Κόκκινο παιχνίδι ενοχών

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Κόκκινο παιχνίδι ενοχών

Βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1909. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Αυλικού Θεάτρου, Ευγένιος Μπίσοπ, και η πανέμορφη γυναίκα του, Ντίνα, δεξιώνονται στην έπαυλή τους μερικούς στενούς φίλους: τον αδελφό της Ντίνας Φέλιξ, τον μηχανικό Σόλγκρουπ, τον δόκτορα Γκόρσκι και τον Βαρόνο φον Γιος. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, ο Μπίσοπ διηγείται μία περίεργη ιστορία. Τον αινιγματικό θάνατο ενός νεαρού ζωγράφου και του αδελφού του, αξιωματικού του Ναυτικού, που αποφάσισε να ερευνήσει τις συνθήκες θανάτου του. Κατόπιν, αποσύρεται στο περίπτερο του κήπου, για να προετοιμάσει ένα απόσπασμα για τους φίλους του από τον καινούργιο του ρόλο. Θα παίξει Ριχάρδο Γ΄. Ξαφνικά, πυροβολισμοί ακούγονται από το περίπτερο, και σε λίγο ανακαλύπτουν τον διάσημο πρωταγωνιστή νεκρό. Οι υποψίες πέφτουν στον Βαρόνο φον Γιος, ο οποίος, με τη βοήθεια του μηχανικού Σόλγκρουπ, αποφασίζει να ξεκαθαρίσει την υπόθεση για να αποκαταστηθεί η τιμή του Βαρόνου.

Υπόθεση τετριμμένη. Πόσα και πόσα παρόμοια αστυνομικά δεν έχουμε διαβάσει; Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν συμπεριλαμβάνει το έργο στο «Αστυνομικά μυθιστορήματα στο ταξίδι». Ο Perutz το αρνείται. «Δεν έγραψα ποτέ αστυνομικό μυθιστόρημα», λέει. Έχει δίκιο. Αυτό δεν είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, και ας χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του είδους. Σου δίνει την αίσθηση ότι κινείσαι μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ενός μεταφυσικού χαρακτικού του Κλίνγκερ. Θα μπορούσε να είναι ένα υπαρξιακό θρίλερ. Ο Βαρόνος φον Γιος είναι ένας ιδανικός χαρακτήρας για αυτό τον ρόλο. Το υποσυνείδητο, τα όνειρα, η ίδια η κατάσταση του πρωταγωνιστή —που λειτουργεί πολλές φορές ενδίδοντας στις παραισθήσεις του—, τον καθιστούν έναν αναξιόπιστο αφηγητή:

Δεν θυμάμαι πόση ώρα έμεινα στον κήπο. Ίσως πολύ. Ίσως ακουμπούσα στον κορμό ενός δέντρου κι ονειρευόμουν.

Θα μπορούσε να είναι ένα μεταφυσικό μυθιστόρημα, όπως είπε ο Μπόρχες. Η εισαγωγή του φανταστικού, με την είσοδο στην ιστορία ενός ζωγράφου του 16ου αιώνα που έμεινε γνωστός ως Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας, του Giovansimone Chizi, είναι καθοριστική, αλλά και πάλι το τέλος ανατρέπει αυτή τη θεωρία. Το μυθιστόρημα είναι ένα αμάλγαμα όλων των παραπάνω — μα πρώτα απ’ όλα είναι ένα παιχνίδι ενοχών που γεννά το μυαλό.

Οι θεωρίες του Φρόιντ φαίνεται να έχουν βρει πρόσφορο έδαφος στο μυαλό του συγγραφέα. Όλη η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Ο Βαρόνος, αμφιταλαντευόμενος, απευθύνεται στον αναγνώστη. Στον αντίποδά του, βρίσκεται ο μηχανικός Σόλγκρουπ: πραγματιστής, θα ξεχυθεί σαν λαγωνικό στην αναζήτηση στοιχείων. Θα ανακαλύψει μια σειρά παρόμοιων θανάτων. Δυστυχώς, δεν θα προλάβει να δώσει τη λύση του μυστηρίου. Θα οδηγήσει όμως τον φον Γιος στο φως μακριά από το σκοτάδι.

