Lego
Στο «Room», o Lenny Abrahamson διασκευάζει για το σινεμά το ομότιτλο μπεστ σέλερ της Ιρλανδής συγγραφέως Emma Donoghue. Παρά το ευαίσθητο θέμα του, το «Room» μοιάζει το είδος της ταινίας που είναι φτιαγμένη για να αρέσει: ένα καλοπαιγμένο κομμάτι σινεμά που κοιτάζει μέσα στην άβυσσο μόνο για να την αρνηθεί λυτρωτικά. Ωστόσο, παρά την ευκολία με την οποία μας διαβεβαιώνει ότι μπορεί να ανθήσει ζωή μέσα από τις στάχτες, το «Room» είναι εντέλει ένα αρκετά περίεργο φιλμ, μοιρασμένο ανάμεσα σε ένα «άσχημο» ξεκίνημα (που μοιάζει να προδιαθέτει για το γνωστό happy end) και ένα φινάλε που ταυτόχρονα υπόσχεται και αποκλείει τη λύτρωση.
Η σπουδαία Brie Larson αναδεικνύεται και εδώ (όπως συνηθέστατα) ως πολύ πιο πολύτιμη ηθοποιός από τα έργα στα οποία συμμετέχει. Παίζει τη Μα, μια νεαρή γυναίκα που έχει περάσει τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής της φυλακισμένη και κακοποιούμενη σεξουαλικά μέσα στο ομώνυμο «δωμάτιο», ένα σφραγισμένο υπόστεγο κήπου σε κάποιο προάστιο των ΗΠΑ. Εκεί, η Μα έχει μεγαλώσει μόνη της τον πεντάχρονο γιο της Τζακ (Jacob Tremblay) σε μια σχεδόν πρωτόγονη κατάσταση. Η Μα φτιάχνει το υπνοδωμάτιο, το σχολείο, το μπάνιο και τελικά έναν ολόκληρο κόσμο με υλικό τον στενό χώρο που της παρέχει ο απαγωγέας της Όλντ Νικ, με μόνα εφόδια ένα νεροχύτη, μια μπανιέρα, μια τηλεόραση καθώς και μια εμφανώς «στημένη» βιβλιοθήκη: είναι τουλάχιστον περίεργο που η αυτοσχέδια φυλακή περιέχει βιβλία όπως τον «Κόμη Μοντεκρίστο» ή την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», βιβλία φτιαγμένα για να εμπνεύσουν τους φυλακισμένους να σκεφτούν πέρα από τα κάγκελα.
Οι κλεφτές ματιές του Τζακ μέσα από τον φεγγίτη μάς λένε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Μα δεν είναι έτοιμοι για τον έξω κόσμο. Ο Abrahamson προσπαθεί να μας κάνει να δούμε τα πράγματα όπως φαίνονται μέσα στο ταραγμένο μυαλό του Τζακ, το οποίο, σε μια από τις πιο ευφυείς ψυχολογικά στιγμές ενός φιλμ με εμφανή τάση προς τη γενικολογία, ένας γιατρός διαγιγνώσκει ως «πλαστικό». Αρχικά μιμούμενος την κλειστοφοβική προοπτική του μυθιστορήματος, το οποίο παραμένει δεμένο με τον Τζακ και αντιμετωπίζει τη Μα ως αρχετυπική εικόνα μητρότητας, ο Abrahamson επιχειρεί να επενδύσει στα πράγματα που δίνουν στο «δωμάτιο» μαγικές ιδιότητες. Κι έτσι έχουμε ένα θολό μοντάζ τοτεμικών αντικειμένων, που ο Τζακ τα παρατηρεί κάθε πρωί μόλις ξυπνάει και τα ακουμπάει τρυφερά καθώς σηκώνεται, λες και προσπαθεί να τα ξυπνήσει. Το καδράρισμα του «δωματίου» μέσα από τα ορθάνοιχτα μάτια του Τζακ θα μπορούσε να ήταν μια τολμηρή στρατηγική αν τηρείτο σε ολόκληρο το φιλμ (όπως γίνεται και στο μυθιστόρημα της Donoghue), αλλά η αισθητική του Abrahamson υπαναχωρεί, δείχνοντάς μας από ένα σημείο και έπειτα το πώς βλέπει η Μα τον Τζακ και στη συνέχεια μια σταθερή ακολουθία μεσαίων πλάνων των δύο ηθοποιών, που παίζουν πραγματικά εκπληκτικά μέσα στον περιορισμένο χώρο μέχρι την αναπόφευκτη διαφυγή τους.
