«Το Κόμμα είμαι Εγώ»

P
Χάρης Πεϊτσίνης

«Το Κόμμα είμαι Εγώ»

Πολλοί φίλοι απορούν, προς τι η παράδοξη και λίγο τρομακτική φιέστα για τον πρώτο χρόνο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση είναι απλή: θεμελιώδης ρίζα της ηγεμονίας που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι ο ριζοσπαστικός λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός αυτός χτίστηκε πάνω στην αδιαμεσολάβητη, προσωπική κλήση, το «κάλεσμα» του χαρισματικού ηγέτη προς τον λαό του. Απαραίτητη συνθήκη για να υπάρξει ο λαϊκισμός είναι η περιοδική επικύρωσή της ισχύος του «διά βοής» από την κοινωνική του βάση. Ο λαϊκισμός ενδυναμώνεται μόνο μέσα από την επαφή του ηγέτη με τις μάζες. Με άλλα λόγια, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία μας, αντιμετωπίζουμε μια πολιτική τεχνολογία φύσει εχθρική στη φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Μια τεχνολογία που είναι σε θέση να αφυδατώσει το θεσμικό πλαίσιο της νεωτερικής μας δημοκρατίας και που ανοιχτά επιδιώκει την υποκατάσταση του φυσιολογικού πολιτικού λόγου με ένα λόγο σωτηριολογικό, μυθολογικό και, σε τελική ανάλυση, μεταφυσικό.

Καθαυτή η ομιλία του πρωθυπουργού δεν έχει και τόσο νόημα: αναμασημένες οι ίδιες διακηρύξεις, στερημένες από οποιοδήποτε πολιτικό ή οικονομικό περιεχόμενο, δηλώσεις προθέσεων και ακραία διχαστική ρητορική. Αυτό που έχει σημασία είναι το στυλ, το ύφος, το χρώμα της φωνής και η επιλογή του πολιτικού λεξιλογίου. Ενεργοποιώντας βαθιά ριζωμένα πολιτικά ανακλαστικά, με τη δύναμη της εικόνας και τη δοκιμασμένη συνθηματολογία, ο Τσίπρας ενεργοποιεί σε όλη της την ισχύ τη λαϊκιστική αυταπάτη —ένα μίγμα δημαγωγίας και μαγικής πολιτικής σκέψης—, απορρίπτει τις μεσολαβήσεις και διακηρύσσει τη συγχώνευση της κυβέρνησης με τον «φτωχο λαό» σε μια λυτρωτική σύνθεση.

Το σημαντικό εν ολίγοις δεν ήταν το τι ειπώθηκε, αλλά καθαυτό το γεγονός της ομιλίας, η φιέστα, ως διαδικασία και τελετουργικό δρώμενο. Ο εθνικολαϊκιστής ηγέτης καταργεί το φράγμα ή την απόσταση κυβερνώντος και κυβερνώμενου, εναγκαλίζεται τον λαό-πάσχοντα αμνό, τη φτωχολογιά, τους εξαθλιωμένους, διαχωρίζοντάς τους ρητά, όχι πλέον μόνο από τη «θλιβερή μειοψηφία» του διεφθαρμένου ancien regime, αλλά και από τους «πλούσιους»: τους φτωχούς δικηγόρους από τα «μεγάλα δικηγορικά γραφεία», τους φτωχούς αγρότες από όσους «εισέπραξαν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ επιδοτήσεων». Έτσι εισερχόμαστε στο στάδιο που ο Ανδρέας Πανταζόπουλος (Ο αριστερός Εθνικολαϊκισμός: 2008-2013, Εκδόσεις Επίκεντρο) αποκαλεί «δημαγωγία της λαϊκής αποενσωμάτωσης, μια δημαγωγία χωρίς πραγματικά ενοποιημένο λαό».

Το σημείο αυτό είναι καταλυτικό για τη δημαγωγική ρητορική. Απόψε ο Τσίπρας για πρώτη φορά μετά το δημοψήφισμα έσπασε την κοινωνική ενότητα και σκηνοθέτησε μια γκροτέσκα επανενεργοποίηση της ταξικής πάλης, έως και εμφυλιοπολεμική. Το σάλπισμα στράτευσής του αφορά μέρος μόνο του εκλογικού σώματος, μια ταξικά προκαθορισμένη μερίδα του λαού υπέρ του οποίου εκείνος εργάζεται, σε πείσμα των συμφερόντων όλων των υπολοίπων. Το «εθνικό» στοιχείο της πρωθυπουργίας υποχωρεί, και ο Τσίπρας αποπειράται, μετά τη νόθα εθνική ενότητα που επικαλέστηκε επί εκλογών και δημοψηφίσματος, να ανασυνθέσει το ίδιο το ακροατήριό του, απευθυνόμενος πλέον σε ένα κοινό ταξικά προσδιορισμένο. Στο άμεσο μέλλον αναμένουμε, πάνω στην ίδια βάση, νέο κάλεσμα σε μια ακόμα λαϊκιστική εξέγερση, όχι ενάντια στους ξένους και τα Μνημόνια, τούτη τη φορά, αλλά ενάντια στην αντιπολίτευση και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.

Ο λαϊκιστικός λόγος απόψε μετασχηματίστηκε οριστικά και απέκτησε ένα μακάβριο ταξικό πρόσημο.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα; Απόψε, τόσοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν το πρόσωπο ή να τιμήσουν το ιστορικό κόμμα; Απαντάμε αδίστακτα: για να ακούσουν το Πρόσωπο. Το κόμμα εξετέλεσε μια αληθινά απίστευτη αποστολή, συγκέρασε τις μαρξιστικές του καταβολές με τον κοινωνικό λαϊκισμό της διαμαρτυρίας του πεζοδρομίου και τον εθνικολαϊκισμό, επιχείρησε την υπέρβαση των παλαιών διαχωριστικών γραμμών σε μία αντιμνημονιακή εθνική ενότητα, κατέστη κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Όμως ολόκληρο το ιδεολογικό του κεφάλαιο συνετρίβη την επαύριο του δημοψηφίσματος. Οι σαρωτικές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 12 μηνών δεν αλλοίωσαν μόνο τη φυσιογνωμία του πολιτικού σκηνικού αλλά και του ίδιου τού ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τον ακρωτηριασμό του, η ιδεολογική του πυξίδα αποσυντονίστηκε και του απέμεινε μονάχα το μοντέλο του «προνοιακού άνδρα», δηλαδή του προσώπου-συμβόλου, που «εκπλήσσει, επαγγέλλεται, αιχμαλωτίζει και σαγηνεύει, είναι ικανός ακόμα και να ασκεί γύρω του ένα είδος αισθησιακής γοητείας που προσδίδει σε κάθε μια από τις χειρονομίες του ή σε κάθε λόγο του μια ιδιαίτερης βαθύτητας συναισθηματική συνδήλωση». Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα δεν υπάρχει. Ο αισχρός προσωποκεντρικός εθνικολαϊκισμός, χωρίς ιδεολογικά προσωπεία, αποτελεί πλέον την ηγεμονική πολιτική δύναμη της χώρας.

Με άλλα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί, στο εξής, να λέει χωρίς να υπερβάλλει ή να ντρέπεται (πού καιρός για τέτοια): το κόμμα είμαι εγώ.