Κόνραντ Αντενάουερ

L
Ευτύχης Βαρδουλάκης

Κόνραντ Αντενάουερ

Σαν σήμερα 19 Απριλίου, το 1967, πέθανε ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο σημαντικότερος πολιτικός της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο «Γέρος» ή «Αλεπού», όπως τον αποκαλούσαν, δεν ανοικοδόμησε απλώς μια κατεστραμμένη χώρα: αναγέννησε ένα ταπεινωμένο έθνος, που για χρόνια κουβαλούσε τις ενοχές μιας καταστροφικής περιόδου. Δημοκράτης συντηρητικός πολιτικός, υπέρμαχος της φιλελεύθερης Δημοκρατίας τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου και σκληρός αντικομουνιστής, ο Αντενάουερ είχε διακριθεί και προπολεμικά στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Από το 1917 έως το 1933 διετέλεσε Δήμαρχος της Κολωνίας, την οποία μετέτρεψε σε οικονομικό κέντρο της περιοχής της Ρηνανίας. Την περίοδο της ανόδου του ναζισμού, ο Αντενάουερ ήταν από εκείνους τους λίγους Γερμανούς που δεν ξεμυαλίστηκαν από τους Ναζί και κράτησε αποστάσεις από αυτούς, αν και υποτίμησε και εκείνος τον κίνδυνο από την άνοδό τους. Η αρχική του θέση ήταν να τους εντάξουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ώστε να τους εξευμενίσουν και να τους «ελέγχουν», λάθος που έκαναν πολλοί, με σημαντικότερο όλων τον Πρόεδρο Χίντεμπουργκ. Μέχρι που απεδείχθη ότι κανένας έλεγχος του Χίτλερ δεν ήταν εφικτός…

Οι αποστάσεις από τον ναζισμό

Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία τον Ιανουάριο 1933, ο Αντενάουερ στάθηκε απέναντί τους. Τον Μάρτιο του 1933, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Χίτλερ στην Κολωνία, αρνήθηκε να αναρτήσει στην πόλη τα εμβλήματα με τη σβάστικα, επικαλούμενος την τοπική νομοθεσία, η οποία το απαγόρευε. Οι Ναζί, που δεν καταλάβαιναν από τέτοια, τον στοχοποίησαν και, λίγους μήνες μετά, με μια κατασκευασμένη κατηγορία για οικονομικές ατασθαλίες, τον καθαίρεσαν από Δήμαρχο με παρέμβαση του ιδίου του Γκέρινγκ και δήμευσαν τους τραπεζικούς του λογαριασμούς και όλη την περιουσία του. Ο Αντενάουερ κοντά στα 60 του βρέθηκε στον δρόμο, άνεργος, άστεγος και φτωχός, συντηρούμενος από κάποιους ελάχιστους φίλους του και από την εκκλησία.

Πολιτικά ήταν απολύτως περιθωριοποιημένος, καθώς δεν αποτελούσε παρά έναν «εκπρόσωπο του παρηκμασμένου παλαιού αντιδραστικού πολιτικού κόσμου». Η δημοφιλία του Χίτλερ, όπως και η λαϊκή στήριξη στο ναζιστικό καθεστώς, ήταν καθ’ όλη τη 10ετια του ’30 εκπληκτική. Μια ολόκληρη χώρα βρισκόταν σε έκσταση. 

