Κατά της γραφής και της ανάγνωσης [ 1 ]
Δεν είναι εύκολο να πούμε ποιοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν, δηλαδή επινόησαν, τη γραφή, ξέρουμε όμως με σχετική βεβαιότητα ότι στον ευρύτερο χώρο της Ανατολής υπήρξαν τουλάχιστον επτά ανεπτυγμένα συστήματα γραφής, από το 3000 π.Χ. και μετά, συστήματα γραφής στα οποία τα σημεία εκφράζουν λέξεις ολόκληρες ή συλλαβές. Τέτοια λεξισυλλαβικά είδη γραφής δεν αποτελούν ωστόσο αλφάβητα, με τη συνήθη σημασία του όρου, καθώς δεν είναι σε θέση να δηλώσουν φωνήματα. Έτσι, η επινόηση της πρώτης αλφαβητικής γραφής χρεώνεται στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι, γύρω στον 8ο π.Χ. αιώνα παρέλαβαν το σύστημα γραφής των Φοινίκων και το μετέτρεψαν στο πρώτο αλφάβητο που γνώρισε ο ανθρώπινος πολιτισμός, προσαρμόζοντας ορισμένα σύμβολα ώστε να δηλώνουν φωνήεντα —που δεν δηλώνονταν στις σημιτικές γλώσσες— και προσθέτοντας σταδιακά ορισμένα ακόμη γράμματα.
Η επινόηση αυτή των Ελλήνων θεωρείται δικαίως επαναστατική, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματά της τόσο για την πνευματική όσο και για την κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου. Πράγματι, σημειώνει ο Φουκό στο βιβλίο του «Οι λέξεις και τα πράγματα», με την αλφαβητική γραφή «μεταβάλλεται άρδην η ιστορία των ανθρώπων. Μεταγράφουν πλέον στον χώρο όχι τις ιδέες τους αλλά τους ήχους, και από αυτούς εξάγουν τα κοινά στοιχεία για να μορφοποιήσουν έναν μικρό αριθμό μοναδικών σημείων, ο συνδυασμός των οποίων θα επιτρέψει να σχηματίσουν όλες τις συλλαβές και όλες τις δυνατές λέξεις». Πολύ γρήγορα λοιπόν η αλφαβητική γραφή κυριάρχησε στον ανεπτυγμένο ελληνικό χώρο, και, τρεις αιώνες αργότερα, στην Αθήνα της κλασικής περιόδου, ο γραπτός λόγος είχε τόσο έντονη παρουσία (διοικητικά έγγραφα και αρχεία, επιγραφές, λογοτεχνική παραγωγή μοναδική, επιστολογραφία), ώστε υπάρχει η τάση συχνά να λησμονούμε ότι η κλασική Ελλάδα ήταν ένας, κατά βάσιν, προφορικός πολιτισμός.
Η Rosalind Thomas, στην εργασία της «Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Ελλάδα», συνοψίζει (προκειμένου λίγο πιο κάτω να αναιρέσει ή να μετριάσει τις περισσότερες από αυτές τις απόψεις) τη σημασία που έχει λάβει στη σκέψη πολλών διανοητών η επινόηση του αλφαβήτου:
Η χρήση της γραφής αποτελεί τον παγκόσμιο καταλύτη: ο οικονομολόγος τη συνδέει με την οικονομική πρόοδο, ο ιστορικός των ιδεών με την πνευματική υπεροχή, ο ανθρωπολόγος με τη μετάβαση από την πρωτόγονη στην προηγμένη κοινωνία, ο ιστορικός του εθνικισμού με την εμφάνιση του εθνικού κράτους.
Κι ενώ λοιπόν δίνεται η εντύπωση ότι η γραφή και το αλφάβητο δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν από κανέναν εχέφρονα άνθρωπο, δέχτηκαν πολύ σύντομα και κατ’ επανάληψιν έντονη κριτική ως προς την αξία τους.
