Κρυφτό

L
Σταύρος Ασθενίδης

Κρυφτό

Με τούτα και με κείνα, έφτανε και η μεγαλοβδομάδα, σταματούσανε και τα σχολεία και ξεχυνόμασταν στη γειτονιά για παιχνίδι, μπάλα στο κενό οικόπεδο, κυνηγητό, βώλους, κρυφτό λίγο πριν πέσει ό ήλιος, τότε που το ελλείπον φως φροντίζει τις καλές κρυψώνες και προσδοκάς να έρθει να κρυφτεί κοντά σου και κείνο το γειτονάκι με την κοντή φούστα και τα πληγωμένα γόνατα που κάνει κάπως την καρδιά σου να χτυπάει πιο γρήγορα —όχι έτσι γρήγορα όπως χτυπούσε όταν έτρεχες να προλάβεις την πάσα που ξαστόχησε, αλλά με άλλο τρόπο, πιο γλυκό, μα συνάμα πονεμένο—, να κοιταχτείτε έτσι με νόημα που να βγεις εσύ και να παρασύρεις αυτόν που τα φυλάει, θυσία στο τρέξιμό της, θυσία στο «φτου ξελευτερία» της, λίγο πριν βγουν οι μανάδες στα μπαλκόνια και φωνάξουν να μαζευτούμε, να μαζευτούμε, με την πείνα από το παιχνίδι να γδέρνει τα σωθικά, να μαζευτούμε, μα στο σπίτι έχει μόνο ψωμί και φακές από το μεσημέρι, μεγαλοβδομάδα, νηστεία —«Μεθαύριο θα κοινωνήσεις, δεν μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή, τι παιδιά είστε εσείς;»—, και πέφτεις για ύπνο νηστικός, άλλη μια μέρα, κι ας είναι η χειρότερη, Μεγάλη Παρασκευή και δεν θες να σκεφτείς την αλάδωτη ταχινόσουπα που ’χει συνήθειο η γιαγιά σου για τη μέρα αυτή, το στομάχι σου ταμπούρλο, και ονειρεύεσαι πως ξημερώνει Μεγάλο Σάββατο και επιτέλους θα πας στην εκκλησία και θα κοινωνήσεις και θα λήξει το μαρτύριο, γιατί —το έχεις τσεκάρει από προχθές— το ψιλικατζίδικο στη γωνία της πλατείας έφερε και γέμισε το ψυγείο με τα παγωτά, ξυλάκια, κυπελλάκια, και κοίτα έναν τεράστιο καινούριο πύραυλο βανίλια-σοκολάτα, και εσύ έχεις υπολογίσει πως φτάνει το χαρτζιλίκι σου για δύο τέτοιους, να πάρεις και στο γειτονάκι με την καλή της φούστα σήμερα μα με τα ακόμη πληγιασμένα γόνατα, και να τρέξετε πίσω από το ιερό της εκκλησίας, όπως στο κρυφτό, μόνο που δεν θα σας ψάχνει κανείς και θα έχετε τον χρόνο της απόλαυσης δικό σας, ανάσταση πρώτη και διαρκής.

[ Εικονογράφηση: Τοιχογραφία από αρχαίο ρωμαϊκό σπίτι· ερωτιδείς που παίζουν κρυφτό ].