Κίτρινος σίφουνας

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Κίτρινος σίφουνας

Το αυτοκίνητο, ο χώρος όπου περνώ τις περισσότερες ώρες τις ημέρας, θέλω να είναι καθαρό, τακτοποιημένο και να μυρίζει όμορφα. Το σχόλιο «Immaculate car» που έχει κάνει επιβάτης στην εφαρμογή, τα λέει όλα. Ωστόσο, ορισμένοι επιβάτες, άθελά τους ή όχι, κάνουν ό,τι μπορούν για να είναι αλλιώς τα πράγματα.

Οικογένεια μόλις έχει επιβιβαστεί, και ξεκινάμε για Πειραιά. Βαλίτσες, τσάντες, τσαντάκια, παρατσαντάκια, ολόκληρη οικοσκευή. Το μικρό χαριτωμένο αγοράκι τρώει το κουλούρι του αμέριμνο (γιατί, αν δεν σπείρεις το σουσάμι μέσα στο αυτοκίνητο, δεν έχει την πλάκα της η διαδρομή), η μαμά ασχολείται με το κινητό της, ο μπαμπάς χαζεύει από το παράθυρο. Το παιδάκι, αφού τελείωσε με το κουλούρι του, θεώρησε ότι δεν είχε λερώσει αρκετά και είπε να αφήσει και το αποτύπωμα του παπουτσιού του πάνω στα καθίσματα. Στριφογυρίζει, δυσανασχετεί, πού και πού πατάει και καμιά στριγκλιά να ανάβουν τα αίματα. Η μαμά, ατάραχη, το μόνο που λέει ένα, «Σε παρακαλώ, Άγγελε» (ο Άγγελος την έχει συνδέσει δορυφορικά και συνεχίζει το πάρτι του). Απότομα, πέφτει ησυχία — πράγμα εξαιρετικά ύποπτο για μικρό παιδί που μόλις πριν λίγο λυσσούσε. Πόσο δίκιο είχα… Ο Άγγελος εκτοξεύει στο κάθισμα, κάτω, ακόμη και μπροστά, ό,τι είχε φάει από τη βάφτισή του και μετά. Επικρατεί πανικός. Το παιδί κλαίει, η μαμά προσπαθεί να βρει με τι θα το σκουπίσει και ο μπαμπάς (ναι, δεν ήταν βαλσαμωμένος τελικά) της φωνάζει. Σταματώ στην άκρη του δρόμου, όχι, η μαμά δεν έχει πρόχειρα μωρομάντιλα και χαρτί, ούτε δεύτερη αλλαξιά, το παιδί κλαίει ασταμάτητα, ο μπαμπάς έχει γίνει έξαλλος, περνάμε τέλεια. Φτάνουμε επιτέλους σε εκείνο το λιμάνι, η οικογένεια αποβιβάζεται, αφήνοντας πίσω της μυρωδιά για λιποθυμία. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον βιολογικό καθαρισμό, με όλα τα παράθυρα ανοιχτά και μικρές, κοφτές αναπνοές μπας και τη βγάλουμε καθαρή…

 

Αθηνάς, μπροστά στην ψαραγορά. Ζευγάρι με σταματά, θέλει να βάλει τα ψώνια του στο πορτμπαγκάζ.

«Είναι καλά κλεισμένες οι σακούλες;»

«Ναι, ναι, μην ανησυχείτε».

Λίγη ώρα μετά, είχε έρθει η ώρα να ανησυχήσω, τελικά. Ανοίγω, και τι να δω; Ψάρια πουλάω και δεν με νοιάζει, κι έχω έναν πάγκο στην αγορά. Νερά, πάγος —και ψάρια, βεβαίως—, όλα σκόρπια ολούθε, σε ένα πορτμπαγκάζ που θυμίζει τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου σε μακέτα. Το ζευγάρι με κοιτάζει έντρομο, εγώ έχω ύφος, «Πάρτε τα ψάρια σας και εξαφανιστείτε ΤΩΡΑ», καθαρίζω ό,τι μπορώ να καθαρίσω και, με το αυτοκίνητο να μυρίζει σαν το μαγαζί του Αλφαβητίξ, αναζητώ το πλησιέστερο βενζινάδικο.

 

Πειραιώς, μεσημέρι και τραγική κίνηση. Η κοπέλα που κάθεται στο πίσω κάθισμα είναι πολύ ευχάριστη παρέα: χαριτωμένη, ομιλητική, περνά εύκολα η ώρα.

«Συγγνώμη, επειδή βλέπω κι αργούμε, μπορώ να φάω το μεσημεριανό μου στο μεταξύ;»

«Παρακαλώ, βεβαίως, να φάτε, δεν υπάρχει πρόβλημα».

Μια παράξενη μυρωδιά αρχίζει να γεμίζει τον χώρο, και σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι αυτό που τρώει η κοπέλα και μυρίζει έτσι.

«Σας πειράζει να φάω το συκώτι μου;»

«Με το δικό σας το συκώτι να κάνετε ό,τι θέλετε, το δικό μου μην πειράξετε».

Η κοπέλα γελάει τρανταχτά, το γεύμα έχει σερβιριστεί.