Κατανόηση και συγχώρεση

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Κατανόηση και συγχώρεση

Κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2016, μεταφράστηκε ήδη σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες, ενώ πολλές αναφορές το θέλουν να φιγουράρει σαν πιθανό «μυθιστόρημα της χρονιάς». Ε, λοιπόν, καθόλου δεν θα εκπλαγώ κι ας πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο εφτακοσίων σελίδων και βάρους κάπου ενάμισι κιλού. Στην ελληνική γλώσσα, το «Νιξ», το πρώτο μυθιστόρημα του Αμερικανού Nathan Hill, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο που μας πέρασε από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση Γιάννη Βογιατζή.

Φυσικά, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί με διαφορετικό εξώφυλλο από εκείνο του πρωτοτύπου (αλλά και πολλών άλλων μεταφράσεων), γιατί κανένα άλλο εξώφυλλο δε θα μπορούσε να είναι τόσο αντιπροσωπευτικό του περιεχομένου. Ο τίτλος, γραμμένος με τεράστια παιγνιδιάρικα χρωματιστά γράμματα, παραπέμπει στα ηλεκτρονικά παιγνίδια που απασχολούν μεγάλο μέρος του χρόνου του Σάμιουελ Άντερσεν-Άντερσον, του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος. Το κάτω μέρος καλύπτει μια μαυρόασπρη φωτογραφία από τις ταραχές στο Σικάγο το 1968. Η συγκεκριμένη φωτογραφία, στην οποία σε πρώτο πλάνο φιγουράρει μια φοιτήτρια που έχει γερμένο το κεφάλι στον ώμο ενός νεαρού, αποτελεί βασικό στοιχείο της ιστορίας.

Τούβλο θα λέγαμε ένα τέτοιο βιβλίο, πιστέψτε με όμως, μου πήρε λιγότερο από βδομάδα για να το διαβάσω, βραδινές πάντα ώρες, αφότου γύρναγα ξεθεωμένη από τη δουλειά. Είχα δε την αίσθηση πως βρισκόμουν συνέχεια στα δέκα χιλιάδες πόδια, πάνω από τις γειτονικές πολιτείες της Άιοβα και του Ιλινόι, με έναν μόνο μικρό —αλλά σημαντικό— σταθμό πάνω από το Χάμερφεστ της Νορβηγίας. Ο χρόνος τραμπαλίζεται στο διάστημα των τελευταίων πενήντα χρόνων, στην Αμερική της αμφισβήτησης, αλλά και της διαφθοράς, των χαλαρών δεσμών, της εύκολης φυγής.

Το «Νιξ» αναφέρεται στην ιστορία τριών γενεών: εκείνης του Σάμιουελ, καθηγητή λογοτεχνίας και επίδοξου συγγραφέα, της μητέρας του, Φαίης, που ενηλικιώνεται στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’60, και του παππού του, του Φρίντγιοφ, ενός μετανάστη από τη Νορβηγία που έφτασε στην Άιοβα με δεκάδες μυστικά και αμερικανοποιημένο όνομα —Φρανκ Άντερσεν— παρέα με τα φαντάσματα της πατρίδας του.

Τον νεαρό Σάμιουελ στοιχειώνει το γεγονός ότι η μητέρα του εγκατέλειψε σύζυγο και γιο όταν ο ίδιος ήταν μόλις έντεκα χρονών. Στην ίδια ηλικία όπου ερωτεύεται με πάθος τη δίδυμη αδελφή του καλύτερου του φίλου, από την οποία νοιώθει εξίσου προδομένος. Οι πληγές από τα δύσκολα αυτά χρόνια παραμένουν ανοιχτές και τον κρατούν σε μια στεγνή και στείρα  καθημερινότητα, ξοδεμένη με χαμένες ώρες μπροστά στον υπολογιστή και τα ηλεκτρονικά παιγνίδια:

Ο Σάμιουελ προσπαθεί να θυμίζει στον εαυτό του ότι το ίδιο κάνουν και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι. Σε όλες τις ηπείρους. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Ανά πάσα στιγμή, ο αριθμός των ανθρώπων που παίζουν World of Elfscape είναι ένας πληθυσμός περίπου στο μέγεθος του πληθυσμού του Παρισιού, σκέφτεται καμιά φορά, όταν αισθάνεται αυτό το σκίσιμο μέσα του για την κατάντια του.

