Καταβύθιση στο μέλλον τού σήμερα
— Μπορεί η ζωή μου να ήταν πιο εύκολη αν δεν είχα να σε φροντίζω. Αλλά δεν θα ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Σ’ αγαπάω, Τζαξ.
— Κι εγώ σ’ αγαπάω.
Μέσα σε διάστημα τριάντα ετών, ο Ted Chiang έχει γράψει λιγότερα από είκοσι όλα κι όλα διηγήματα. Και κανένα μυθιστόρημα. Αυτό δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Επιστημονικής Φαντασίας, και ενδεχομένως και σε οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό είδος. Και δύσκολα να βρεθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον. Ο Ted Chiang γράφει με τους δικούς του ρυθμούς: τριάντα χρόνια, λιγότερα από είκοσι διηγήματα, συγκεντρωμένα σε μόλις δύο συλλογές. Αυτά. Και, από την άλλη —και εδώ θεμελιώνεται το μοναδικό και αλλόκοτο αυτό φαινόμενο—, τουλάχιστον δεκαπέντε μεγάλα βραβεία (όλα τα βραβεία του χώρου: τέσσερα Nebula, τέσσερα Hugo, έξι Locus, το BSFA Award, συν το βραβείο John W. Campbell για τον Καλύτερο Νέο Συγγραφέα), και άλλες τόσες υποψηφιότητες.
Ναι: ο Ted Chiang, με τα λιγότερα από είκοσι διηγήματα μέσα σε διάστημα τριάντα ετών, είναι ένας από τους πιο γνωστούς και πολυβραβευμένους συγγραφείς Επιστημονικής Φαντασίας στον κόσμο — και παράλληλα πιθανόν ο πιο γνωστός σε ένα κοινό που δεν έχει και τόσο στενή σχέση με την Επιστημονική Φαντασία.
Γιατί άραγε;
Ομολογουμένως, δεν έχουμε απάντηση. Δεν ξεχωρίζει, φέρ’ ειπείν, γιατί είναι ανθρωποκεντρικός ή γιατί αγαπά έντονα τον άνθρωπο — όλοι οι συνάδελφοί του συγγραφείς ΕΦ είναι ανθρωποκεντρικοί, και όλοι τους (ή σχεδόν όλοι) τον αγαπούν: αυτός είναι κανόνας του είδους. Ούτε ξεχώρισε ξαφνικά επειδή ένα από τα διηγήματά του έγινε (πολύ καλή) ταινία: η «Άφιξη» του Ντενί Βιλνέβ προ πέντε ετών — εκατοντάδες ακόμη συγγραφείς ΕΦ έδωσαν βιβλία τους, διηγήματα και μυθιστορήματα, στον κινηματογράφο. Ούτε ξεχωρίζει λόγω πρωτοτυπίας, επειδή επιλέγει θέματα σε τομείς του επιστητού που δεν είχαν εντοπιστεί από άλλους συγγραφείς ΕΦ: αυτό είναι φύσει αδύνατον, όλοι οι τομείς του επιστητού έχουν δώσει μεγάλα κείμενα στο είδος, που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται ακριβώς από πρωτοτυπία μολονότι «όλα έχουν ήδη γραφτεί» κατά το κοινώς λεγόμενο.
Αλλά, για να το κλείσουμε αυτό, ούτε θα ψάχναμε να βρούμε μία πειστική απάντηση. Δεν χρειάζεται Ο Ted Chiang είναι απλώς τόσο καλός. Και τα κείμενά του, αυτά τα δοκιμιακά, αντι-αφηγηματικά, «μπορχεσιανά» κεντήματα, χαρίζουν υψηλή αναγνωστική απόλαυση, προσφέροντας πολύ και πολύ σημαντικό υλικό για (ανα)στοχασμό σε όποιον τα προσεγγίσει.
