Κάτι να μας κρατήσει
Βιώνουμε καταστάσεις δύσκολες, πρωτόγνωρες για αρκετούς. Το πολιτικό σύστημα νοσεί, η οικονομία μαραζώνει, η κοινωνία στενάζει. Παγκόσμιες προκλήσεις αναδύονται. Η Ευρώπη, το σπίτι μας, τραυματισμένη, αναζητεί την περπατησιά της. Η γειτονιά μας φλέγεται και οι φλόγες έχουν αρχίσει και μας αγγίζουν. Όλοι είμαστε κουρασμένοι, απογοητευμένοι. Η ανασφάλεια και ο φόβος απλώνονται. Μα, είσαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορείς πλέον ούτε να φοβηθείς. Ο καθένας προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του, προσποιούμενος ότι μπορεί να σχεδιάσει, να ονειρευτεί, να δημιουργήσει, γιατί «όλα κάποια στιγμή θα φτιάξουν».
Και εκεί που για πρώτη φορά στη ζωή σου αντιμετωπίζεις το αύριο ως δυνάστη των προσδοκιών σου, ψάχνεις το φως. Όλα εκείνα που γλυκαίνουν την ψυχή σου, ενδυναμώνουν την ελπίδα σου, στηρίζουν τις δυνάμεις σου. Η οικογένεια, οι φίλοι, η δουλειά σου, το περπάτημα, το κολύμπι, το βιβλίο, το θέατρο. Όλα εκείνα που για τον καθένα προσωπικά λειτουργούν λυτρωτικά, ανυψωτικά, διαφορετικά.
Η αντιμετώπιση όσων βιώνουμε είναι και προσωπική υπόθεση. Τι μπορεί, όμως, να μας κρατήσει συλλογικά, για να μη χάσουμε την αδιόρατη ενοποιητική γραμμή μιας κοινωνίας που κάποτε δημιούργησε, αναπτύχθηκε, στρεβλά ίσως, έχει δυνατότητες και τώρα βιώνει το κόστος κάποιων επιλογών της;
Αν κάτι μετανιώνουμε συλλογικά —θέλω να πιστεύω— είναι που υποκύψαμε στην ισοπέδωση, τον μηδενισμό και τον εξισωτισμό προς τα κάτω στο όνομα μιας κάποιας ανορθολογικής και ανάξιας «ισότητας». Η κοινή αυτή στάση αρκετών, και η σιωπή πολλών άλλων, ενίσχυσε όσους επιθυμούν τη διαίρεση, όσους βολεύονται στο κοστούμι μιας Ελλάδας σε συνεχή υστέρηση. Δεν είναι, όμως, όλοι το ίδιο. Πουθενά και σε τίποτα. Η άρνηση αυτής της πολιτισμικής μας δυσχέρειας είναι κάτι που μπορεί να μας κρατήσει. Ένα πρώτο βήμα. Η αναγνώριση όσων θετικών έγιναν στη χώρα μας, η ανάδειξη εκείνων που βοηθούν, που εξελίσσονται, που διαπρέπουν και που έχουν θετική συνεισφορά στο κοινωνικό μας μέρισμα είναι υποχρέωση, κοινή. Μας λείπει το παράδειγμα, πολλώ δε μάλλον όταν το τρέχον κρατικό υπόδειγμα μόνο ως αντιπαράδειγμα μπορεί να λειτουργήσει. Όμως εμείς, οι πολίτες, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, τα Μέσα ενημέρωσης, η κοινωνία των πολιτών, μπορούμε και πρέπει να διαμορφώσουμε το νέο παράδειγμα. Υπάρχει δίπλα μας και χρειάζεται να το τραβήξουμε στην επιφάνεια δίχως να το τσουβαλιάζουμε μαζί με τις εθνικές μας ενοχές που απαιτούν, γρήγορα και εύκολα, κάτι καινούριο, που λίγοι, όμως, οραματίζονται με ενάργεια τι μπορεί να είναι αυτό.
Η εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς της χώρας είναι σχεδόν μηδαμινή. Όχι άδικα. Πολλές υποσχέσεις που δεν μπόρεσαν οι πολιτικοί να πραγματοποιήσουν, εξευτελισμός των θεσμών από καρικατούρες της πολιτικής, πεζοδρομιακή αισθητική και ηθική κατάπτωση ενέτειναν το φαινόμενο. Αντίστοιχη είναι δυστυχώς και η εμπιστοσύνη για τον διπλανό μας. Κι αν πρέπει να μιλήσουμε για την εθνική μας αυτοπεποίθηση, αυτή φοβούμαι πλέον ότι εξαντλείται σε εθνικολαϊκιστικές κορόνες, που τόσο, όμως, ευχάριστα ηχούν σε μια κοινωνία που παιδεύεται μεν, χωρίς να έχει ποτέ πραγματικά (εκ) παιδευθεί δε. Αλλά η εμπιστοσύνη, ακριβώς, είναι αυτή που μπορεί να μας κρατήσει.
Πράγματι, σε μια οικονομία και μια κοινωνία που καταρρέουν εκείνοι που εκπροσωπούν ή συμμετέχουν σε ομάδες συμφερόντων κοιτάζουν πώς θα εξασφαλίσουν το καλύτερο για τους ίδιους. Ας εμπιστευθούμε λοιπόν εκείνους που δουλεύουν σκληρά για όσα συμβάλλουν στην κοινή μας πρόοδο. Εκείνους που θα στερηθούν για να μη στερήσουν, που θα συνεργαστούν για να μη διαιρέσουν, που θα ενώσουν για να προχωρήσουμε.
Όσο και να μας κάνουν οι συνθήκες και η ζώσα πραγματικότητα να πιστεύουμε ότι αυτή η χώρα δεν αλλάζει, αλλάζει. Ας την εμπιστευτούμε.
Ας μας εμπιστευτούμε.