Η επανεμφάνιση της μητέρας του μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η οποία κατηγορείται σαν τρομοκράτισσα και πόρνη, θα αναθερμάνει την αγωνία του Σάμιουελ να καταλάβει γιατί τους εγκατέλειψε. Μέσα από την έρευνα που ξεκινά, γυρνάμε πίσω στα νεανικά χρόνια των γονιών και του παππού και στη δική τους ιδιόμορφη ιστορία. Ο Νέιθαν Χιλ, σαν ένας ικανότατος μάγος, μας αφήνει να πιστεύουμε πως στη διήγησή του ξετυλίγονται τα κουβάρια τής κάθε μιας ιστορίας ξεχωριστά και ανεξάρτητα, για να συνειδητοποιήσουμε στο τέλος πως το αφήγημα τελειώνει με τις τρεις αυτές ιστορίες δεμένες σφιχτά σ’ ένα πολύχρωμο πλεχτό.

Παρ’ όλη την τραγικότητα του θέματος, η αφήγηση είναι ανάλαφρη και σε πολλά σημεία διασκεδαστική. Πρόκειται για ένα «πληθωρικό» μυθιστόρημα απ’ όλες τις απόψεις, που τίποτα δεν αφήνει ανείπωτο και ανεξήγητο. Όλα πρέπει να μπουν στη θέση τους σαν κομμάτια ενός τεράστιου και πολύπλοκου παζλ. Οι εικόνες της Αμερικής, τότε και τώρα, στη δεκαετία του ’60 και στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, περιγράφονται διεξοδικά. Ο Χιλ μάς μιλάει με το ίδιο πάθος για τις πολιτικές επιλογές, το ακτιβιστικό κίνημα, τη στάση του κόσμου και τις κοινωνικές τάσεις που επικρατούν, εστιάζοντας παράλληλα σε πιο ειδικά θέματα, όπως είναι η εκπαίδευση και ο ακαδημαϊκός κόσμος, ενώ δεν διστάζει να ειρωνεύεται τον δικαστικό τομέα ή εκείνον της ασφάλειας, αλλά και να καυτηριάσει την εξάρτηση του κόσμου από το διαδίκτυο και τον εθισμό στα ηλεκτρονικά παιγνίδια.

Με πολλή σπιρτάδα παρακολουθούμε την απομυθοποίηση μιας εποχής. Η Άλις, χίπισσα της δεκαετίας του ’60, είναι πια πλήρως μεταμορφωμένη:

Όταν ήταν νέα, σιχαινόταν να βλέπει οικογένειες να κλείνονται στα σπίτια τους και να αγνοούν τα ευρύτερα προβλήματα του κόσμου. […] Οι ψυχές τους, πίστευε, πρέπει να ήταν μικρές και μπασμένες. Μετά όμως μεγάλωσε και αγόρασε σπίτι και βρήκε ερωμένη και πήρε σκυλιά και φρόντιζε τη γη της και προσπαθούσε να γεμίσει το σπίτι της με αγάπη και ζωή και συνειδητοποίησε το σφάλμα της: ότι τα πράγματα αυτά δεν σε μικραίνουν. Για την ακρίβεια, όλα αυτά φαίνονταν να τη μεγαλώνουν. Όταν διάλεξε μερικά πολύ προσωπικά ενδιαφέροντα και αφοσιώθηκε σε αυτά, ένιωσε για πρώτη φορά τεράστια. Η συρρίκνωση των ενδιαφερόντων της την είχε κάνει, παραδόξως, πιο ικανή για αγάπη και γενναιοδωρία και συμπόνια και, ναι, ακόμα και για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Ήταν η διαφορά ν’ αγαπάς κάτι από καθήκον —επειδή το απαιτούσε το κίνημα— και να αγαπάς κάτι που πραγματικά αγαπούσες. Η αγάπη —η αληθινή, η γνήσια, η άδολη αγάπη— άνοιγε χώρο για περισσότερη αγάπη, όπως αποδείχτηκε. Η αγάπη, όταν δίνεται ελεύθερα, διπλασιάζεται και πολλαπλασιάζεται.

