Το κουστουμάκι

L
Νίκος Δασκαλάκης

Το κουστουμάκι

Μήνες τώρα, το κουστουμάκι περιμένει. Φορεμένο όπως-όπως πάνω στο ασάλευτο κορμί ενός ακέφαλου δανδή, αγναντεύει την περατζάδα της Τσακάλωφ και αναμένει εκείνον που θα το ποθήσει, θα βάλει στόχο να το αποκτήσει, θα το φορέσει σαν στολή, σαν πανοπλία, θα βγει με αυτό στα ένδοξα πεδία των μαχών και θα κερδίσει χρήματα, συμφωνίες και καρδιές, τον σεβασμό και θαυμασμό που επιδιώκει από μικρός, από φίλους και γνωστούς, συναδέλφους και προϊσταμένους, συζύγους και ερωμένες, γονείς και παιδιά.

Το κουστουμάκι είναι στόχος και έπαθλο, ανέκαθεν ήταν. Στην εποχή τής γοργά ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, ο έφηβος γιος του μικροκαλλιεργητή από την επαρχία, που έπαιρνε τα γράμματα και ήξερε ότι το λασπωμένο τους χωράφι δεν του ήταν αρκετό, φρόντιζε να μάθει απέξω μέχρι και τα εξώφυλλα των σχολικών εγχειριδίων προκειμένου να περάσει στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσει και να εργαστεί με το μυαλό και όχι με τα χέρια του, να κερδίσει το χρήμα και την αναγνώριση που του αναλογούσε κόντρα στο φτωχικό υπόβαθρό του, κόντρα στις χαμηλές προσδοκίες της μικρής κοινωνίας που συνέχιζε να παρακολουθεί την ενήλικη πλέον πορεία του. Για τον ίδιο, το κουστουμάκι ήταν η επιβράβευσή του, η ενδυματολογική κατοχύρωση της νέας, δικής του ταυτότητας.

Χρόνια τώρα, η κινητικότητα αυτή φαίνεται να βρίσκει ταβάνι, να φρακάρει σε μια πόρτα που σταδιακά στενεύει, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι προσπαθούν να διαβούν το κατώφλι της φορώντας κουστουμάκια και ταγεράκια εξοφλημένα σε πολλές άτοκες δόσεις. Η αντίδραση πολλών απέναντι σε αυτό το αδιέξοδο μετατράπηκε σιγά-σιγά σε απαξίωση, σε έναν ιδιότυπο σνομπισμό απέναντι στο κουστουμάκι, που αίφνης χαρακτηρίστηκε σαν «μικροαστικό απωθημένο», σαν σύμβολο εργασιακής καταπίεσης που συνεχίζει να συντηρεί μια ψευδαίσθηση ενός ταξικού κατά βάση status και ενός παρωχημένου lifestyle.

«Φέρνω τις ελπίδες μιας γενιάς / να μου τις σιδερώσουν / να μην έχω κι ένα κουστουμάκι / για τις πράξεις μου», τραγούδησε πριν λίγα χρόνια ο Αλέξανδρος Βούλγαρης («The Boy») στο δικό του μουσικό «Κουστουμάκι», προσπαθώντας να ξορκίσει και εκείνος, ως νέος καλλιτέχνης, το μπλοκάρισμα της αυτόματης —για πολλά χρόνια— ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Για ένα μεγάλο ποσοστό της νεανικής Δύσης, το κουστουμάκι έχει ξεθωριάσει, το στρίφωμά του ξηλώθηκε και τα μανίκια του τα έφαγε ο σκώρος. Αντιθέτως, την ίδια στιγμή, στις αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής μια νέα μεσαία τάξη ξεπετάγεται, σπουδάζει σε μεγάλα πανεπιστήμια, ταξιδεύει και καταναλώνει, απολαμβάνει μια παγκοσμιοποιημένη ζωή πρωτοφανή για τα δεδομένα των γονιών της — καμαρώνει, φορώντας το δικό της κουστουμάκι.

Εδώ, στο μεταίχμιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, το κουστουμάκι παραμένει εν γένει θελκτικό ακόμη και όταν είναι μπαλωμένο. Παρά τον φθόνο και την αντιζηλία που προκαλεί, το κουστουμάκι δεν είναι παρά μία ακόμη στολή, στολή αντίστοιχη με εκείνον που το περιφρονεί, που το φορά τσαλακωμένο.