From Laibach to Sevdah
Οι πρώτες μου εικόνες από το Ζάγκρεμπ, είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια πριν το γνωρίσω από κοντά, ήταν από την τηλεοπτική μετάδοση της Γιουροβίζιον το 1990. Ωστόσο, στην ιστοσελίδα του κροατικού «μεγάρου μουσικής» Βάτροσλαβ Λισίνσκι, που είχε φιλοξενήσει την εκδήλωση, δεν γίνεται καμία αναφορά στο γεγονός που διαφήμισε την αίθουσα και την πόλη στις οθόνες όλης της Ευρώπης. Η μουσική είναι, καταπώς φαίνεται, μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Παρά τη μάλλον αδιάφορη αρχιτεκτονική —το κτίριο σχεδιάστηκε στη δεκαετία του ’50 αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών ολοκληρώθηκε μόλις το ’73—, το Λισίνσκι σε προδιαθέτει να το σεβαστείς. Τα πανωφόρια αφήνονται υποχρεωτικά στο βεστιάριο και ο υπερυψωμένος χώρος αναμονής θυμίζει ανάκτορο, με πανοραμική θέα, λαμπερό φωτισμό και ένα πιάνο καταμεσής.
Δεν πιστεύω ότι κυριαρχεί κάποια προσποιητή σοβαροφάνεια στις εκδηλώσεις αυτού του χώρου, αν κρίνω από τίτλους παραστάσεων όπως “From Bach to Sevdah” (ναι, τον βοσνιακό «σεβντά» εννοούν) ή από την εμφάνιση των industrial Σλοβένων Laibach που σατιρίζουν τις εκφραστικές νόρμες των ναζί. Ούτε και το κοινό πρέπει να είναι δύσκολο ή υπεροπτικό: αυτήν τουλάχιστον την εντύπωση σχημάτισα στο σόου με τραγούδια της Edith Piaf από την Anne Carrere πριν λίγες μέρες. Μπορεί απλά να είναι λίγο «μαγκωμένο», για τα δικά μας δεδομένα, στον τρόπο που εκφράζεται. Όταν τα φώτα στράφηκαν στο κοινό με προτροπή να τραγουδήσουμε, αργήσαμε να ανταποκριθούμε. Ίσως ο κόσμος να μην είναι συνηθισμένος σε προτεταμένα μικρόφωνα καλλιτεχνών που λένε, «Δικό σας».
Ίσως, πάλι, να ντρέπεται — όπως ο Τβ’ρτκο που οδηγούσε την ομάδα μας σε ένα εργοτάξιο και στη διαδρομή έβαλε να παίζει το Τσάγιε Σουκάριε, τη βαλκανική μελωδία που μάθαμε στην Ελλάδα με στίχους για μια Πόπη (και τη γιαγιά της την Καλλιόπη). Όσο το παράθυρο ήταν ανεβασμένο, δεν τον ένοιαζε να ακούει το διεθνές ακροατήριο των επιβατών του την τσιγγάνικη μουσική. Φτάνοντας όμως στην πύλη, όπου έπρεπε να κατεβάσει το τζάμι για να δείξει στον φύλακα την κάρτα του, η ένταση χαμήλωσε και το μεράκλωμα του τιμονιού διακόπηκε. Κάποιες φορές, όσοι περίεργοι θέλουν να μάθουν τι μουσική ακούς, καλύτερα να μείνουν με την απορία.
Απορία, για το τι ακούει «ο κόσμος», είχα κι εγώ για καιρό. Οι σταθμοί της πόλης, όπως και ολόκληρης της χώρας, έδειχναν να παίζουν ένα μάλλον στενό φάσμα ειδών μουσικής. Από τη μια τα διεθνή, αγγλόφωνα κυρίως, χιτ που ακούς σε όλον τον κόσμο — και, από την άλλη, συγκεκριμένα εγχώρια ακούσματα. Αρκετά συχνά, για παράδειγμα, τα παραδοσιακά τραγούδια: η κλάπα της Αδριατικής —ανδρική πολυφωνική χορωδία που θυμίζει έντονα τις καντάδες του Ιονίου— με υπόκρουση μαντολίνου και ταμπουρά, ή οι κεντροευρωπαϊκοί χοροί με τη συνοδεία ακορντεόν. Εξίσου συνηθισμένη και η εγχώρια ποπ, από τα ίδια πάνω-κάτω καλούπια που συναντάς στις περισσότερες δυτικές χώρες, ενίοτε από τραγουδοποιούς της παραλίας με ιταλικά ονόματα και κροατικά επώνυμα, όπως ο Μάσιμο Σάβιτς και ο Τζουλιάνο Τζάνιτς.
