Κλοπή, δανεισμός ή μανιέρα;
Ο κόσμος της εμπορικής μουσικής συχνά συνταράσσεται από το ίδιο σκάνδαλο, το οποίο επανεμφανίζεται περιοδικά: το τάδε τραγούδι κατηγορείται πως έχει αντιγράψει το δείνα τραγούδι, και σε μερικές περιπτώσεις ακολουθούν φαιδροί δικαστικοί αγώνες όπου ο καημένος ο δικαστής προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Τελευταίο κρούσμα (χωρίς τους δικαστικούς αγώνες) είναι η ομοιότητα ενός μουσικού θέματος από το αμερικανικό μιούζικαλ La-La-Land με το τραγούδι «Αν» της Δήμητρας Γαλάνη, ενώ ένα πρόσφατο παράδειγμα που γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα ήταν η ομοιότητα του «Stairway to Heaven» των Led Zeppelin με το «Taurus» των Spirit. Κατά καιρούς έχουν κατηγορηθεί για τέτοιου είδους «κλοπή» πολλά μεγάλα ονόματα της ροκ, ποπ, ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσετε, όπως οι Oasis, οι Green Day, οι Radiohead, οι Coldplay, η Madonna, οι Beach Boys, ακόμα και οι Beatles.
Τις περισσότερες φορές η ομοιότητα είναι εντελώς επιφανειακή, αλλά βέβαια υπάρχει και η εξαίρεση του σερφάδικου συγκροτήματος Trashmen, οι οποίοι το 1963 πήραν αυτούσια τα ρεφρέν, μαζί με τους στίχους, από δύο επιτυχίες των Rivingtons (οι οποίοι έπαιζαν Rhythm & Blues), το «Papa-Oom-Mow-Mow» και το «The Bird’s the Word», τα συνδύασαν και έφτιαξαν το εμβληματικό «Surfin’ Bird». Σε αυτή την περίπτωση, η κλοπή ήταν κατάφωρη, και οι Rivingtons δικαιώθηκαν αμέσως.
Και σε παλιότερες εποχές, όμως, υπήρχε ο φόβος της κλοπής μουσικών ιδεών, πάντα στο πλαίσιο της εμπορικής μουσικής, καθώς εκεί το διακύβευμα ήταν σημαντικό: το χρήμα. Έτσι, όταν ο Τζουζέπε Βέρντι έγραφε και ετοιμαζόταν να ανεβάσει την πασίγνωστη όπερά του Ριγολέτο, έκανε τις πρόβες για την άρια «La donna è mobile» μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, από φόβο μήπως η μελωδία διαρρεύσει. Όπως αποδείχτηκε, έκανε πολύ καλά, καθώς η άρια γνώρισε τεράστια επιτυχία και λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα την τραγουδούσαν όλοι οι γονδολιέρηδες στη Βενετία.
Από την άλλη, όμως, πρέπει να θυμόμαστε ότι όλη σχεδόν η μουσική στον δυτικό κόσμο από την εποχή του μπαρόκ μέχρι σήμερα βασίζεται στο ίδιο τονικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από 7 μόνο νότες ταξινομημένες σε δύο μόνο τρόπους (μείζονα και ελάσσονα), με διάφορες αυστηρά προκαθορισμένες αλλοιώσεις και μετατροπίες (δηλαδή αλλαγές κλίμακας και τονικού κέντρου). Αν, μάλιστα, μιλάμε για τη σημερινή εμπορική μουσική, τότε το πλαίσιο αυτό περιορίζεται ακόμα περισσότερο, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες διαδοχές συγχορδιών, οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί, και χρησιμοποιούνται ακόμα κατά κόρον, από χιλιάδες συγκροτήματα και καλλιτέχνες, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι αυτές οι διαδοχές έχουν ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στο κοινό. Είναι αναπόφευκτο, λοιπόν, πολλά τραγούδια να μοιάζουν μεταξύ τους, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο. Αν κάνετε τον κόπο να πάτε στο YouTube και να ψάξετε για το συγκρότημα Axis of Awesome, θα βρείτε ένα κομμάτι που λέγεται «4 Chords», όπου μέσα σε 5 λεπτά οι μουσικοί παίζουν αποσπάσματα από 40 τραγούδια, όλα βασισμένα στις ίδιες 4 συγχορδίες (I-V-VI-IV, για τους γνωρίζοντες).
Για να είμαστε δίκαιοι, πάντως, αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη σημερινή εμπορική μουσική, αλλά και στη λεγόμενη κλασική. Κάθε εποχή και κάθε περιοχή είχε το δικό της χαρακτηριστικό ύφος και τις δικές της ακουστικές προτιμήσεις (διαμόρφωνε τη δική της μανιέρα, για να το πω έτσι), και αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις αμέσως με το αυτί τον Μότσαρτ από τον Χάιντν ή τον πρώιμο Μπετόβεν, τον Λουλί από τον Σαρπαντιέ, τον Ντάουλαντ από τον Τζόνσον, ή τον Μπελίνι από τον Ντονιτσέτι. Και κάπου εδώ, πρέπει να θυμηθούμε τη γνωστή κοινότοπη (αλλά πέρα για πέρα αληθή) ρήση ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Όλοι από κάπου δανείζονται ιδέες· το θέμα είναι πώς τις χειρίζονται και αν το έργο που παράγουν διέπεται από καλό γούστο και αίσθηση του μέτρου.
Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει κανένα σκάνδαλο. Αν δεν έμπαινε στη μέση το (πολύ) χρήμα, κανείς δεν θα έδινε σημασία στις όποιες ομοιότητες μεταξύ διαφόρων εμπορικών τραγουδιών. Αλλά, βέβαια, τότε δεν θα είχαμε και τόσο μεγάλη παραγωγή πανομοιότυπων συνθέσεων, καθώς οι καλλιτέχνες θα ήταν περισσότερο ελεύθεροι να εξερευνήσουν τα εκφραστικά τους μέσα και να διευρύνουν τα πνευματικά τους όρια, τα οποία αναγκαστικά οριοθετούνται από το κυρίαρχο μουσικό περιβάλλον. Υπάρχουν μερικοί που το κάνουν, αλλά κάτι τέτοιο έχει πάντοτε κόστος. Και οι καλλιτέχνες είναι κι αυτοί άνθρωποι…