Καρβέλας και Σία
Πριν από μερικούς μήνες, σε ένα νυχτερινό κέντρο όπου εμφανιζόταν για να προωθήσει τον νέο του δίσκο, ο εγχώριος αστέρας Νίκος Καρβέλας θύμωσε γιατί ο κόσμος στο κέντρο μιλούσε δυνατά, και εξαπέλυσε μύδρους (πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση) κατά των θαμώνων, με το γνωστό του ευγενικό και μειλίχιο ύφος. Για λόγους κοσμιότητας δεν θα μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του, αλλά το νόημα ήταν ότι ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του διασκεδαστή, αλλά σπουδαίο δημιουργό και σοβαρό καλλιτέχνη που δεν γράφει τραγούδια της πλάκας ή δήθεν κουλτουριάρικα, αλλά σοβαρά τραγούδια που έχουν κάτι να πουν. Και αμέσως μετά, ξεκίνησε να παίζει το νέο του σουξέ, με τίτλο «Σαβουρογάμης».
Πέρα από την υπέροχη ειρωνεία του πράγματος, σκοπός μου δεν είναι να στηλιτεύσω τον Καρβέλα — καλά να είναι, ο άνθρωπος, και μακάρι να κάνει κι άλλες πολλές επιτυχίες. Θέλω όμως να θίξω ένα γενικότερο ζήτημα: ότι η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, ειδικά στον χώρο της τέχνης, συχνά δεν συμπίπτει με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας. Κι αν αναρωτιέστε ποιος έχει δίκιο, τελικά, η απάντηση είναι προφανής: οι άλλοι.
Μπορεί ένας συνθέτης να έχει μεγάλες γνώσεις, εμπειρία και φοβερές ιδέες μέσα στο κεφάλι του, αν όμως το έργο που παράγει είναι κατά 99% «τσιχλοτραγουδάκια χωρίς μαγκιά και ήθος», όπως είχε τραγουδήσει πολύ εύστοχα ο Τζίμης Πανούσης, το κοινό θα τον αντιμετωπίσει ως τέτοιον, δηλαδή ως τσιχλοτραγουδοποιό. Μπορεί να τον μισήσει γι’ αυτό, μπορεί και να τον λατρέψει· σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα τον θεωρήσει «σοβαρό συνθέτη». Ο ίδιος μπορεί να πιστεύει πως κατά βάθος είναι κληρονόμος του Μπετόβεν, αλλά η άποψή του, η άποψη του ιδίου, δεν έχει σημασία.
Μπορεί ένας ζωγράφος να νιώθει ένα με τον καμβά, να έχει άριστη τεχνική και μεγάλη φαντασία, αλλά αν το 99% του έργου του είναι πίνακες κατά παραγγελία με καράβια και νεκρές φύσεις, όσο καλός κι αν είναι, το κοινό θα τον αντιμετωπίσει ως ζωγράφο της σειράς. Μπορεί να αγοράσει τα έργα του, μπορεί και όχι· σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα τον θεωρήσει «μεγάλο ζωγράφο». Ο ίδιος μπορεί να πιστεύει πως κατά βάθος είναι μετενσάρκωση του Πικάσο, αλλά η άποψή του, η άποψη του ιδίου, δεν έχει σημασία.
Μπορεί ένας συγγραφέας να διαθέτει τρελή έμπνευση και να χειρίζεται άψογα τη γλώσσα, αν όμως το 99% του παραγόμενου έργου του είναι μυθιστορήματα τύπου Άρλεκιν, το κοινό θα τον αντιμετωπίσει ως συγγραφέα ρομάντζων. Μπορεί τα βιβλία του να γίνουν περιζήτητα, ή μπορεί να μείνουν στα αζήτητα· σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα θεωρηθεί από κανέναν «σπουδαίος συγγραφέας». Ο ίδιος μπορεί να πιστεύει πως κατά βάθος είναι ο νέος Κάφκα, ή επίγονος του Ντοστογιέφσκι, αλλά η άποψή του αυτή δεν θα έχει καμία σημασία.
Και στα τρία αυτά παραδείγματα, το κοινό έχει δίκιο. Οι καλλιτέχνες κρίνονται από το έργο που παράγουν, και όχι από τις προθέσεις τους ή τις γνώσεις τους· από αυτό που βοηθούν να αποκτήσει υπόσταση, και όχι από οτιδήποτε βρίσκεται μέσα στο κεφάλι τους.
Αυτό που θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουν οι καλλιτέχνες που βρίσκονται σε τέτοια θέση σαν αυτή που περιγράφω παραπάνω, είναι να αγκαλιάσουν αυτό που είναι, ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό που έγιναν (ίσως παρά τη θέλησή τους, ίσως για βιοποριστικούς λόγους), γιατί αυτό που κάνουν είναι ΣΠΟΥΔΑΙΟ. Κάνουν κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, και, εφόσον το έργο τους έχει απήχηση, είναι καλώς καμωμένο. Αν η αντινομία μέσα τους είναι δυσβάσταχτη, μπορούν κάλλιστα να αλλάξουν πορεία και να κυνηγήσουν το αρχικό τους καλλιτεχνικό όραμα. Αν όμως νιώθουν ότι δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, είτε γιατί θα βρεθούν σε δυσχερή οικονομική θέση είτε γιατί έχουν γλυκαθεί από τη δημοσιότητα, τότε ας κάνουν μια προσπάθεια να αγαπήσουν τον εαυτό τους και το έργο τους γι’ αυτό που είναι, χωρίς να χάνουν την επαφή τους με την πραγματικότητα νομίζοντας πως είναι κάτι άλλο, ανώτερο στα μάτια τους.