Λασπωμένοι δαίδαλοι

C
Σαπφώ Καρδιακού

Λασπωμένοι δαίδαλοι

Η ηλικιωμένη, πλέον, Αϊλίν αφηγείται τα γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή της το χειμώνα του 1964.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνου του έτους, η Αϊλίν είναι 24 ετών, συναισθηματικά άδεια πέραν του μίσους που τρέφει για κάθε άνθρωπο που συναντά, και φαντασιώνεται τρόπους εξόντωσης όλων όσων γνωρίζει. Θύμα κακής διαπαιδαγώγησης, έχει μεγαλώσει χωρίς να ενηλικιωθεί υπομένοντας τους σκληρούς και αδιάφορους γονείς της. Πλέον συντηρεί τον αλκοολικό πατέρα της. Αυτοκαταστρέφεται με διεστραμμένη αδιαφορία για την υγεία της και συναρπάζεται από ασυνήθιστα πράγματα όπως οι σωματικές λειτουργίες, οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις του σώματος, γατί δεν έχει εξοικειωθεί με το δικό της σώμα, θεωρώντας το μιαρό, ένα βάρος. Δεν έχει κοινωνικοποιηθεί ομαλά και δεν δείχνει τέτοια πρόθεση.

Όλα αυτά δεν εξιστορούνται μαρτυρικά από την Αϊλίν αλλά κυριολεκτικά, απογυμνωμένα από προσωπική χροιά ή συναίσθημα.

Παρά την προδιάθεση της Αϊλίν για εγκληματικές ενέργειες ―τις οποίες εκτονώνει με μικροκλοπές―, βλέπουμε πως το πραγματικό έγκλημα συντελείται από τη Ρεμπέκα, τη νέα διευθύντρια εκπαίδευσης στο σωφρονιστικό ίδρυμα όπου εργάζεται η ίδια. Η γοητευτική γυναίκα προσεγγίζει την άπειρη και ακοινώνητη κοπέλα λέγοντάς της αυτά που θέλει να ακούσει, κάνοντάς τη να νιώσει ξεχωριστή και αγαπητή μετά από μια ζωή αδιαφορίας και εκμετάλλευσης.

Το βιβλίο μπορεί να φανεί αργό σε μερικούς αναγνώστες. Μπορεί ίσως να απογοητεύσει στην αρχή, αφού ξεφεύγει από την πεπατημένη των «Κοριτσιών Που…» ― μυθιστορήματα που έχουν κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, η «Αϊλίν» δραπετεύει από τα αναμενόμενα με την ιδιαίτερη προσωπικότητά της και τις ανατροπές που σκαρφίζεται η Οτέσα Μόσφεγκ.

Η συγγραφέας δεν είναι άπειρη· αντιθέτως, είναι τόσο ταλαντούχα που της απονεμήθηκε το Plimpton Prize για τις ιστορίες της στο Paris Review, ενώ τα γραπτά της εμφανίζονται επίσης στο New Yorker, στο Granta και αλλού. Έχει εκδώσει και μία νουβέλα, το «McGlue». Το «Αϊλίν» έκανε αυτό που λέμε breakthrough, εκτοξεύοντας την κροατικής και ιρανικής καταγωγής Αμερικανίδα στη Βραχεία Λίστα του Man Booker Prize το 2016.

Όμως, δεν το κέρδισε. Ίσως, επειδή το βιβλίο δεν ασχολείται με ηρωικούς χαρακτήρες, δεν απασχολεί τους αναγνώστες με αμφιλεγόμενα ή πολυσυζητημένα ζητήματα, δεν προχωρά σε φιλοσοφημένες εμβαθύνσεις ή εγκάρσιες τομές στην ανθρώπινη κατάσταση. Ίσως και όχι…

Σε αυτό το διαμαντάκι, η συγγραφέας γίνεται η ηρωίδα της, και η ηρωίδα είναι η αφηγήτρια. Η αφήγηση είναι τόσο αντιπροσωπευτική της Αϊλίν, που είναι εύκολο να θεωρήσουμε τη Μόσφεγκ απούσα. Όμως, δεν είναι έτσι. Η Αϊλίν σκιαγραφείται σχεδόν χοντροκομμένα, όπως το περιβάλλον στο οποίο ζει, μέσω της φινετσάτης, «ύπουλης» πένας της Μόσφεγκ. Ζει μέσα στην ασχήμια, σωματική και ψυχική, ένα ατελές, αταίριαστο πλάσμα σε μια χρονική περίοδο που η γυναίκα υφίσταται ως αξεσουάρ, συμπλήρωμα ή μπιμπελό.