Ειδική κατηγορία αποτελούν οι «πατριώτες» καλλιτέχνες, με επιφανέστερο τον Μάρκο Πέρκοβιτς, γνωστό και ως «Τόμσον» από το ομώνυμο όπλο. Ο αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης καταφέρνει να βρίσκεται συχνά στην επικαιρότητα, πότε εξαιτίας των απαγορεύσεων των συναυλιών του «για λόγους ασφαλείας» και πότε για τους επιφανείς θαυμαστές του, που συμπεριλαμβάνουν και αρκετούς παίκτες της ποδοσφαιρικής Εθνικής. Στην ηρωική υποδοχή την επαύριο του τελικού της Μόσχας, ο Μόντριτς και η παρέα του ζήτησαν από τον Πέρκοβιτς, μετά από το τραγούδι για την όμορφη χώρα (Lijepa Li Si), να πει και το τραχύ Geni Geni Kameni — με την πονεμένη (και επ’ ουδενί σατιρική) αναφορά στο «κακό ’45» και τη διάλυση του ανεξάρτητου φιλοναζιστικού κράτους.
Παρόλο που κάθε ένα από τα παραπάνω είδη τραγουδιών έχει τους θαυμαστές του, δυσκολεύτηκα για αρκετό καιρό να εντοπίσω τι αποτελεί πραγματικό λαϊκό άκουσμα στην Κροατία. Η απάντηση δόθηκε αναπάντεχα ένα βροχερό βράδυ που περπατούσα στον κεντρικό πεζόδρομο της Τκαλτσίτσεβα. Το πιο θορυβώδες μπαρ έπαιζε τον γνώριμο σκοπό της Πιτσιρίκας. Με τον τίτλο Pridji Mi («Πλησίασέ με»), το «σκυλονησιώτικο» τραγούδι των Γιαννούλη και Βαζαίου έφτασε μέσω Σερβίας και στην υπόλοιπη πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι το μόνο — ούτε και έχουν μόνο ελληνική προέλευση τα άσματα αυτού του είδους, που στην τοπική γλώσσα το αποκαλούν turbofolk. Όπως και σε πολλά άλλα, όμως, και στα μουσικά γούστα η Ελλάδα και τα λοιπά Βαλκάνια φαίνεται να εξελίχθηκαν με παρόμοιο τρόπο, έστω και με διαφορά φάσης.
Όπως στη χώρα μας, λίγα χρόνια μετά τους πρωτοπόρους DJ —που μετά το ’87 έβαζαν εμβόλιμα λαϊκά στα κλαμπ—, περάσαμε στο μαζικό φαινόμενο των «ελληνάδικων», έτσι και στην Κροατία φαίνεται να υπάρχει μια νέα γενιά που —σε πείσμα του δυτικότροπου μουσικού καθωσπρεπισμού των γονιών της— κάνει κέφι με Σέρβους, Βόσνιους και Ρομά τραγουδιστές. Εδώ και λίγους μήνες στο Ζάγκρεμπ λειτουργεί δημοφιλής σταθμός, με κοινό-στόχο τις ηλικίες από 15 έως 29, που παίζει αποκλειστικά αυτού του είδους τα τραγούδια. Ο Extra FM πρέπει να είναι το μόνο μέσο ενημέρωσης στη χώρα που αποκαλεί τη μουσική με το παλιό και διεθνές της όνομα, muzika, και όχι με το «πούρο» κροατικό glazba. Κάτι κινείται εδώ, στ’ αλήθεια — λικνίζεται για την ακρίβεια, όπως τα σώματα τα ανεβασμένα σε καρέκλες στο σλαβομακεδονικό μουσικό εστιατόριο Σβέτι Νίκολα, χορεύοντας στο ρυθμό τού «Ράμο, Ράμο ντρούζε μόι» (τα «Λόγια κλειδωμένα» κατά Παϊτέρη) όσο ο κλαριντζής παίζει με το χαρτονόμισμα κολλημένο στο κούτελο.
«Δεν τα είχαμε αυτά στον καιρό μου», μας λέει η εβδομηντάρα της παρέας μας, που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με θαυμασμό και ένα αδιόρατο δέος, την ώρα που ο άντρας της συνοδεύει τον τραγουδιστή στο παραδοσιακό τραγούδι του Μοναστηριού με τον τίτλο «Μπίτολα». Όταν της λέμε για την Ελλάδα και το «έθιμο» να ανεβαίνει ο κόσμος στα τραπέζια (κι όχι απλά στις καρέκλες), μας κοιτάζει με έκπληξη. «Όχι, αυτό δεν το κάνουν εδώ», μας διαβεβαιώνει.
Στο Λισίνσκι ίσως όχι, αλλά στους χώρους διασκέδασης έχω την εντύπωση ότι είναι απλά ζήτημα χρόνου.