Άλλωστε, «Αν οι ζωές μας είναι ιστορίες που λέει ο Αλλάχ, τότε εμείς είμαστε ταυτόχρονα και κοινό και ηθοποιοί, και ζώντας τις ιστορίες αυτές, μαθαίνουμε και τα διδάγματά τους», όπως θα διαβάσουμε στο πρώτο διήγημα της συλλογής Εκπνοή, «Ο έμπορος και η πύλη του αλχημιστή», ένα παραμύθι ουσιαστικά — ένα παραμύθι του Φανταστικού, ένα παραμύθι ατόφιας Επιστημονικής Φαντασίας. Ζούμε τις ιστορίες του Chiang, μαθαίνουμε τα διδάγματά τους (μάλιστα, κατά ακόμη έναν παράδοξο τρόπο, δεν μας ενοχλεί που έχει διδάγματα!), και είμαστε ευτυχείς. Ευτυχείς, προβληματισμένοι — και με το δέρμα μας να αναριγεί. Γιατί κάποτε («Τι αναμένεται από εμάς»), ο Chiang είναι ανατριχιαστικά αφοριστικός:
Το μήνυμά μου προς εσάς είναι το εξής: προσποιηθείτε πως έχετε ελεύθερη βούληση. Είναι απολύτως απαραίτητο να συμπεριφέρεστε ως εάν οι αποφάσεις σας να έχουν σημασία, έστω και αν ξέρετε πως δεν έχουν. Η πραγματικότητα δεν είναι σημαντική· σημαντικό είναι αυτό που πιστεύετε, και η πίστη στο ψέμα είναι ο μόνος τρόπος για να αποφύγετε την κατάσταση της αφασίας. Ο πολιτισμός εξαρτάται πλέον από την αυταπάτη. Ίσως από αυτή να εξαρτιόταν ανέκαθεν.
Σαν με το διαρκές πάτημα ενός διακόπτη, αυτός ο σπουδαίος χειριστής του αναλυτικού λόγου δεν μας αφήνει να γυρίσουμε σελίδα: μας κρατά εκεί, κρατώντας έναν διανοητικό καθρέφτη μπροστά μας — δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις τις ιστορίες του και αυτά που σημαίνουν.
Και κάποτε άλλοτε πάλι, μιλώντας για μονάδες τεχνητής νοημοσύνης που μεγαλώνουν σε ψηφιακά περιβάλλοντα σαν ζωάκια, ή σαν παιδιά («Ο βιολογικός κύκλος των λογισμικών όντων»: το μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής, έκτασης μικρού μυθιστορήματος), είναι απλώς συγκλονιστικός:
Το ακόμη πιο τραγικό είναι ότι και τα περισσότερα ψηφιόντα τύπου Neuroblast έχουν εξαφανιστεί κι αυτά, συμπεριλαμβανομένων και πολλών φίλων του Τζαξ. Μερικοί από το γκρουπ έφυγαν όταν έκλεισε το Data Earth. Άλλοι υιοθέτησαν την τακτική βλέποντας-και-κάνοντας, αλλά αποκαρδιώθηκαν όταν διαπίστωσαν πόσο άθλια ήταν η κατάσταση στο κλειστό Data Earth, οπότε προτίμησαν να αναστείλουν τα ψηφιόντα τους, παρά να τα μεγαλώνουν σε μια πόλη-φάντασμα. Γιατί, πέρα από όλα τα άλλα, αυτό ακριβώς είναι το κλειστό Data Earth: μια πόλη-φάντασμα σε πλανητική κλίμακα. Υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις στη διάθεσή τους για να τριγυρνούν, με εξαιρετικά λεπτομερή απόδοση των συνθηκών του εδάφους, αλλά κανείς για να μιλήσουν, εκτός από τους καθηγητές που έρχονται για να κάνουν μάθημα. Υπάρχουν υπόγεια κελιά χωρίς επισκέπτες, εμπορικά κέντρα χωρίς μαγαζιά, στάδια χωρίς αγώνες να φιλοξενήσουν· πρόκειται για το ψηφιακό αντίστοιχο ενός μετα-αποκαλυπτικού τοπίου. […] Καθώς περπατούν στην έρημη πλατεία μιας μεσαιωνικής πόλης, ο Τζαξ λέει: «Μερικές φορές εύχομαι έμπαινα σε αναστολή, όχι άλλο αναμονή. Μπω ξανά σε λειτουργία όταν μπορώ βρεθώ στο Real Space και νιώσω καθόλου καιρός περάσει». Το σχόλιο πιάνει την Άνα απροετοίμαστη. Κανένα ψηφιόν δεν έχει πρόσβαση στα φόρουμ του γκρουπ, συνεπώς ο Τζαξ πρέπει να το έχει σκεφτεί μόνος του. «Το θέλεις πραγματικά αυτό;» τον ρωτάει. «Όχι αλήθεια. Θέλω μείνω ξύπνιος, μαθαίνω εξελίξεις. Αλλά κάποτε χάνω υπομονή». Και στη συνέχεια ρωτάει: «Καμιά φορά εύχεσαι όχι έπρεπε φροντίζεις εμένα;» Πριν απαντήσει, σιγουρεύεται ότι ο Τζαξ την κοιτάζει στα μάτια. «Μπορεί η ζωή μου να ήταν πιο εύκολη αν δεν είχα να σε φροντίζω. Αλλά δεν θα ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Σ’ αγαπάω, Τζαξ». «Κι εγώ σ’ αγαπάω».