Στον έξω κόσμο μπορεί να περνά για αόρατη, αμελητέα, όμως μέσα της βράζει ένα καζάνι που απειλεί να ξεχειλίσει. Αποκλείεται να γίνει κύκνος από ασχημόπαπο, να καταφτάσει ο λευκός ιππότης για να τη σώσει, να αναγνωριστεί η όποια αξία της και να ξεφύγει από την καθημερινότητα που την κρατά κάτω, όσο η φαντασία της περιδιαβαίνει σε λασπωμένους δαιδάλους.

Μέχρι που μια ηλιαχτίδα πέφτει επάνω της. Η Αϊλίν βλέπει τη Ρεμπέκα ως την ενσάρκωση όσων θα ήθελε να είναι. Όταν η γυναίκα αυτή δείχνει προτίμηση στην παρέα της άχαρης κοπέλας, η Αϊλίν τολμά να ονειρευτεί την αρχή μιας φιλίας, μέχρι που συνειδητοποιεί πως έλκεται από ένα σκοτεινό άστρο. Από αυτό το σημείο, η Μόσφεγκ «πατάει γκάζι» με την Αϊλίν στο τιμόνι και εμάς να την εμψυχώνουμε σε κάθε τυφλή στροφή:

Αν εκείνη η Τρίτη στη δουλειά ήταν μια συνηθισμένη Τρίτη, θα την περνούσα χαζεύοντας στο γραφείο μου, με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι, σχεδιάζοντας τη φυγή μου από το X-ville για εκατοστή φορά. Αν άφηνα το Dodge στο βενζινάδικο στο Ράτλαντ ―ίσως και στην αντλία της βενζίνης― και απλώς έφευγα, το κεφάλι μου καλυμμένο με ένα μαντίλι, αν έπαιρνα απλώς το πρώτο τρένο για τη Νέα Υόρκη από τον σταθμό του Ράτλαντ, χωρίς κανέναν να με προσέξει, οι άνθρωποι του X-ville μπορεί να υποψιάζονταν πως με είχαν απαγάγει τίποτα μοντέρνοι ληστές των αυτοκινητοδρόμων και θα περίμεναν να με βρουν κάπου χωρίς κεφάλι, σε κάποιο σημείο της χώρας, πεταμένη στην άκρη του δρόμου, ή σε κάποιο φριχτό δωμάτιο ενός φτηνού μοτέλ. «Η καημένη η Αϊλίν», θα έλεγε ο πατέρας μου μυξοκλαίγοντας. Φανταζόμουν. Ονειρευόμουν. Αλλά εκείνη την Τρίτη δε σκεφτόμουν τίποτε από όλα αυτά. Αντιθέτως, σκεφτόμουν τη Ρεμπέκα, η άφιξη της οποίας στο Μούρχεντ έμοιαζε σαν θαύμα εξ ουρανού, μια θεϊκή υπόσχεση πως η κατάστασή μου θα μπορούσε να βελτιωθεί. Δεν ήμουν πλέον μόνη. Υπήρχε εδώ, εντέλει, μια φίλη που μπορούσα να θαυμάζω και να της ανοιχτώ, που μπορούσε να με καταλάβει, να καταλάβει τις δοκιμασίες μου και να με βοηθήσει να τις ξεπεράσω. Αυτή ήταν το εισιτήριό μου για μια νέα ζωή. Και ήταν τόσο έξυπνη και όμορφη. Ήταν η ενσάρκωση όλων των φαντασιώσεων που είχα για τον εαυτό μου. Ήξερα πως δεν μπορούσα να είμαι σαν εκείνη, αλλά μπορούσα να είμαι με εκείνη, κι αυτό ήταν αρκετό για να με συνεπάρει. Όταν η Ρεμπέκα έφτασε εκείνη την Τρίτη, φουριόζα και αναζωογονημένη από το παγωμένο πρωινό χιονόνερο, έβγαλε στριφογυρίζοντας το παλτό της, σαν σε αργή κίνηση ―κάπως έτσι τη θυμάμαι― και το τίναξε σαν ταυρομάχος, βαδίζοντας στον διάδρομο και πλησιάζοντας προς το μέρος μου, μαλλιά να κυματίζουν πίσω της, μάτια σαν στιλέτα, που στόχευαν τα σωθικά μου και διαπερνούσαν την καρδιά μου. Ήταν καθαρή μαγεία. Το παλτό της ήταν ένα μάλλινο βυσσινί κλος, με γούνινο γκρίζο γιακά. Ήταν το ίδιο είδος γούνας που είχα δει στο εξώφυλλο του περιοδικού. Σηκώθηκα όρθια, αμήχανη καθώς πλησίαζε, αλλά με προσδοκία, σαν να ήμουν η βοηθός της, η γραμματέας της, η υπηρέτριά της. Έγνεψε ευγενικά στις ηλικιωμένες κυρίες του γραφείου και με κοίταξε στα μάτια καθώς προχωρούσε προς τα αποδυτήρια με τα ντουλαπάκια, κι εγώ την ακολούθησα εκεί.