Ο Leo Perutz στήνει μια παράσταση εξαπάτησης. Ένα ιλουζιονιστικό παιχνίδι, όπως αυτά που ήταν δημοφιλή στην Belle Epoque. Ως άλλος μάγος Άιζενχαϊμ, παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου τα πάντα είναι δυνατά. Δεν θα του κρύψει τίποτα. Θα του δείξει όλους τους μηχανισμούς των τρικ, αλλά θα κρατήσει για τον εαυτό του το πώς λειτουργούν. Θα δώσει όμως κλειδιά, που θα πρέπει να ανακαλύψει ο αναγνώστης για να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας. Πάνω στη σκηνή είναι όλοι οι πρωταγωνιστές, καλά φωτισμένοι, αλλά εγκλωβισμένοι μέσα στα όρια που αυτός έχει καθορίσει. Κινούνται σε περίκλειστους χώρους. Μια έπαυλη, ένας κήπος , μια κρεβατοκάμαρα είναι τα σκηνικά. Ακόμα και όταν βρίσκονται στην πόλη, αυτή η αίσθηση ακολουθεί τον αναγνώστη.

Η Βιέννη του 1900, αυτή η μαγευτική πρωτεύουσα των Αψβούργων με τα λαμπρά της κτίρια, είναι εκεί. Τα κυβερνητικά κτίρια, τα μουσεία, η Όπερα, το Αυλικό Θέατρο. Στο καζίνο Dommayer χορεύουν βαλς, στο Grinzing και Hietzing οι άνθρωποι κάθονται και πίνουν Heuriger. Τίποτα δεν φαίνεται να ταράζει την ευδαιμονία τους. Όμως είναι ένας κόσμος που πλησιάζει στο τέλος του. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας το δείξει από νωρίς. Ταραχές στα Βαλκάνια, η χρεοκοπία μιας μεγάλης τράπεζας, ακόμα και ο ηθοποιός Μπίσοπ έχει αρχίσει να γερνά και να χάνει την τέχνη του. Οι ήρωες, κυνηγώντας τα στοιχεία, θα περάσουν μέσα από τις λαμπρές προσόψεις που ξεφτάνε, για να μπουν σε ένα εξπρεσιονιστικό σκηνικό αντάξιο του Paul Wegener. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Βαρόνος θα αισθανθεί θήραμα:

Όλη η πόλη έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για το περιστατικό , όλη η πόλη με γνώριζε και αναγνώριζε στο πρόσωπό μου τον δολοφόνο.

Ο αναγνώστης που θα ξεκινήσει αυτό το βιβλίο θα μπει σε μια περιπέτεια. Πολλές νύχτες θα ξαγρυπνήσει πάνω από τις σελίδες του, βάζοντας σε δοκιμασία την κριτική του σκέψη. Τι να κρατήσει και τι να πετάξει; Το βιβλίο δεν θα φύγει στιγμή από το μυαλό του, αφού θα τον καλεί διαρκώς να αποκρυπτογραφήσει τις διαθέσεις του συγγραφέα. Ο Leo Perutz τον καθιστά έναν απρόσμενο καλεσμένο. Τον κάνει κι αυτόν πρωταγωνιστή, έναν πρωταγωνιστή που καλείται να πάρει ενεργό μέρος στις εξελίξεις. Παγιδευμένος μέσα σε ένα ελλειπτικό κλίμα, βαλλόμενος από διφορούμενους διαλόγους και εικασίες, θα πρέπει να ανταποκριθεί μέσα σε έναν κόσμο σκοτεινό, μυστηριώδη και απρόσμενο, όπου τα πάντα ανατρέπονται με την έναρξη κιόλας του βιβλίου…

Θα κλείσω με τη φράση που επεφύλαξε ο Αντόρνο στην «Αισθητική Θεωρία» του για τον «Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας:

Ποτέ πια το κόκκινο δεν θα είναι το ίδιο.

Μια ξεχωριστή επανέκδοση από τις Εκδόσεις Κίχλη. Ουσιώδη σχόλια και ένα εκπληκτικό Επίμετρο, άξιο να σταθεί μόνο του ως ανάλυση εποχής. Η μετάφραση της Ρόζας Ιωαννίδου, εξαιρετική, σε βάζει αμέσως στο ύφος του βιβλίου.