Από τους πρώτους που άρθρωσαν εμπεριστατωμένη κριτική στη γραφή υπήρξε ο Σωκράτης, ο οποίος, και με τον τρόπο ζωής του, αφού αρνήθηκε πάντοτε να καταγράψει τις σκέψεις του, και με την ίδια τη διδασκαλία του, όπως για παράδειγμα τη συναντάμε στον «Φαίδρο» του Πλάτωνα, όπου διηγείται τον μύθο για την επινόηση της γραφής από τον αιγύπτιο θεό Τωτθ (ελληνιστί, Θευθ) και την κριτική που άσκησε σε αυτή την επινόηση ο άλλος αιγύπτιος θεός, ο Ρα (ελληνιστί, Άμμων), δεν έστερξε ποτέ να ενταχθεί στον πολιτισμό του γραπτού λόγου ως παραγωγός — αναγνώστης εντούτοις υπήρξε, απ’ ό,τι μαθαίνουμε από τις πηγές. Σύμφωνα με αυτόν λοιπόν, η γραφή θέτει εν πολλοίς σε αχρηστία και αδυνατίζει τη μνήμη των αναγνωστών, αφήνει τους λόγους των συγγραφέων ανυπεράσπιστους (άλλως, ανοιχτούς) σε κάθε λογής παρερμηνεία και παρανόηση και, τέλος, υπολείπεται πάντοτε τού ζωντανού λόγου που εκφέρει ο δημιουργός:
Αυτή η εφεύρεση θα φέρει λήθη στις ψυχές, αφού το μνημονικό τους θα πάψει να ασκείται, επειδή στηριζόμενες στην αξιοπιστία της γραφής θα ανακαλούν κάτι στη μνήμη τους όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από έξω, από κάποια ξένα σημάδια· δεν βρήκες λοιπόν της μνήμης αλλά της υπενθύμισης το φάρμακο. Στους μαθητές σου προσφέρεις φαινομενική γνώση και όχι πραγματική· γιατί, καθώς με την εφεύρεσή σου θα έχουν ακούσει πολλά χωρίς και να τα έχουν διδαχτεί, θα φανταστούν πως γνωρίζουν πολλά, ενώ ως επί το πλείστον θα είναι αδαείς, και η συναναστροφή με αυτούς θα ’ναι δύσκολη και δυσάρεστη, έτσι όπως θα φαντάζονται τον εαυτό τους σοφό, αφού θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι, όχι όμως σοφοί.
Ακούγεται ενδεχομένως παράδοξο, αλλά η ίδια ακριβώς κριτική που διατυπώνει ο Άμμων (ή ο Σωκράτης ή ο Πλάτωνας) εναντίον της γραφής, ότι δηλαδή λειτουργεί ως υπόμνηση μόνο και έτσι δεν ενισχύει στην πραγματικότητα τη μνήμη, ούτε φυσικά την κρίση, διατυπώνεται κατά καιρούς και εναντίον του διαδικτύου. Ας είναι. Ο Σωκράτης συνεχίζει:
Τα γραμμένα λόγια θα ’λεγες ότι σου μιλάνε σαν να είχαν νου, άμα τα ρωτήσεις όμως για κάτι από τα λεγόμενά τους, επειδή θέλεις να το καταλάβεις, αυτά σου λένε μόνο ένα πράγμα, το ίδιο πάντοτε. Κι έτσι και γράφτηκε ένα κείμενο, τσουλάει αδιακρίτως παντού, σ’ αυτούς που το κατανοούν και σ’ αυτούς που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτό, και δεν ξέρει σε ποιους πρέπει να μιλήσει και σε ποιους όχι. Και, καθώς το κακομεταχειρίζονται και το κακολογούν αδίκως, χρειάζεται πάντοτε τον πατέρα του για βοηθό του· διότι το ίδιο ούτε να αμυνθεί μπορεί, ούτε να βοηθηθεί μόνο του.
Γι’ αυτό, καταλήγει ο φιλόσοφος, αλλά και επειδή η προσωπικότητα του δημιουργού είναι πάντα μεγαλύτερη από το γραπτό του έργο, ο πραγματικός σοφός αποφεύγει την διά της γραφής παγίωση της σκέψης του. Αφού αποδέκτες της σοφίας αυτής δεν μπορεί να είναι οι πάντες, αλλά μόνο επιλεγμένοι και δεκτικοί στη φιλοσοφία συνομιλητές, κάποιοι happy few ενδεχομένως, και αφού το βιβλίο παραμένει σιωπηλό στις απορίες και στις ενστάσεις και δεν προσφέρεται έτσι για πραγματική επικοινωνία, για διάλογο δηλαδή, γι’ αυτό ο ίδιος ο Πλάτωνας, λέγεται, δεν κατέγραψε ποτέ τη φιλοσοφία του στην ολότητά της, αλλά τα σημαντικότερα στοιχεία της σκέψης του τα μετέδιδε αποκλειστικά διά ζώσης μόνο στους μαθητές της Ακαδημίας. Έτσι, μπορεί να του χρωστάμε τη διάσωση του σωκρατικού λόγου, μπορεί να του χρωστάμε τους διαλόγους και την Ζ΄ Επιστολή, αλλά πάντα έχουμε την εντύπωση πως κάτι ακόμα μένει να ειπωθεί, που ο συγγραφέας δεν θέλησε να το διατυπώσει γραπτώς. Αυτό το κάτι που αρνήθηκε να το χωρέσει στα γραπτά του κείμενα.