Κοιμώμενος Γίγαντας

C
Χρήστος Γραμματίδης

Κοιμώμενος Γίγαντας

Σχεδόν το 90% του Καναδά είναι μη κατοικήσιμο. Από εκείνους που ζουν στο υπόλοιπο, η συντριπτική πλειοψηφία κατοικεί σε απόσταση μέχρι περίπου 500 χιλιομέτρων από τα σύνορα των ΗΠΑ. Έτσι, ίσως δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι Καναδοί κινηματογραφιστές (συγκεντρωμένοι σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιοι στα λίγα τετραγωνικά μίλια του Τορόντο, του Βανκούβερ και του Μόντρεαλ), αντιμετωπίζουν την ενδοχώρα με φόβο και δυσπιστία. Σίγουρα, αυτές οι ήρεμες λίμνες, τα καταπράσινα δάση και οι θηριώδεις οροσειρές μπορεί να φαίνονται ωραία στις διαφημίσεις για τους τουρίστες. Αλλά οι ιστορίες όσων εισέρχονται στον χώρο αυτό τείνουν να καταλήγουν περίπου όπως το ταξίδια σε κάμπινγκ στα μυθιστορήματα της Margaret Atwood: λεροί, ημιάγριοι ταξιδιώτες που βρίσκονται ολομόναχοι στην ερημιά, οπλισμένοι μόνο με ένα κλαδί δέντρου.

Τα παραπάνω έχουν αναπόφευκτα ενθαρρύνει μια τάση για αστικά και προαστιακά θέματα στο καναδικό σινεμά. Μπορεί να μένουν σε μικρές πόλεις ή να είναι ιδιοκτήτες εξοχικών, αλλά οι σεξουαλικά υπερδραστήριοι ακαδημαϊκοί του Denys Arcand, οι συναισθηματικά πετρωμένοι νευρωτικοί του Atom Egoyan και οι θανατηφόροι σχιζοειδείς του David Cronenberg είναι όλοι τους άνθρωποι της πόλης που δεν θα μπορούσαν με τίποτα να ανάψουν μια φωτιά για να ζεσταθούν στο δάσος. Κανείς δεν έμαθε τίποτα από τα απολαυστικά «Μεζεδάκια» του Ivan Reitman (ντεμπούτο του Bill Murray).

Παρ’ όλα αυτά, ο «Κοιμώμενος Γίγαντας» («Sleeping Giant») του Andrew Cividino δείχνει μια προθυμία να εμπλακεί με πιο άγρια τοπία. Το φιλμ παίρνει το όνομά του από έναν τεράστιο βράχο της καναδικής ενδοχώρας. Η ομορφιά και το μεγαλείο της περιοχής επανειλημμένα τονίζονται με κυκλικά πλάνα γύρω από την τεράστια γειτονική λίμνη. Ωστόσο οι κίνδυνοι του τοπίου είναι εξίσου σημαντικοί με την ομορφιά του, σε αυτή την ιστορία για την μεταβαλλόμενη δυναμική και τις ματαιωμένες επιθυμίες μεταξύ τριών εφήβων αγοριών κατά τη διάρκεια ενός ταραχώδους καλοκαιριού.

Ο τίτλος είναι πετυχημένος: από τη μία είναι ενδεικτικός για κάτι μυθικό, κάτι που προκαλεί δέος, ενώ από την άλλη υποδηλώνει μια αδρανή απειλή που πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη προσοχή, αν δεν θέλουμε να μας συνθλίψει. Η εικόνα του κοιμώμενου γίγαντα ταιριάζει απόλυτα στη στάση της ταινίας απέναντι στο περιβάλλον, το οποίο φαίνεται να προκαλεί ίσες δόσεις κατάπληξης, χαράς και φόβου. Ειδικά ο φόβος χτίζεται αμείλικτα, καθώς ο Cividino εργάζεται σκληρά για να εκμεταλλευτεί τις πολλές δυνατότητες αυτού του τοπίου, παρακολουθώντας τους χαρακτήρες του σε μια σειρά εξωτερικών (το δάσος, η παραλία, τα βράχια, ο αυτοκινητόδρομος) αλλά και εσωτερικών χώρων (η σάουνα, το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά, τα σπίτια των πλούσιων επισκεπτών του καλοκαιριού, και οι μικρότερες παράγκες και τα τροχόσπιτα όπου οι ντόπιοι ζουν, εργάζονται και διασκεδάζουν). Έτσι, καθώς οι έννοιες του εξωτερικού και του εσωτερικού (του ξένου και του γνωστού) εναλλάσσονται μέσα στον «Κοιμώμενο Γίγαντα», οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου γίνονται πιο σύνθετες και αντιφατικές. Το τοπίο είναι ταυτόχρονα ένα μέρος για απελευθέρωση και αυτομεταμόρφωση αλλά και ο χώρος του κινδύνου και της αυτοκαταστροφής.