Στο περιθώριο

Μπορεί οι ιστορικές αφηγήσεις να ρέπουν συχνά στη μυθοποίηση, δημιουργώντας υπερανθρώπους. Η συνολική πορεία του Αντενάουερ δεν δημιουργεί την ανάγκη να αποκρυφτούν γεγονότα που δείχνουν κάποια ανθρώπινη αδυναμία. Μια τέτοια στιγμή αδυναμίας ήταν στα τέλη του 1934, όταν, ζώντας σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και περιφρόνησης, ο Αντενάουερ «έσπασε» ψυχολογικά και απέστειλε στον Γκέρινγκ μία επιστολή με την οποία του ζητούσε να ρυθμιστεί το θέμα της σύνταξής του, λέγοντάς του παράλληλα ότι για τα γεγονότα στην Κολωνία κατά την επίσκεψη του Χίτλερ έφταιγε η νομοθεσία και ότι ο ίδιος ζητούσε τη συμμετοχή των Ναζί στην κυβέρνηση από το 1932 ακόμα. Ο Γκέρινγκ φυσικά δεν ανταποκρίθηκε. Κανένα έλεος επίσης δεν έδειξαν ούτε ο Χίτλερ ούτε ο Σπέερ, αν και αναγνώριζαν και θαύμαζαν το έργο και τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματά του Αντενάουερ ως Δημάρχου της Κολωνίας. Τον θεωρούσαν, ωστόσο, ακατάλληλο για οποιαδήποτε συνεργασία ή αξιοποίηση από το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, λόγω των συνολικών πολιτικών πεποιθήσεών του.

Έτσι, ο Αντενάουερ πέρασε τα χρόνια του πολέμου στο περιθώριο, χωρίς καμία ιδιαίτερη δράση —δεν ήταν δα και εύκολο να έχεις αντικυβερνητική δράση ενόσω η χώρα ήταν σε πόλεμο—, διατηρώντας απλώς ένα χαλαρό δίκτυο επαφών με πολιτικούς της προναζιστικής περιόδου. Κατά περιόδους συλλαμβανόταν, όπως συνέβη και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των στρατηγών κατά του Χίτλερ το ’44· αλλά, επειδή ποτέ δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο εις βάρος του, αφήνονταν ελεύθερος.

Η πίστη που τον θωράκισε από τον ναζισμό

Η αντιπάθεια του Αντενάουερ προς τον ναζισμό, πέρα από τις πολιτικές διαφορές, σχετιζόταν και με τη βαθιά χριστιανική πίστη του. Η ρητορική των Ναζί, οι αποκρυφιστικές τους τάσεις, ο πολιτικός δαρβινισμός της θεωρίας τους, οι ανελέητες διώξεις εναντίον των εχθρών του καθεστώτος, ήταν πράγματα απολύτως αντίθετα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις ενός συντηρητικού πολιτικού όπως εκείνος.

Το στοιχείο της πίστης ήταν το πιο καθοριστικό στη ζωή του και επηρέαζε και τις πολιτικές του αποφάσεις. Από την εποχή τα Βαϊμάρης ακόμα, αν και πιστός καθολικός ο ίδιος, είχε πρωταγωνιστήσει σε πολιτικές κινήσεις που υπερέβαιναν τις θρησκευτικές διαιρέσεις, κάτι που δεν θεωρείτο καθόλου δεδομένο την εποχή εκείνη και που τον είχε άλλωστε φέρει και σε σύγκρουση με τον Καρδινάλιο της περιοχής του.

Μετά τον πόλεμο: Επιμονή και λήθη

Μετά τη λήξη του πολέμου, διορίστηκε ξανά δήμαρχος στην ελεγχόμενη από τους Βρετανούς Κολωνία, αλλά σύντομα καθαιρέθηκε και από αυτούς ως «μη-συνεργάσιμος». Στη συνέχεια ίδρυσε μαζί με άλλους το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU), έγινε αρχηγός του, κέρδισε αλλεπάλληλες εκλογές και κυβέρνησε 14 χρόνια, από το 1949 έως το 1963, όταν και αποχώρησε σε ηλικία 87 ετών, μετά από έναν ανελέητο εσωκομματικό πόλεμο με τον υπουργό του επί των Οικονομικών, τον Λούντβιχ Έρχαρντ.