Σε άλλο σημείο, ο αφηγητής μάς εξηγεί:

Ακόμα κι όταν τα ναρκωτικά άρχισαν να τους σκοτώνουν έναν-έναν, ακόμα κι όταν το σεξ έγινε επικίνδυνο, σ’ αυτά τα πράγματα συνέχισαν να καταφεύγουν για να βρουν απαντήσεις. Δεν αντιλήφθηκαν ποτέ ότι η αντίστασή τους είχε αρχίσει να φαντάζει κωμική. Τους πλάκωναν οι μπάτσοι και τα πλήθη ζητωκραύγαζαν. Νόμιζαν ότι άλλαζαν τον κόσμο, αλλά το μόνο που κατάφερναν ήταν να βοηθήσουν τον Νίξον να κερδίσει τις εκλογές. Έβρισκαν το Βιετνάμ ανυπόφορο, αλλά η απάντησή τους ήταν να γίνουν οι ίδιοι ανυπόφοροι. Το μοναδικό πράγμα που ήταν λιγότερο δημοφιλές απ’ τον πόλεμο εκείνα τα χρόνια, ήταν το αντιπολεμικό κίνημα.

Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα μέσα από το βιβλίο, και που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, είναι η φυγή, η εγκατάλειψη. Φυγή και λύτρωση —αρχικά τουλάχιστον— για εκείνον που παίρνει την απόφαση και κάνει το βήμα, εγκατάλειψη και άδειασμα για εκείνους που μένουν πίσω. Επαναλαμβάνεται σαν παιχνίδι στο μυθιστόρημα, κάθε φορά με διαφορετικούς παίκτες. Κοινό σημείο αποτελεί το κενό που απομένει τόσο γι’ αυτούς που μένουν πίσω, όσο και γι’ αυτούς που το αποτολμούν. Είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο συγγραφέας κάνει την απόφαση για τη φυγή εύκολη υπόθεση για τον ήρωά του, λες κι είναι μονόδρομος. Σε κάποιο σημείο, ο αφηγητής σημειώνει:

Η Φαίη ξέρει ότι θα εξαφανιστεί αύριο, αλλά ακόμα δεν έχει φύγει. Το αύριο θα είναι γεμάτο συνέπειες, αλλά αυτή η στιγμή είναι ελεύθερη από συνέπειες. Ό,τι και να γίνει αυτή τη στιγμή, δεν θα έχει κανένα αντίκτυπο. Νοιώθει γοητευτική, εδώ, στο χείλος της φυγής. Μπορεί να μην ανησυχεί. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

Η φιλία και ο έρωτας βρίσκονται παντού και σημαδεύουν συνέχεια τη ζωή των ηρώων.

Το ζητούμενο, τελικά, για τον Σάμιουελ και για τη μητέρα του, είναι κοινό: να μπορέσουν να κατανοήσουν αυτούς που τους πρόδωσαν και να καταφέρουν να τους συγχωρέσουν. Αφού πρώτα, όμως, καταλάβουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Είχε καταλήξει πως το ογδόντα τοις εκατό περίπου των πραγμάτων που πιστεύεις για τον εαυτό σου όταν είσαι είκοσι χρονών αποδεικνύεται λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι δεν καταλαβαίνεις το μικρό αληθινό κομμάτι σου παρά πολύ αργότερα.

Ή μήπως η εξήγηση είναι ακόμα πιο απλή; Μήπως τελικά για όλα ευθύνεται το Νιξ που κουβάλησε μαζί του ο πατέρας της Φαίης από τη μακρινή Νορβηγία;

Η Φαίη δεν θυμόταν το παραμικρό, αλλά ήξερε τι είχε συμβεί. Ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί. Είχε  προσβάλει το φάντασμα, και το φάντασμα είχε έρθει να την πάρει. Το φάντασμα είχε ακολουθήσει τον πατέρα της από την πατρίδα του και τώρα στοίχειωνε εκείνη. Ήταν η στιγμή που θα χώριζε για πάντα στη μέση την παιδική της ηλικία, η στιγμή που θα την έβαζε σε έναν δρόμο που έκανε όσα ακολούθησαν —τις κρίσεις, την καταστροφή στο Σικάγο, την αποτυχία της σαν μητέρα και σαν σύζυγος— να μοιάζουν αναπόφευκτα.

Το κείμενο αποπνέει φρεσκάδα και η μετάφραση καταφέρνει να την αποτυπώσει με εκπληκτικό τρόπο και στην ελληνική έκδοση.

Ο Νέιθαν Χιλ γεννήθηκε το 1978 στην Άιοβα, την Πολιτεία που επανειλημμένα αναφέρει και στο μυθιστόρημά του. Σήμερα ζει με τη γυναίκα του στη Νάπολη της Φλόριντα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, κάποια από τα οποία έχουν αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις.