Καθυστερώντας το αναπόφευκτο [4]
[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ, ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ]
Το ασφαλιστικό πριν την κρίση: merrily we go along
Αναφορές στην Ελλάδα για «αναλογιστικά ελλείμματα» ή άλλου είδους προβλήματα στο ασφαλιστικό σύστημα δύσκολα θα βρει κανείς πριν το 1999. Για πρώτη φορά προσπάθησε ο Στέφανος Μάνος και οι «Φιλελεύθεροι» να μιλήσουν για τα προβλήματα που ένα καθαρό μάτι μπορούσε ήδη να διακρίνει. Λίγο αργότερα, στο βιβλίο του «Βαμπίρ και Κανίβαλοι», ο Μίμης Ανδρουλάκης παρουσίασε με μια εναργή μεταφορά τη βασική δομική αδυναμία του αναδιανεμητικού συστήματος, το οποίο οδηγούσε στη σύγκρουση και όχι στην αλληλεγγύη των γενεών. Σαν βαμπίρ ο Ανδρουλάκης εννοούσε την παλαιότερη γενιά, που έπινε το αίμα της νεότερης για να διασφαλίσει αδικαιολόγητα υψηλές συντάξεις. Οι κανίβαλοι είναι η νεότερη γενιά, που θα βρισκόταν στην ανάγκη να αποστερήσει από τους συνταξιούχους τον μοναδικό, για τους περισσότερους, πόρο εισοδήματος, προκειμένου η ίδια να επιβιώσει.
Πιο πριν, το 1992, είχε γίνει η πρώτη συστηματική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού συστήματος με το ν. 2084/1992, τον επονομαζόμενο «Νόμο Σιούφα». Ο νόμος αυτός έλυσε διάφορα ζητήματα που έφερνε η παρουσία πολλών ταμείων και έθεσε κάποιους γενικούς κανόνες για τη διαχείρισή τους. Έθεσε και έναν κανόνα, όμως, που είχε άδοξο τέλος: όρισε ότι κάθε απόφαση που αναπροσαρμόζει το ύψος των συντάξεων ή των εισφορών έπρεπε να συνοδεύεται και να αιτιολογείται υποχρεωτικώς με αναλογιστική μελέτη. Δύο-τρία χρόνια αργότερα, η συμπερίληψη της αναλογιστικής μελέτης, από υποχρεωτική, έγινε προαιρετική. Φυσικά, κανείς δεν είδε αναλογιστικές μελέτες στις επόμενες μεταβολές σε εισφορές και συντάξεις, και το ασφαλιστικό σύστημα συνέχισε τον ανέμελο δρόμο του, δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τη δυνατότητά του να αντεπεξέλθει.
Το 2000-2001 η χώρα μας συνταρασσόταν από τα συλλαλητήρια για τις ταυτότητες, αλλά και για την πρόταση Γιαννίτση. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση της «Έκθεσης Σπράου», η οποία επισήμαινε τις δομικές αδυναμίες του συστήματος και την επερχόμενη χρεοκοπία του κυρίως λόγω της μεταβολής της ηλικιακής κλίμακας. Η βασική πρόταση που προέκυπτε από την Έκθεση Σπράου και ενσωματώθηκε στο Σχέδιο Γιαννίτση ήταν η αύξηση των ορίων ηλικίας και των συντάξιμων ετών που απαιτούνται για την έξοδο στη σύνταξη. Η «μαζική λαϊκή αντίδραση», όπως θυμόμαστε, όχι απλώς πάγωσε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό, αλλά κατέδειξε ότι είναι ένα θέμα στο οποίο η συζήτηση δεν μπορεί να είναι λογική.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, δημοσιογράφοι όπως ο Γιώργος Παπαδάκης και ο Γιώργος Αυτιάς, οι οποίοι είχαν ως προνομιακό τους κοινό τούς συνταξιούχους (και είχαν συχνά στις εκπομπές τους ειδικούς, για να υπολογίζουν ένσημα και να δίνουν πληροφορίες για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των τηλεθεατών που ρωτούσαν), ήταν οι πρώτοι που κατακεραύνωναν οποιονδήποτε τολμούσε να θίξει το Ασφαλιστικό. Ενώ οι αυξήσεις εξακολουθούσαν να χορηγούνται αφειδώς (φυσικά χωρίς αναλογιστικές μελέτες — βλ. χαρακτηριστικά νόμο 3620/2007 «Αύξηση συντάξεων Δημοσίου από το έτος 2007 και άλλες διατάξεις»), δεν υπήρχε βήμα για οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει τη σταθερότητα του συστήματος ή να προβλέψει ότι οι υπεσχημένες συντάξεις θα εξακολουθούσαν να διατηρούνται στα ύψη αυτά στο διηνεκές. Παράλληλα, νέα αστέρια του Ασφαλιστικού δημιουργήθηκαν: Γιώργος Ρωμανιάς, Σάββας Ρομπόλης και, φυσικά, ο Αλέξης Μητρόπουλος.
Τα αστέρια αυτά ξιφούλκησαν κατά του Νόμου Πετραλιά (ν. 3655/2008), ο οποίος ενοποίησε ασφαλιστικά ταμεία, χωρίς όμως να θίξει τη λογιστική και οικονομική τους αυτοτέλεια, και επέφερε κάποιες ήσσονες αλλαγές σε ζητήματα σχέσεων κύριας και επικουρικής σύνταξης, σε όρια ηλικίας κλπ. Όμως η συγχώνευση των Ταμείων φαινόταν τόσο συγκλονιστική και παρουσιαζόταν τόσο καταστροφική για τα ασφαλιστικά δικαιώματα, ώστε ο Αλέκος Αλαβάνος, επικεφαλής του νεοσύστατου Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, απαιτούσε δημοψήφισμα για τον νέο νόμο.
Η κρίση και μια πρώτη προσπάθεια μεταρρύθμισης (που δεν ίσχυσε ποτέ)
Η ανεμελιά που μας προσέφερε η θωρακισμένη οικονομία των αρχών του 2009 αντικαταστάθηκε από τον πανικό της κρίσης. Ήδη από τις αρχές του 2010 οι συντάξεις άρχισαν να μειώνονται οριζόντια. Μέχρι σήμερα, με αρκετά σπασμωδικό τρόπο και βλέποντας μόνο την κατάρτιση ενός προϋπολογισμού, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του οποίου θα είναι σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα απέναντι στους πιστωτές της, το κράτος έχει επέμβει πολλές φορές μεταβάλλοντας το ύψος των συντάξεων ή τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Μέσα σε όλα αυτά χάθηκε η σημασία μιας πραγματικής μεταρρύθμισης (υπό την έννοια της πραγματικής μεταβολής του συστήματος) που επιχειρήθηκε με το Νόμο Λοβέρδου (ν. 3863/2010). Η ισχύς συστήματος που καθιέρωσε αυτός ο νόμος θα ξεκινούσε από την 1η Ιανουαρίου του 2015, αλλά, επειδή η εφαρμογή του θα οδηγούσε σε συντάξεις μικρότερες από αυτές που προβλέπονταν από το προηγούμενο πλαίσιο, ο Γιώργος Ρωμανιάς, ως Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απλώς αρνήθηκε να τον εφαρμόσει.
Παρόλο που ο νόμος αυτός παρέμεινε στην ουσία του ανεφάρμοστος, αξίζει τον κόπο να δούμε τη βασική δομική μεταβολή που επιχείρησε να επιφέρει στο Ασφαλιστικό Σύστημα: για πρώτη φορά ξέφυγε από το αμιγώς αναδιανεμητικό σύστημα και καθιέρωσε ένα μεικτό σύστημα, το οποίο στηρίζεται σε μία βασική, εθνική, σύνταξη και σε ένα ποσό σύνταξης που υπολογίζεται σε πλήρη αναλογία με τις καταβληθείσες εισφορές. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, λοιπόν, όσοι ασφαλίζονταν από την 1η Ιανουαρίου του 2011 και μετά θα ελάμβαναν, όταν έβγαιναν στη σύνταξη, ένα ποσό 360 ευρώ (το ποσό αυτό χορηγείτο, υπό προϋποθέσεις και με εισοδηματικά κριτήρια, και σε ανασφάλιστους που θα συμπλήρωναν την ηλικία των 65 ετών) και, επιπλέον, ένα αναλογικό τμήμα σύνταξης, το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ποσοστό αναπλήρωσης επί του μέσου όρου των συντάξιμων αποδοχών όλου του εργασιακού τους βίου. Για όποιον ήταν ασφαλισμένος μόλις ένα έτος, το ποσοστό αναπλήρωσης είναι 0,80%, ενώ για όποιον έχει ξεπεράσει τα 11.700 ημερομίσθια ασφάλισης (δηλαδή τα 39 χρόνια εργασίας) είναι 1,50% — στο ενδιάμεσο, αυξάνεται κλιμακωτά.
Ας δούμε πώς υπολογίζεται αυτό το αναλογικό τμήμα: με βάση τις εισφορές που καταβάλλει κάποιος καθ’ όλο τον εργασιακό του βίο, βρίσκουμε το μέσο μηνιαίο εισόδημά του (για τους ελεύθερους επαγγελματίες αντί για πραγματικό εισόδημα εννοείται το εισόδημα που αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές κατηγορίες/κλάσεις, στις οποίες υπήγοντο). Το εισόδημα αυτό επί το ποσοστό αναπλήρωσης επί τα έτη ασφάλισης μας δίνει το αναλογικό μέρος της μηνιαίας σύνταξης. Εάν κάποιος, δηλαδή, είχε μέσο μηνιαίο εισόδημα 1.500 ευρώ και 40 έτη εργασίας, προσδοκά: 1.500 × 40 × 1,50% = 900 ευρώ τον μήνα σύνταξη επιπλέον της βασικής — δηλαδή συνολική σύνταξη 900 + 360 = 1.260 ευρώ. Το νομοσχέδιο κάνει προβλέψεις για προσαρμογή των ποσών με βάση τον πληθωρισμό, ενώ έχει και μεταβατικές διατάξεις για όσους είναι ασφαλισμένοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011, για τους οποίους η σύνταξη θα υπολογίζεται εν μέρει με το παλαιό και εν μέρει με το καινούριο σύστημα, αναλόγως του ποσοστού του εργασιακού τους βίου που έχουν διανύσει πριν και μετά την 1η Ιανουαρίου 2011.
Το Νομοσχέδιο Κατρούγκαλου
Τα χρόνια των πρώτων δύο Μνημονίων έγιναν αρκετές μικροεπεμβάσεις στο Συνταξιοδοτικό. Αλλαγές ορίων ηλικίας (και κάποιος εξορθολογισμός των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων), επιβολές εισφορών υγείας στους συνταξιούχους και άλλες μειώσεις στις συντάξεις. Στο τέλος του 2014 διαπιστώθηκε ότι οι επικουρικές συντάξεις (που, σύμφωνα με μνημονιακή δέσμευση —η περίφημη «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος»—, δεν μπορούσαν να ενισχύονται από τον προϋπολογισμό) δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν στο ίδιο ύψος, καθώς τα επικουρικά ταμεία είχαν μειωμένα έσοδα, ενώ ακόμη και οι κύριες συντάξεις θα κινδύνευαν. Τον Ιανουάριο του 2015 είχαμε νέα κυβέρνηση και οι επί εξάμηνο διαπραγματεύσεις σήμαιναν ότι πάγωνε και οποιαδήποτε νέα αλλαγή στο Ασφαλιστικό.
Η δημοσιονομική επιδείνωση το 2015, όμως, ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Ύφεση αντί για ανάπτυξη, πρωτογενές έλλειμμα αντί για (σημαντικό) πρωτογενές πλεόνασμα. Τα νούμερα δεν έβγαιναν και πάλι — και αυτό, παρότι οι υποχρεώσεις της χώρας έναντι των δανειστών για τα επόμενα λίγα χρόνια δεν έχουν πολύ μεγάλα ληξιπρόθεσμα ποσά. Εξάλλου, με το τρίτο Μνημόνιο η χώρα μας δεσμεύτηκε να μειώσει κατά 1% επί του ΑΕΠ τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Το Νομοσχέδιο Κατρούγκαλου ήρθε για να υποσχεθεί μεταρρύθμιση, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας για να βγουν με οποιονδήποτε τρόπο τα νούμερα, αρκεί να μπορεί να καυχηθεί η κυβέρνηση πως «δεν μείωσε τις συντάξεις», ακόμη και εάν αυτό ήταν παραπλανητικό. Άλλαξε τους συντελεστές αναπλήρωσης, αλλά κατά τρόπο που συνολικά μειώνει το ποσό της αναλογικής σύνταξης, ενώ αύξησε οριακά τη βασική σύνταξη. Αποτέλεσμα είναι η συνολική μείωση των μηνιαίων συντάξεων με βάση το μοντέλο υπολογισμού που καθιερώνει ο νόμος αυτός. Αλλά, για να μπορεί να παραπλανήσει η κυβέρνηση, όρισε πως όσοι είναι ήδη συνταξιούχοι θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν την αυξημένη σύνταξη ως «προσωπική διαφορά» για τα επόμενα τρία χρόνια (προφανώς υπολογίζουν ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν πριν περάσουν τα τρία αυτά χρόνια). Όσοι λάβουν σύνταξη μετά την ψήφιση του νέου νόμου θα δουν συντάξεις μειωμένες μέχρι και 30% σε σχέση με όσους έλαβαν σύνταξη μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015. Έτσι, υπό τις ίδιες ασφαλιστικές προϋποθέσεις οι συντάξεις μειώνονται για τους νεότερους συνταξιούχους, αλλά διατηρούνται μέσω της προσωπικής διαφοράς για τους παλιούς, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να μπορεί να παραπλανά.
Έστω και έτσι, όμως, θα ήταν πολύ δύσκολο να βγουν τα νούμερα. Σημειώνουμε ότι οι υπολογισμοί δεν έγιναν με βάση κάποια αναλογιστική μελέτη, ώστε το ύψος των συντάξεων που καθιερώνει το νομοσχέδιο αυτό να είναι διατηρήσιμο στο μέλλον, αλλά με μία πολύ βραχυπρόθεσμη θεώρηση, ώστε να καλύπτονται οι απαιτήσεις των δανειστών για το πρόγραμμα του τρίτου Μνημονίου. Και, επειδή τα έσοδα δεν ήταν αρκετά, το νομοσχέδιο εισάγει κάτι καινοφανές για το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης: καταβολή αναλογικών με το εισόδημα εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, και μάλιστα σε ποσοστό μέχρι 38,5%, και αύξηση των εισφορών για τους μισθωτούς κατά 1,5%.
Τόσο η πολύ μεγάλη διαφοροποίηση συνταξιούχων πριν και μετά την ψήφιση του καινούριου νόμου (εάν τελικώς ψηφιστεί), όσο και ο νέος τρόπος υπολογισμού για τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών έχουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας — τα οποία αντανακλούν και τις αδικίες που εισάγονται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Όσοι είναι ήδη συνταξιούχοι, και πιθανότατα έχουν προλάβει να συνταξιοδοτηθούν υπό ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, εξακολουθούν να διατηρούν μία προνομιακή σχέση ως προς αυτούς που θα βγαίνουν στη σύνταξη εφεξής. Αλλά και η εισφορά που είναι αναλογική με το φορολογητέο εισόδημα είναι, στην πραγματικότητα, ένας τεράστιος νέος φόρος, ο οποίος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Η διαγενεακή αδικία, η φοβερή επιβάρυνση των ασφαλισμένων, και ιδίως των ελεύθερων επαγγελματιών, προκειμένου να μη μειωθούν οι συντάξεις αυτών που ήδη έχουν απολαύσει προνομιακή μεταχείριση, είναι προφανής. Ο υφεσιακός χαρακτήρας του νομοσχεδίου καθιστά αμφίβολο το εάν θα γίνει αποδεκτό από τους δανειστές ως σύμφωνο με τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει απέναντί τους.
Τέλος, όσον αφορά την προχειρότητα και τον λαϊκιστικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί και η εξής πρόβλεψή του: ότι οι συντάξεις στο μέλλον θα αυξάνονται (άρα δεν επιτρέπεται, βάσει του νομοσχεδίου, να μειώνονται) με υπουργικές αποφάσεις που θα συνεκτιμούν κατά 50% τον τιμάριθμο και κατά 50% την αύξηση του ΑΕΠ. Ούτε λόγος για αναλογιστική μελέτη ή για το ενδεχόμενο να μην έχει άλλες αντοχές η νέα γενιά να στηρίζει τούς όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Το σύστημα δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να αλλάξει
Τίποτε από τα παραπάνω δεν μας έχει διδάξει το μάθημα που θα έπρεπε ήδη να έχουμε πάρει: ότι το σύστημα, όπως είναι, δεν μπορεί να διατηρηθεί με αλλαγές μόνο στο ύψος των εισφορών και των συντάξεων και στα όρια ηλικίας. Τέτοιες αλλαγές μπορεί να ικανοποιούν βραχυπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι πάλι τα μεγέθη, δημογραφικά και δημοσιονομικά, επιβάλλουν περαιτέρω αλλαγές.
Το σύστημα δεν μπορεί να διατηρηθεί — πρέπει να ανατραπεί εκ βάθρων.
Στο επόμενο, τελευταίο σημείωμα αυτής της σειράς, θα διατυπωθούν κάποιες προτάσεις για ένα νέο σύστημα. Αλλά ας καταγράψουμε, ήδη από τώρα, κάποιους αριθμούς που δείχνουν για ποιο λόγο το ισχύον σύστημα αποδεικνύεται κάθε φορά μη διατηρήσιμο.
Η οικονομία μας κατευθύνει το 16,5% του ΑΕΠ της στην καταβολή συντάξεων — περίπου 29 δισεκατομμύρια κατ’ έτος. Από αυτά, τα 12 δισεκατομμύρια προέρχονται από ασφαλιστικές εισφορές, ενώ τα υπόλοιπα 17 εκατομμύρια προέρχονται από τη γενική φορολογία με δύο μορφές: είτε ως καταβολή συντάξεων του Δημοσίου, είτε ως ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων). Όλα αυτά, όταν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών (80% περίπου) του κράτους κατευθύνονται σε συντάξεις και μισθούς του Δημοσίου.
Η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί στην ανάγκη για διαρκείς αυξήσεις των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση. Το 2030 αναμένεται να είναι άνω των 60 ετών περισσότερο από το εν τρίτον του πληθυσμού, ποσοστό που θα αυξηθεί στο 40% το 2050 (οπότε και ένας στους τρεις θα είναι άνω των 65). Σήμερα οι απασχολούμενοι είναι λίγο περισσότεροι από τους συνταξιούχους (3.500.000 με 2.700.000 περίπου). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, το μέσο εισόδημα στις ηλικίες άνω των 65% αντιστοιχεί στο 98% των μέσων εισοδημάτων στη χώρα. Το προσδόκιμο ζωής μετά τα 65 έτη είναι 19,5 χρόνια στην Ελλάδα (συνολική ηλικία: 84,5 έτη). Το 2012 η μέση ηλικία συνταξιοδότησης ήταν τα 57 έτη και 8 μήνες, οπότε μπορούμε να αντιληφθούμε πόσοι πάνε από τη στήλη των ασφαλισμένων που δίνουν στο σύστημα στη στήλη των συνταξιούχων που λαμβάνουν από το σύστημα, όσο δεν αυξάνονται τα όρια ηλικίας. Ακόμη περισσότερο που οι περισσότεροι από αυτούς που συνταξιοδοτούνται νωρίς είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι (μέση ηλικία συνταξιοδότησης, το 2013, για τους δημοσίους υπαλλήλους τα 56,6 έτη): τα πρώτα τρία χρόνια της Κρίσης, βγήκαν στη σύνταξη 233.970 δημόσιοι υπάλληλοι.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει κάτι αδιαμφισβήτητο: οι σημερινοί ασφαλισμένοι, στο πλαίσιο του αναδιανεμητικού συστήματος, πρέπει να στερούνται όλο και μεγαλύτερο μέρος από το εισόδημά τους για να μπορούν να πληρώνονται οι συνταξιούχοι. Καθώς το ΑΕΠ έχει μειωθεί ραγδαία, οι αυξημένοι συντελεστές φορολογίας και οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, στις οποίες ποντάρει το σύστημα για να επιβιώσει, δεν θα μπορούν να εισπράττονται. Απλώς, η καθιέρωσή τους (αναγκαστική, εφόσον θέλουμε να διατηρηθεί το σύστημα ως αναδιανεμητικό) θα οδηγήσει στον φαύλο κύκλο της ακόμη μεγαλύτερης ύφεσης, της ακόμη μικρότερης φορολογικής βάσης και της ανάγκης για ακόμη μεγαλύτερους συντελεστές.
Για τους λόγους αυτούς, είναι επιτακτικό το ισχύον σύστημα να ανατραπεί και να αντικατασταθεί. Χρειάζεται να τεθεί μία γραμμή — μετά την οποία οι σημερινοί ασφαλισμένοι δεν θα πληρώνουν για να καλυφθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις του Ασφαλιστικού Συστήματος. Θα πρέπει να αποτιμηθούν οι υποχρεώσεις που έχει ήδη δημιουργήσει το Ασφαλιστικό Σύστημα και να εξευρεθούν οι πόροι για την κάλυψή τους.
Τα παραπάνω θα είναι το αντικείμενο του τελευταίου σημειώματος.
ΥΓ. Συνιστώ να διαβάσετε: Γιώργου Στρατόπουλου, Η βιωσιμότητα των προνομίων, Νίκου Μηλαπίδη: Γιατί να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές ένας 30χρονος;, καθώς και την πιο πρόσφατη (Ιούλιος 2015) Έκθεση του Συστήματος «Ήλιος».
[ Εικονογράφηση: Thomas Pollock Anschutz, Iron Workers at Noontime (1882) ].