Τα χρόνια αυτά πέτυχε να ανορθώσει ξανά την οικονομικά κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα του, δημιουργώντας αυτό που ονομάστηκε «γερμανικό οικονομικό θαύμα». Σε διεθνές επίπεδο συνέβαλε στη σταδιακή ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στις δομές του δυτικού κόσμου, ενώ από τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια πρωταγωνίστησε στη θεμελίωση της μετέπειτα Ενωμένης Ευρώπης. Ο Αντενάουερ ήταν πρωθυπουργός της Γερμανίας τη χρόνια της ανέγερσης του τείχους του Βερολίνου, για το οποίο απέδωσε ευθύνες στον πρόεδρο Κένεντι, τον οποίο θεωρούσε υποχωρητικό έναντι των Ανατολικών, ακόμα και όταν στάθηκε μαζί του στην ομιλία του μπροστά στο τείχος, όταν ο JFK είπε το περίφημο: «Ich bin ein Berliner». Στο εσωτερικό της Γερμανίας, ο Αντενάουερ ακολούθησε την πολιτική της λήθης. Είπε ότι η χώρα όφειλε να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή με το παρελθόν και να κοιτάξει μπροστά. Την πολιτική αυτή ένας πολιτικός που είχε λερώσει τα χέρια του συνεργαζόμενος με τους Ναζί δεν θα μπορούσε να την υποστηρίξει, ούτε στο εσωτερικό της Γερμανίας, ούτε διεθνώς. Ο Αντενάουερ μπόρεσε. Έγινε το δημοκρατικό πολιτικό άλλοθι των συμπατριωτών του, το ζωντανό παράδειγμα του ότι «Δεν ήμασταν όλοι Ναζί». Συνέβαλε με αυτό τον τρόπο στο να λειανθούν τα πάθη του πολέμου, αλλά και οι ενοχές των Γερμανών για τη στάση τους απέναντι στον ναζισμό.

Εκ των υστέρων, ορισμένοι τον κατηγόρησαν ότι δεν ασχολήθηκε με την αποναζιστοποίηση στον βαθμό που έπρεπε. Η απάντηση του Αντενάουερ ήταν ότι το τίμημα που είχε πληρώσει η Γερμανία ήταν ήδη μεγάλο και η προτεραιότητα πλέον ήταν η χώρα να ξαναβρεί τον δρόμο της. Ήξερε επίσης ότι, όποιο ντουλάπι και αν άνοιγες στον κρατικό μηχανισμό, θα έβρισκες μέσα ένα σκελετό της μοιραίας ναζιστικής δωδεκαετίας, 1933-1945. Επέλεξε λοιπόν να επιμείνει στη στρατηγική επιλογή της λήθης και της διαχωριστικής γραμμής με το παρελθόν. Μια επιλογή που δικαιώθηκε, καθώς η Γερμανία ανέκαμψε σε ταχύτατο χρόνο και ο ίδιος κατέστη μία δύναμη σταθερότητας και ηρεμίας για τη χώρα του, αλλά και για όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Μια αποτίμηση

Ο Αντενάουερ ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά Γερμανών πολιτικών. Όλοι οι κεντροδεξιοί πολιτικοί της μεταπολεμικής Γερμανίας αυτοχαρακτηρίζονταν ως «πολιτικά παιδιά» του, ενώ ακόμα και πολιτικοί άλλων χώρων, όπως ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Κουρτ Σουμάχερ ή αργότερα ο Βίλι Μπράντ, αναγνώριζαν τη συμβολή του στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας και την επούλωση των τραυμάτων από τον ναζισμό και την πολεμική συντριβή.

Ο Κόνραντ Αντενάουερ δεν είχε το χάρισμα και την προσωπική γοητεία του Τσόρτσιλ. Δεν είχε τις αντιστασιακές περγαμηνές και τη μεγαλοπρέπεια του Ντε Γκολ. Δεν ήταν ένας γεμάτος ενέργεια στρατιωτικός θρύλος όπως ο Αϊζενχάουερ. Όμως, σε καιρό ειρήνης, κανένας εξ αυτών δεν έκανε για τη χώρα του όσα έκανε η γηραιά, θρησκευόμενη «αλεπού» που ανύψωσε τη ζωή, την οικονομία και το φρόνημα των συμπατριωτών του.