντε Λούκα τον πιέζει να συνεχίσει τις έρευνες, με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψει τυχόν σκάνδαλο των δεξιών. Ανάμεσα σε αγέρωχες μετρέσες και φοβισμένες πόρνες, διεφθαρμένους δεξιούς και φιλοκομουνιστές χαφιέδες, ο Ντε Λούκα ρίχνεται με πάθος στην αναζήτηση της αλήθειας, αγνοώντας ηθελημένα το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του.

Ο Λουκαρέλι, με όχημα το αστυνομικό μυστήριο, ζωγραφίζει με την πένα του μια ολόκληρη εποχή, από τη δυσώδη ατμόσφαιρα του Σαλό μέχρι την πολιτικά ταραγμένη Ιταλία του ’48. Έχοντας μελετήσει καλά την ιστορική περίοδο, χρησιμοποιεί λιτές, κοφτές πινελιές, δίνοντάς μας σκηνές άψογου ιταλικού νεορεαλισμού. Χρησιμοποιώντας πραγματικά στοιχεία, όπως τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στην τρίτη ιστορία, θα μας καταστήσει κάτοικους αυτού του κόσμου. Η βία, η διαφθορά, η πολιτική και το σεξ μπλέκονται σε ένα ατέρμονο γαϊτανάκι, μένοντας η μόνη σταθερά μέσα σε ένα σκηνικό που αλλάζει ταχύτατα.

 Ο Ντε Λούκα είναι ένας αρχετυπικός αντιήρωας. Κυκλοφορεί με τσαλακωμένα ρούχα, καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα, καταναλώνει άπειρους καφέδες και ποτά, είναι επιρρεπής στις μοιραίες γυναίκες. Αυτό που τον διαφοροποιεί είναι το πόσο απολιτικός είναι. Σπάνια συναντάμε έναν ήρωα τοποθετημένο σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο που να μην παίρνει θέση. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δικαιοσύνη και η απόδοσή της. Μέχρι να πιάσει τον ένοχο, αυτή η δυσαρμονία του εγκλήματος τον επηρεάζει ακόμα και ψυχοσωματικά: τρέφεται ελάχιστα, μια και το στομάχι του δεν μπορεί να συγκρατήσει τίποτα. Το από πού προέρχονται οι διαταγές δεν παίζει γι’ αυτόν κανένα ρόλο. Είτε εγκληματίας φασίστας, είτε αντάρτης που χρησιμοποιεί την ηρωική δράση του δίκην κολυμβήθρας του Σιλωάμ για τα αμαρτήματα του, είτε εκλεγμένος πολιτικός, κανένας δεν είναι αθώος. Φωνάζει σε όλους ότι το μόνο που θέλει είναι να παραμείνει αστυνομικός και να τον αφήσουν να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστος. Αυτή του η αδυναμία θα είναι και η καταστροφή του. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι είναι ένα απλό πιόνι στα χέρια της ιστορίας και, παραμένοντας πιστός στον μικρόκοσμό του, θα συντριβεί όταν τα γεγονότα θα τον προσπεράσουν.

Το βιβλίο περιλαμβάνει μία κατατοπιστικότατη εισαγωγή της Μαρίας Σπυριδοπούλου, μεταφράστριας των δύο πρώτων ιστοριών, δύο έξοχα επίμετρα για το ιστορικό πλαίσιο του Δημήτρη Γιατζουζάκη και ένα κείμενο του ίδιου του Κάρλο Λουκαρέλι. Τα επεξηγηματικά σχόλια βρίσκονται στο κάτω μέρος της σελίδας, ώστε να μη διακόπτουν την αναγνωστική ροή. Τόσο η Μαρία Σπυριδοπούλου όσο και η μεταφράστρια της τρίτης νουβέλας, η Τόνια Τσίτσοβιτς-Ραντίν, έκαναν δουλειά αξιώσεων.