Προτείνουμε ανεπιφύλακτα αυτή τη συλλογή. Ο αναγνώστης ας μην περιμένει κάποιου είδους πλοκή (συχνά απουσιάζει παντελώς), ας μην περιμένει δράση (τον προειδοποιούμε), αλλά μία διανοητική περιδίνηση (ή υπερύψωση) σε ένα σύμπαν από το οποίο απουσιάζει παντελώς ο Θεός και όπου βασιλεύει η ανθρώπινη περιέργεια, αλλά μια καταβύθιση σε θέματα (της σύγχρονης τεχνολογίας κυρίως, αλλά όχι μόνο) που ίσως δεν θα είχε τύχει να σκεφτεί ποτέ πριν, μα που τώρα, διαβάζοντας, θα αντιληφθεί ότι, με έναν και πάλι παράδοξο τρόπο, τον ενδιέφεραν «από πάντα», πολύ.
Ο Μόροου είχε ξεκινήσει να δουλεύει στη SelfTalk περίπου την ίδια εποχή με τη Νατ, έτσι κανένας από τους δυο τους δεν ήταν υπάλληλος της εταιρείας την εποχή της μεγάλης ακμής της. Τον καιρό που μόνο οι μεγάλες εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν πρίσματα, οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι και μόνο να πηγαίνουν σε κάποιο κατάστημα και να επικοινωνούν με παράλληλες εκδοχές του εαυτού τους. Τώρα που οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν δικό τους πρίσμα, η SelfTalk είχε λίγα καταστήματα πια, και οι πελάτες της ήταν κυρίως έφηβοι, που οι γονείς τους δεν τους άφηναν να χρησιμοποιούν πρίσμα, ή άτομα μεγάλης ηλικίας, που είχαν μείνει πίσω από τις εξελίξεις και εξακολουθούσαν να θεωρούν την ιδέα του παραεαυτού μεγάλη καινοτομία.
* * *
Στη μετάφραση, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου κάνει παπάδες.
ΥΓ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας αρέσει ο Chiang, αλλά ο κυριότερος είναι αυτός: χάρη και στον διηγηματογράφο αυτόν, έναν διηγηματογράφο που δεν βιάζεται καθόλου όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε αλλού, η Επιστημονική Φαντασία περνά σε ένα πιο μέινστριμ κοινό, καθώς εκδίδεται σε μέινστριμ εκδοτικούς. Δηλαδή, γίνεται ό,τι εν πολλοίς έγινε και με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το γεγονός δεν μας ενδιαφέρει μόνο για τους προφανείς εμπορικούς λόγους —η Επιστημονική Φαντασία άλλωστε δεν έχει τέτοια ανάγκη, το παγκόσμιο κοινό της είναι πολυπληθές—, αλλά γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθούν περιφερειακές σχολές ΕΦ. Καθώς απενεχοποιείται, «αναγκάζει» και άλλους μεγάλους εκδοτικούς οίκους να μπουν στο παιχνίδι, και σιγά-σιγά (νομοτελειακά) να επιλέξουν με σοβαρότητα ντόπιους συγγραφείς, και να τους αναδείξουν. Δεν μιλάμε για κάποιου είδους φαινόμενο της πεταλούδας εδώ, αλλά για κάτι απλό: η εκδοτική επιτυχία του Chiang και δύο-τριών άλλων θα γίνει αφορμή για να γραφτεί καλύτερη ΕΦ και στη χώρα μας, και να βγει επιτέλους από τους μικρούς, ιδίοις εξόδοις εκδόσεων, οίκους.
[ Εικ.: R. Kikuo Johnson ]