Το κουκούτσι της ζωής

C
Μαριλένα Κασιμάτη

Το κουκούτσι της ζωής

Gay Liberation Monument, του George Segal (1924-2000). Christopher Park, Grove & West 4th Str., Νέα Υόρκη, έτος χύτευσης 1979, έτος ανέγερσης 1992. Ομάδα τεσσάρων μορφών, δύο καθισμένων και δύο όρθιων, και δύο μεταλλικοί πάγκοι εποχής. Μπρούντζος βαμμένος με άσπρη λάκα. Ιδιωτική χορηγία ιδρύματος.

Μεγαλωμένος σε φάρμα πουλερικών από Εβραίους γονείς και ιδιοκτήτης εν συνεχεία ο ίδιος παρόμοιας φάρμας στη Νέα Υερσέη, τη μετέτρεψε σύντομα σε τόπο συγκέντρωσης φίλων από τον χώρο των εικαστικών της Νέας Υόρκης. (Προσοχή, στο κοτοπουλάδικο αυτό, ο φίλος του Alan Kaprow, εμπνευστής της έννοιας performance —«επιτέλεση», όπως θέλουμε να το λέμε εμείς—, καθιέρωσε τον διάσημο πια όρο για να περιγράψει όσα λάμβαναν χώρα στην εν λόγω φάρμα). Αρχικά εκδηλώθηκε ως συμπαθών προς την underdog κουλτούρα των ’60s, μαζί και τους πάπες της Pop και όσους την υπερασπίζονταν. Γρήγορα η τέχνη του υποστηρίχθηκε από κριτικούς που τον ξεχώρισαν ανάμεσα στους εικαστικούς της Pop που έπνεε πλέον τα λοίσθια, έχοντας ήδη καταντήσει ένα από τα πολλά γραφικά κλισέ της εικαστικής κριτικής που γνωρίζει άριστα να κολλά ταμπέλες. Κανένα σοκ δεν προκαλούσε πλέον η αναπαράσταση μιας κονσέρβας ντοματόσουπας Cambell ή ένα κουτί απορρυπαντικών Brillo, τα πυρομαχικά είχαν εξαντληθεί και οι (ελάχιστες) δυνατότητές τους βρίσκονταν εξουδετερωμένες στις αποθήκες, αφού, όπως ήταν φυσικό, είχαν ενσωματωθεί αλλού. Το καινούργιο σοκ ήταν τα γύψινα εκμαγεία του Segal και το ενδιαφέρον του για απεικονίσεις πραγματικών ανθρώπων της δουλειάς μέσα στην πόλη, λίγο μικρότεροι της φυσικής κλίμακας και εφοδιασμένοι πάντα με αντικείμενα εκ του φυσικού που κρατούν στα χέρια —παλτά, ομπρέλες, βαλίτσες—, όλα τους πλασμένα σαν γύψινα εκμαγεία· και κάτασπρα. Η δουλειά του δηλαδή που εξερευνά τη γλώσσα του σώματος ήταν η στέρεα βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η γοητεία της τέχνης του.

Για πρώτη φορά έπεσα ξαφνιασμένη πάνω στα γλυπτά του, όχι βέβαια σε μουσείο αλλά στον ανοιχτό χώρο του σταθμού επιβίβασης λεωφορείων της Νέας Υόρκης, στην 9η Λεωφόρο: ήταν οι Commuters, τρεις κοινοί κουρασμένοι μπρούντζινοι άνθρωποι στη σειρά, περασμένοι με κάτασπρη λάκα (τον ενδιέφερε η μίμηση του γύψινου εκμαγείου — ο νους μας τρέχει στα ορθοπεδικά, στα αντίγραφα από την αρχαιότητα, στις αποτυπώσεις των αστυνομικών ερευνών), πλασμένοι από χέρια άνθρωπου με πρόθεση να συγχέονται με τους πραγματικούς, που ανεβοκατεβαίνουν καθημερινά ασθμαίνοντας από το σπίτι των προαστίων στη μεγαλούπολη για δουλειά. Μόνο που αυτοί οι τρεις του Σταθμού περιμένουν μπροστά σε μια ανοιχτή πόρτα να επιβιβαστούν από το 1982, μπας και βρουν ποτέ τον δρόμο της επιστροφής. Ένας ξεχωριστός φόρος τιμής στους ηρωικούς επιβάτες των ΜΜΜ απανταχού της γης, χωρίς καν μια βάση, όπως βάζουν στα αγάλματα για να διακρίνονται. Όλοι και όλα μέσα στο βουητό της άφιξης και της αναχώρησης, και μπράβο στους εμπλεκόμενους φορείς που το επέτρεψαν.

