Κοιτώντας σε στα μάτια
Ένας άβγαλτος έφηβος, ένας πρώην γιάπης, ένα τζάνκι, ένας παραβατικός, μια γυναίκα του υποκόσμου κι ένας συγγραφέας. Ανάμεσά τους, μια κοπέλα που τους δένει με αόρατα νήματα. Ένα κορίτσι που έχει γεννηθεί με ταλέντο στην αγάπη. Ξέρει να εθίζει τους άλλους σ’ αυτήν. Να τους κάνει συνένοχους στην πιο βαθιά της επιθυμία.
* * *
H Ζέλντα είναι ένα αερικό, μια σχεδόν εξαϋλωμένη φιγούρα που περιδιαβαίνει τις ζωές των άλλων αφήνοντας αποτύπωμα αντιστρόφως ανάλογο με την αέρινη περπατησιά της. Δοσμένη απόλυτα στο κυνήγι της βιογραφίας της, επινοημένης ώς ένα βαθμό, από την ίδια, εισβάλλει στη ζωή των ανθρώπων και την αλλάζει ριζικά. Δεν διεκδικεί παρόλο που αναζητά την αγάπη και την προσοχή, δεν θυμώνει, δεν απαιτεί αλλά και δεν υποχωρεί σε όσα η ίδια θεωρεί σημαντικά, δηλαδή στο εξής ένα: να ζεις τη ζωή. Όχι με λόγια μα με πράξεις, όχι θεωρητικά μα κάθε στιγμή. Να βουτάς με φόρα και να χαζεύεις τον βυθό και τις άπειρες αντανακλάσεις του φωτός. Ακόμη και το σκοτάδι, να το κάνεις λιγότερο πηχτό, λιγότερο τρομακτικό, πιο διαυγές, να διυλίζεις την καταχνιά του.
Η Ζέλντα, με το βαρύ κληροδότημα μιας και μόνο φιλοδοξίας, προχωρά στη ζωή της φωτεινή και φεγγοβόλα. Μπορεί να βρίσκει αυτούς… που περιμένει. Να σταματά μπροστά τους με την αφελή αθωότητα ενός μικρού παιδιού και κοιτώντας τους κατάματα να λέει με την αφοπλιστική της φυσικότητα: «Σε περίμενα». Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτό το κάλεσμα. Προκλητική χωρίς καμία χυδαιότητα, δοτική χωρίς υστεροβουλία, μια άδολη καιροσκόπος που αρπάζει την κάθε στιγμή από τα μαλλιά και στροβιλίζεται μαζί της και με τον εκάστοτε παρτενέρ της. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην ματιά της; Στο χωρίς υποκρισία χαμόγελο, στα μάτια της που μπορούν να εκπλήσσονται από το πρώτο χιόνι του χειμώνα ή με την καταρρακτώδη βροχή της άνοιξης;
Για τη Ζέλντα η πορεία είναι μονόδρομος. Θέλει να γίνει η ηρωίδα ενός βιβλίου. Θέλει να μετοικήσει στον κόσμο των λέξεων, για να αποκτήσει η ύπαρξή της επιτέλους κάτι απτό, να ξεφύγει από τη συνεχή περιπλάνηση, να επιβεβαιώσει τους σταθμούς, τα τρένα αλλά και τον θόρυβο των ξαφνικών αναχωρήσεων. Καμιά διαδρομή δεν είναι στο πουθενά, αλλά και κάθε διαδρομή της διασχίζει όλη τη ζωή του επιβάτη που θα διαλέξει για να καθίσει δίπλα του. Θα τον φωτίσει με την αστείρευτη, εκτυφλωτική λευκότητα της φωτοβόλας ύπαρξής της, θα του δώσει όσα αναζητά, και κυρίως θα του μάθει να ζει από την αρχή — κι έπειτα, αθόρυβα, θα φύγει. Για πού; Για να αναζητήσει ξανά και ξανά αυτόν που θα καταφέρει τελικά να την κάνει ηρωίδα ενός βιβλίου.
Στο βιβλίο της Φωτεινής Ναούμ, ο αναγνώστης αναγκάζεται να ξαναβρεί τη χαμένη από καιρό αθωότητα. Να κοιτάξει μέσα του και να ανιχνεύσει όλες τις διαψεύσεις και όλες τις συντριβές του. Θα αναζητήσει την απλότητα της παιδικής ματιάς και θα αναρωτηθεί πότε, γιατί, με ποιο τρόπο αυτή η ματιά του χάθηκε. Πότε, γιατί, και με ποιο τρόπο ξέχασε ο ίδιος να θέλει. Παράλληλα, θα σκεφτεί πως μπορεί να γίνει ο ήρωας ή η ηρωίδα της δικής του ζωής — και, στ’ αλήθεια, ποιος ή ποια απ` όσους έχουμε στη ζωή μας θα μπορούσε να γράψει αυτή την ιστορία: τη δική μας ιστορία.
Στις σελίδες του βιβλίου ζωντανή είναι και η αγωνία του συγγραφέα, του εκάστοτε συγγραφέα που βουλιάζει στη ματαιοδοξία της αναγνωρισιμότητας, στην απελπισία της αναζήτησης μιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί, στο κρυφτό των λέξεων που άλλοτε αποκαλύπτονται και άλλοτε πεισματικά αρνούνται να μπουν στη σειρά και, ανάκατες, χαοτικές, στοιχειώνουν τη ζωή του συγγραφέα.
Η Φωτεινή Ναούμ μας παρασύρει σε μια πορεία χωρίς τέλος —αλλά, κι όταν το τέλος μοιάζει να φτάνει, γίνεται μια καινούργια αρχή. Μας κάνει να χαμογελάμε πικρά γυρνώντας απορημένοι στην αίθουσα των απολεσθέντων της ζωής μας, να αγγίζουμε με νοσταλγία κάθε ράφι και, στο τέλος, να κλειδώνουμε την πόρτα, παίρνοντας μαζί μας το κλειδί. Πια τίποτε δεν είναι χαμένο όσο έχουμε το κλειδί. Όσο μπορούμε να κοιτάμε τις στιγμές, τους ανθρώπους, τα τοπία με τον ενθουσιασμό του πρωτοειδωμένου, και με τη βεβαιότητα ότι κάθε στιγμή είναι μια μοναδική πολυτέλεια που δεν επιτρέπεται να χάσεις.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η Φωτεινή Ναούμ διηγείται την ιστορία της ασθματικά, και μαζί της κοντανασαίνουμε κι εμείς, προσπαθώντας να βρούμε ένα τέλος που να αξίζει σε μια όμορφη ιστορία. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι η βεβαιότητα πως πάντα υπάρχει κάτι να κυνηγήσεις. Κι όταν καταφέρεις να φτάσεις στο τέλος, πάλι αρχή θα είναι, πάλι ξεκίνημα θα είναι. Και πάλι η Ζέλντα θα σε κοιτάξει στα μάτια να σου πει, «Σε περίμενα».