Κυνήγι

C
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

Κυνήγι

Certainly there is no hunting like the hunting of man and those who have hunted armed men long enough and liked it, never really care for anything else thereafter.

Ernest Hemingway, On the Blue Water, 1936.

 

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Κώστας που καθόταν μπροστά. Είχα μόλις νιώσει αυτό τον ανεπαίσθητο γδούπο που κάνει το σπάσιμο τού καύκαλου κάτω από τις ρόδες.

Ο Πέτρος, που οδηγούσε, γύρισε και τον κοίταξε ατάραχος. «Σκαντζόχοιρος».

«Και γιατί τον πάτησες;»

«Για να ρωτάς, ρε μαλάκα».

Σε όλη τη διαδρομή προς την καλύβα το συζητούσαμε ξανά και ξανά. Είχαμε αποφασίσει φέτος ν’ ανεβάσουμε τον πήχη.

Ο Στέλιος ήταν ο μόνος που ακόμα κλότσαγε στην ιδέα. «Μαλάκες, έτσι μου ’ρχεται ώρες-ώρες να σας γαμήσω που με σύρατε σ’ αυτό!»

«Στελάκο, εσύ γαμήσου! Τσουρέκια μάς τα ’χεις κάνει! Αν είναι, να σε κατεβάσω στο χωριό να γυρίσεις πίσω, που μου έγινες τώρα και ευαίσθητος», του είπε ο Πέτρος με τη συνήθη λεπτότητά του.

Ο Στέλιος βυθίστηκε στις σκέψεις του και δεν ξαναμίλησε. Φτάσαμε στην καλύβα το σούρουπο και, όπως κάθε χρόνο, αρχίσαμε τις μπίρες. Ο Κώστας, ο Σάκης, ο Στέλιος, ο Πέτρος κι εγώ. Κατά τις δύο είχαμε γίνει γκολ. Με το που την έπεσα στον μικρό καναπέ, με πήρε ο ύπνος. Άνοιξα ξανά τα μάτια μου στις εννιά και είδα τον Σάκη να φτιάχνει καφέ στο γκαζάκι. Σηκώθηκα. Έκανε ψύχρα. Ο Στέλιος και ο Κώστας έλειπαν, ο Πέτρος ροχάλιζε σαν τρακτέρ.

«Πάω έξω να κόψω ξύλα ν’ ανάψουμε φωτιά», είπα.

«Έρχομαι κι εγώ», μου είπε ο Σάκης και βγήκαμε στο μικρό ξέφωτο μπροστά στην καλύβα.

Στεκόμασταν μπροστά στο πτώμα του Κώστα. Το βέλος είχε διαπεράσει το μάτι του και είχε βγει από την πίσω πλευρά τού κρανίου. Τον κοιτάζαμε και οι δύο σαν μαλάκες. Πεσμένος στο πλάι, με το πουλί στο χέρι. «Το βέλος είναι πράσινο», είπε ο Σάκης. «Το είδα, ρε κόπανε!» του είπα. Το κάτω χείλος του Σάκη άρχισε να τρέμει. Ανεπαίσθητα στην αρχή, ανεξέλεγκτα μετά. Με κοίταξε με θολό βλέμμα. «Να... να καλέσουμε την αστυνομία! Το ’πε και το ’κανε ο μαλάκας!» «Σκάσε, ρε παπάρα! Ποια αστυνομία; Ξέχασες τι έχουμε στο πορτμπαγκάζ; Μαλάκα, ε μαλάκα!» Ο Σάκης γύρισε μηχανικά το κεφάλι του και κοίταξε τη Μερσεντές. «Όχι, ρε πούστη μου!» είπε με τη φωνή του να σπάει. Γύρισα προς το αυτοκίνητο. Το πορτμπαγκάζ έχασκε ορθάνοιχτο. Με κοίταξε με απόγνωση. «Τώρα θα το ξεμπερδέψουμε μόνοι μας. Πήγαινε να ξυπνήσεις τον Πέτρο», του είπα. Πριν προλάβει να κάνει στροφή, ένιωσα το βέλος να περνάει ξυστά από το μάγουλό μου. Βούτηξα ενστικτωδώς στο χώμα. Ο Σάκης είχε πέσει στα γόνατα. Το βέλος τον είχε βρει στην καρωτίδα, και το αίμα, αχνιστό, πεταγόταν με πίεση προς τα πάνω. Μέσα στην ησυχία τού πρωινού άκουγα μόνο τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να πάρει ανάσα. Μετά από λίγο σταμάτησε και έπεσε πίσω. Τον κοίταξα φευγαλέα. Τα μάτια του έμοιαζαν γυάλινα.