Η κεντρική φιγούρα στο φιλμ είναι ένας ξένος που φαίνεται να προσαρμόζεται πολύ άσχημα στο νέο του περιβάλλον. Ο ευαίσθητος και προσεκτικός Άνταμ μόλις επέστρεψε με τους γονείς του για το καλοκαίρι στο εξοχικό τους δίπλα στη λίμνη. Ο Cividino είναι αξιοθαύμαστα ευφυής σε ό,τι αφορά τις ταξικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων στην άκρη της λίμνης. Το χάσμα που υπάρχει μεταξύ του Άνταμ και των νέων φίλων του, των εξαδέλφων Νέιτ και Ρίλεϊ, είναι εμφανέστατο. Στιγμές-στιγμές, μόλις και μετά βίας φαίνονται να μιλούν την ίδια γλώσσα, κι αυτός ίσως είναι ένας λόγος που ο Άνταμ είναι τόσο ήσυχος και λιγομίλητος. Κι όμως, τα μάτια του προδίδουν πόσο ενθουσιασμένος είναι που ανήκει σε μια παρέα, ακόμη κι αν νιώθει πιο κοντά στον Νέιτ από ό,τι στον κοκαλιάρη, επιθετικό Ρίλεϊ. Καθώς παλεύουν στην παραλία και το μέτωπο του Άνταμ ματώνει, ο Ρίλεϊ δεν δείχνει καμία συμπάθεια: «Μην είσαι κότα», είναι η συμβουλή του. Αν και τα ξαδέρφια συνεχώς χλευάζουν ο ένας τον άλλο, η επικριτική στάση του Ρίλεϊ γίνεται σκληρότερη κάθε φορά που στόχος της είναι ο Άνταμ. «Με τσαντίζεις», του λέει, «δεν ξέρω τι φταίει, αλλά με τσαντίζεις».

Με την αγάπη τους για τα πυροτεχνήματα και τις απότομες μανούβρες καβάλα σ’ ένα αυτοκινητάκι του γκολφ, ο Νέιτ κι ο Ρίλεϊ φαίνονται ολίγον άγριοι. Σε αντίθεση με τον Άνταμ, δεν έχουν γονείς: ζουν με τη γιαγιά τους, η οποία ανέχεται το κάπνισμα και τις μπίρες, αλλά τους τιμωρεί για τις βρισιές. Ο μόνος άλλος ενήλικας στη ζωή τους είναι ένας μικρέμπορος μπάφου που τους διασκεδάζει με τοπικές ιστορίες και θρύλους.

Βέβαια ο Άνταμ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση απλώς και μόνο επειδή έχει γονείς. Μετά την ανακάλυψη ότι ο πατέρας μπορεί να έχει κάνει σχέση με μια ντόπια, ο Άνταμ αρχίζει να κατασκοπεύει τη γυναίκα: γίνεται μια δυσοίωνη παρουσία στο σκοτάδι. Ανίκανος (μη ικανός, δεν είναι αξιολογική η έκφραση) να αποδεχτεί την αληθινή φύση των συναισθημάτων του για τον Νέιτ, ο Άνταμ αντιδρά πολύ πιο σκληρά και πολύ πιο αδίστακτα από ό,τι ο Riley όταν η ισορροπία της τριάδας διαταράσσεται με την προσθήκη ενός τέταρτου μέλους.

Το πήδημα στο κενό από έναν πανύψηλο βράχο γίνεται η τελική δοκιμασία ανδρισμού για τους τρεις νεαρούς, που όλοι τους βρίσκονται τόσο βαθιά στις σκοτεινές σήραγγες της εφηβείας ώστε η ενήλικη ζωή να τους φαίνεται απίστευτα μακριά. Αυτό λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό προς όφελος της ταινίας, καθώς ο Cividino δημιουργεί κάτι ασυνήθιστα ωμό και επώδυνο με γνωστές φόρμες και τρόπους του Bildungsroman. Κι ενώ κινδυνεύει να γίνει υπερβολικά επιεικής ή υπερβολικά απαιτητικός απέναντι στους ηθοποιούς του, καθώς οι σκηνές που τα αγόρια δένονται μεταξύ τους μέσα από τους κοινούς μπελάδες και τις σκανταλιές δίνουν τη θέση τους σε πιο οξείες και μερικές φορές πιο στημένες εξελίξεις, ο «Κοιμώμενος Γίγαντας» καταφέρνει πολύ καλύτερα από ό,τι τα περισσότερα εφηβικά δράματα να αποδώσει το κακό που τα παιδιά μπορούν να προκαλέσουν το ένα στο άλλο καθώς μαθαίνουν να αγωνίζονται για εξουσία (από την άποψη αυτή, ο έξοχος μυξιάρικος τρόπος του νεαρού που παίζει τον Ρίλεϊ είναι ίσως το μεγαλύτερο προσόν της ταινίας).

Όσο κι αν οι υπέροχες εικόνες του φιλμ δίνουν πιθανόν την εντύπωση μιας εστετίστικης στάσης απέναντι στον χώρο, η πιο δύσκολη σκηνή της ταινίας δείχνει ότι ο Cividino έχει κάτι παραπάνω να πει για το πώς οι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται το τοπίο. Γι’ αυτούς, η επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση δεν έχει τόσο να κάνει με το να χαζεύεις τα ζώα και να κάνεις εκδρομές με κανό: απεικονίζεται μάλλον καλύτερα στο να βρίσκεις ένα νεκρό πουλί στην παραλία και να το κομματιάζεις. Μια νιτσεϊκή, θα λέγαμε, απόχρωση.