Παρά τη μικρή του έκταση, θεωρητικά διαβάζεται μονοκοπανιά, πρακτικά, όμως, θα θελήσετε να κάνετε διαλείμματα κατά την ανάγνωση. Αυτά που συμβαίνουν στο σύμπαν της Αϊλίν δεν χωνεύονται εύκολα. Μην εγκαταλείψετε την ανάγνωση πριν τη μέση, θα ανταμειφθείτε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Άλλωστε, δεν πρόκειται για long read αλλά για κάτι μεγαλύτερο από νουβέλα, στα μέτρα της συγγραφέως.

Πέραν της καθαυτό ανάλυσης της πλοκής και των τεκταινόμενων στο βιβλίο, η συγγραφέας θίγει υποδόρια ζητήματα κοινωνικά, που περνούν τόσο συχνά μπροστά από τα μάτια μας ώστε να τα θεωρούμε δεδομένα ή αόρατα. Σε όλη την αφήγηση, στο ξεγύμνωμα που κάνει ακούσια η ηρωίδα μπροστά μας, παρελαύνουν οι σιωπηλοί αριθμοί, τα εγκλήματα που δεν φτάνουν στα δικαστήρια, που περιορίζονται στις κλήσεις που δέχεται η αστυνομία και διευθετεί στον τόπο του συμβάντος ή που μένουν πίσω από κλειστές πόρτες. Κομμάτια του πληθυσμού αόρατα από το σύστημα.

Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές, τίθεται το ερώτημα του αυγού και της κότας: Η παραβατικότητα πηγάζει από την ανατροφή σε ανάλογο περιβάλλον ή είναι γενετήσια; Έχει όντως η Αϊλίν διαταραγμένο μυαλό ή δοκιμάζει τα όριά της; Μήπως η απεριόριστη φαντασία της δεν χαλιναγωγείται και ξεφεύγει σε άνομες οδούς; Υποφέρει από αυξημένη ευαισθησία και περιέργεια; Τι την ενθαρρύνει να αναζητά καταστάσεις που θα έκαναν την πλειοψηφία των κοινωνικοποιημένων ανθρώπων να νιώσουν άβολα; Η κλιμάκωση και το φινάλε (μπορεί να μη φανεί ευφάνταστο ή θεαματικό όπως έχουμε συνηθίσει από τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή, αλλά είναι αυτό που της αξίζει, δεδομένων των συνθηκών) προέκυψαν από τις ενέργειες της Αϊλίν, από τη Μοίρα, από κάποια Θεία Δίκη; Πόσοι από εκείνους που θα διαβάσουν το βιβλίο θα αισθανθούν κάτι, οτιδήποτε για αυτή τη γνήσια αντι-ηρωίδα, την κοπέλα που δεν πιστεύει ότι έχει σοβαρό λόγο να υπάρχει αλλά, αφού βρέθηκε εδώ, ας ζήσει;

Το βιβλίο αφήνει μια στυφή επίγευση, όχι λόγω της έλλειψης δεξιότητας της συγγραφέως, αντιθέτως, αλλά λόγω του ρεαλισμού που διαπερνά το κείμενο, του πεσιμισμού που αναδίδεται από κάθε πρόταση, της μοιρολατρίας που η Αϊλίν υπομένει τόσο όσο να γυρίσει ο τροχός λίγες μοίρες. Προσπαθώντας να φανταστούμε την ηρωίδα με σάρκα και οστά, αναρωτιόμαστε αν η εγκληματικότητα εμφανίζεται στον άνθρωπο ως προδιάθεση γενετική ή ως απόρροια ανατροφής και συναναστροφής. Ίσως να σκεφτούμε ξανά τι θεωρούμε έγκλημα και κάτω από ποιες συνθήκες είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα στραβά μάτια. Πότε και αν ο «εγκληματίας» αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία.

Η Αϊλίν είναι ένας χαρακτήρας που μένει μαζί μας μετά την τελευταία λέξη του βιβλίου. Γι’ αυτό δεν διαβάζουμε λογοτεχνία, άλλωστε;