Άρχισα να σέρνομαι πίσω προς την καλύβα, πανικόβλητος. Είχα δει ότι το βέλος ήταν και πάλι πράσινο. Άνοιξα την πόρτα και σύρθηκα μέσα. Την έκλεισα και κλείδωσα. Ο Πέτρος ήταν σκυμμένος κάτω από το παράθυρο. «Το είδες;» τον ρώτησα. Μου έγνεψε καταφατικά. Έστριψε τσιγάρο, το άναψε και άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα: «Ο Κώστας βγήκε νωρίς το πρωί να κατουρήσει. Ο Στέλιος, που είχε ήδη ξυπνήσει, θυμήθηκε ξαφνικά ότι είχε αφήσει τη βαλλίστρα του στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και πήγε μαζί του να την πάρει. Τους ξέχεσα για τη φασαρία που έκαναν πρωί-πρωί, άλλαξα πλευρό και ξανακοιμήθηκα. Δεν άκουσα τίποτα άλλο. Πού ’ναι οι άλλοι;» «Ο Κώστας είναι νεκρός. Από πράσινο βέλος, ακριβώς όπως και ο Σάκης. Ο Στέλιος, άφαντος». Ο Πέτρος με κοίταξε στα μάτια με απορία και μετά του ήρθε. «Είναι δυνατόν; Τρελάθηκε τελικά το πουστράκι;» «Το σκέφτηκα κι εγώ αρχικά, αλλά δεν νομίζω ότι είναι ο Στέλιος ». «Και ποιος είναι, ρε Αγκάθα Κρίστι, με πράσινα βέλη; Μόνο η βαλλίστρα τού Στέλιου έχει πράσινα. Θα τον γαμήσω, σ’ το λέω!» Τον κοίταξα και άναψα τσιγάρο. «Το πρωί με τον Σάκη βρήκαμε το πορτμπαγκάζ ανοιχτό». Ο Πέτρος με κοίταξε με θυμό. «Πώς έγινε αυτό, ρε μουνί; Δεν το τσέκαρες το βράδυ;» «Εσύ τι λες, ρε κόπανε; Δεν έχω ιδέα πώς έγινε. Ίσως ο Στέλιος, το πρωί, την έκανε τελικά τη μαλακία του και τον άφησε ελεύθερο». «Τη γαμήσαμε! Τώρα τη γαμήσαμε στ’ αλήθεια!» είπε. Τον κοίταξα και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Τώρα θα το τελειώσουμε οι δυο μας. Γι’ αυτό δεν ήρθαμε εξάλλου; Χέσε τον Στέλιο. Σήκω!» είπε και έπιασε τη βαλλίστρα του. Η δικιά μου ήταν πίσω από την πόρτα. Ξεκλείδωσα, έτσι όπως ήμουν σκυμμένος κάτω, και άνοιξα με προσοχή. Πάγωσα. Γύρισα λίγο δεξιά προς τη μεριά του Πέτρου και άρχισα να ξερνάω. Το κεφάλι τού Στέλιου ήταν έξω από την πόρτα. Ακουμπισμένο πάνω στο κούτσουρο που κόβαμε τα ξύλα. Ο Πέτρος έσκυψε, το κοίταξε, και μετά γύρισε προς τη μεριά μου. «Σε πείραξε το στομαχάκι σου, μωρή νούλα;» Σκούπισα το στόμα μου με το πίσω μέρος της παλάμης μου και τον κοίταξα «Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι δεν είναι ο Στέλιος». «Α γεια σου! Είπες και μια σωστή κουβέντα. Άντε σήκω τώρα και άσε τις μαλακίες! Μη λέμε τα ίδια. Θα το τελειώσουμε οι δυο μας. Τώρα αρχίζει το κυνήγι». Ο Πέτρος, που στεκόταν μπροστά στην πόρτα, έκανε να βγει. Το βέλος τον βρήκε στο δεξί μπράτσο. «Μη σου γαμήσω!» είπε καθώς η βαλλίστρα του έπεφτε από το χέρι. Έκανε μεταβολή. Πριν προλάβει να μπει ξανά μέσα, του ήρθε το δεύτερο. Στο ύψος της καρδιάς. Έπεσε κάτω μ’ έναν ηχηρό γδούπο. Η ζεστή αίσθηση ανάμεσα στα πόδια μου δεν με σταμάτησε. Τον κλότσησα έξω με δύναμη κι έκλεισα ξανά την πόρτα. Είχα κατουρηθεί πάνω μου. Έψαξα το κινητό στην τσέπη μου και με τρεμάμενα χέρια τηλεφώνησα στην αστυνομία.