Ο Segal έγινε λοιπόν τη σωστή στιγμή καλύτερος από την Pop και γρήγορα απέδειξε, μαζί με άλλους δυο-τρεις, ότι η δουλειά του δεν είχε ανάγκη από ετικέτες: παρήγε έργα υψηλής ποιότητας (και διάρκειας). Η σύγχρονη κριτική, ενώ αποδέχθηκε το αρχικό ξάφνιασμα που υφίσταται —όπως εγώ— οποιοσδήποτε έρχεται αντιμέτωπος με αληθοφανείς ανθρώπινες μορφές ανάμεσα σε αντικείμενα ενός πραγματικού περιβάλλοντος (παγκάκια, καρέκλες, πόρτες, ποδήλατα, τραπέζια), το μετρίασε με την ευρηματικότητα της οικειότητας των χαρακτήρων που ο Segal επινοεί κάθε φορά. Έτσι όπως στέκουν ολόασπροι, σημαντικοί, συνετοί, ακίνητοι, με πρόσωπα μουμιοποιημένα, αντιλαμβανόμαστε τις «εγκαταστάσεις» του σαν να συμμετέχουν σε μιαν ανεπίγνωστη «οδύνη» της μοναχικότητας της ανθρώπινης κατάστασης, χωρίς ίχνος συναισθηματικού φορτίου, κάτι που μας κάνει να γυρίσουμε να τις δούμε ξανά και ξανά: Μια «φέτα ζωής», και αυτή αποστασιοποιημένη, παραιτημένη από κάθε πρόσθεση απόδοσης μνημειακότητας, σαν αυτή που ξέρουμε από τα τόσα άχαρα γλυπτά που παιδεύουν διαρκώς τις ζωές μας.

«Η Τέχνη», έλεγε ο Giacometti, είναι αποκλειστικά μία πράξη του Οράν. «Παρόλο που κοιτάζω», ομολογούσε, «τα πάντα με ξεπερνούν, με ξαφνιάζουν, και δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπω. Παραείναι σύνθετη ενέργεια. Πρέπει να προσπαθούμε να αντιγράφουμε για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε κάποτε τι είναι αυτό που βλέπουμε, γιατί είναι σαν η πραγματικότητα να βρίσκεται κρυμμένη πίσω από μια κουρτίνα και πάντα να υπάρχει κάτι άλλο, και κάτι άλλο. Διατηρώ την ψευδαίσθηση πως κάποια στιγμή θα καταφέρω να φτάσω στο κουκούτσι της ζωής». Έλεγε κάτι ακόμη: «Ένα αντικείμενο, ένα μπουκάλι, είναι τέλειο, ένα έργο τέχνης όμως δεν μπορεί ποτέ να είναι τέλειο, γιατί αποτελεί μόνο μια συγκεκριμένη ματιά στον κόσμο — και υπάρχουν τόσες και τόσες που ισχύουν. Αν όμως σπάσει το μπουκάλι, το τέλειο αυτό αντικείμενο δεν υπάρχει πια, ενώ το έργο τέχνης, ακόμη και κατεστραμμένο, αν εμπεριέχει την ματιά στον κόσμο, θα εξακολουθεί να υπάρχει». O Segal νομίζω πως αντιγράφει με τον τρόπο που το ζητά ο Giacometti: ανοίγει την κουρτίνα και βγάζει την κρυμμένη πραγματικότητα στη φόρα. Βάζει στο παιχνίδι το τέλειο βιομηχανικό αντικείμενο (το μεταλλικό παγκάκι, το ποδήλατο, την πόρτα), το μετατρέπει σε υλικό φορτισμένο με τη δική του ματιά στον κόσμο και διατάσσει την ανθρώπινη μορφή στην αλάθητη χάρη της μοναχικότητας της «στάσης» χωρίς το παραμικρό κοινωνικό σχόλιο. Το καθολικό εκφράζεται με το επιμέρους. Οι υποβλητικές του εγκαταστάσεις στον χώρο, μόνο με τον Eduard Hopper επιτρέπουν μια σύγκριση. Όπως αυτός, ανήκει και ο Segal στους ποιητικούς ρεαλιστές της μεγάλης αυτής ηπείρου.

* Το γλυπτικό σύμπλεγμα Gay Liberation Monument αποτελείται από δύο ομοφυλόφιλα ζευγάρια, σε ανάμνηση της έναρξης του απελευθερωτικού κινήματος των ΛΟΑΤ. Είναι έργο του 1979, δέκα χρόνια μετά τις ταραχές που ξέσπασαν στην κοντινή ιδιωτική λέσχη Stonewall Inn και κατεπνίγησαν από την αστυνομία. Στο Christopher Park, του Greenwich Village, τοποθετήθηκε εντέλει το 1992 και είναι ο τόπος όπου καταλήγει κάθε χρόνο το Gay Pride Parade. Τα γλυπτά δεν έχουν βανδαλιστεί ποτέ· αντίθετα, αποτελούν αντικείμενο τρυφερής φροντίδας των υπερήφανων περιοίκων. Το άγγιγμα μάλιστα του αριστερού στήθους της καθισμένης κοπέλας, φέρνει γούρι. «It is a New York thing», όπως λένε τώρα πια οι συμπαθείς γείτονες.