Αυτή η μετατόπιση στην οπτική γωνία είναι σαφώς ακαδημαϊκή, αλλά δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον σχετικά αρχάριο Abrahamson που ακολουθεί μια πιο «κλασική» διαδρομή από αυτήν της Donoghue. Δεν ξέρω αν τα εύσημα για την ερμηνεία του νεαρού Tremblay πρέπει να πάνε στον ίδιο, στην Brie Larson (που σιωπηλά τον συν-σκηνοθετεί για το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης πράξης) ή στον Abrahamson, αλλά ο Tremblay έχει μια ευαισθησία και μια αμεσότητα που διαχέεται σε ολόκληρη την ταινία. Ο Abrahamson κάνει τη σωστή επιλογή αφήνοντας την υποκριτική λάμψη των πρωταγωνιστών του να δουλέψει εις βάρος της αφηγηματικής δομής της Donoghue. Δεν πετυχαίνει το ίδιο στο να αναδείξει την ονειρική και δραματικά ειρωνική αφήγηση (voiceover) του Τζακ.
Στο μυθιστόρημα της Donoghue, οι ονειροπολήσεις του Τζακ για την παραδοξότητα του κόσμου μέσα και έξω από το «δωμάτιο» διαβάζονται ως μια συνειδητά τζοϊσιανή προσπάθεια να απεικονιστεί ένας υπό διαμόρφωση ημισυνειδητός νους που παλεύει με συνθήκες έξω και πέρα από την κατανόηση ενός ενήλικα. Μεταφερόμενοι στην ταινία αποσπασματικά από την Donoghue (έκανε η ίδια το διασκευασμένο σενάριο) και θαμμένοι από τον Abrahamson κάτω από τη νοσταλγική μουσική του πιάνου, οι ίδιοι αυτοί μονόλογοι καταντούν άχαροι. Ο Τζακ είναι ένα αγόρι που ζει σε ένα φανταστικό κόσμο, όπου, όπως τον διδάσκει η Μα, μέσω της τηλεόρασης έρχεται το φαγητό (στην πραγματικότητα το φέρνει κάθε Κυριακή ο Ολντ Νικ) και όπου ο φεγγίτης βλέπει στο διάστημα.
Είναι ένα μικρό θαύμα, λοιπόν, το γεγονός ότι η αναπόφευκτη απόδραση της Μα και του Τζακ από το «δωμάτιο» δεν βυθίζει την ταινία σε περαιτέρω κοινοτοπίες σχετικά με την παιδική ηλικία, αλλά μάλλον δίνει στον Abrahamson την ευκαιρία να σκεφτεί πραγματικά το πού θα πήγαινε το υλικό του αν το τραβούσαμε ως τις ακραίες συνέπειές του. Η απορία του Τζακ αν το νοσοκομείο όπου καταλήγουν είναι «άλλος πλανήτης» φαντάζει εκπληκτικά αληθινή. Όταν η Μα βρίσκει χώρο να ανασάνει στο πατρικό της σπίτι, αυτό την οδηγεί να κλειστεί πίσω στον εαυτό της και μακριά από τον γιο της, αφήνοντας τον Τζακ χωρίς στήριγμα στο ευρύχωρο, μεσοαστικό σπίτι που οι γονείς της Μα έχουν γεμίσει με μαλακά χαλιά, νόστιμα δημητριακά και ωραία παπούτσια. Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην εύθυμη αφήγηση του Τζακ (τώρα με θέμα τα θαύματα των διαδρόμων και των μικροβίων) και στις πραγματικές εικόνες της κοινότοπης ζωής του έξω από το «δωμάτιο»: ως επί το πλείστον κάθεται μόνος και παίζει με τα Lego. Αυτά τα πορτρέτα του Tremblay απομονωμένου ενώ βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο είναι εκπληκτικά ανεξίτηλα, ιδίως ένα πλάνο όπου τον βλέπουμε να παρακολουθεί την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη της Μα μέσα από τα κάγκελα της σκάλας, βλέποντας απορημένα την παλιά συγκρατούμενή του σε μεγαλύτερη απόσταση από ό,τι έχει συνηθίσει.
Όπως και οι περισσότερες ταινίες που ελπίζουν σε βραβεία, το «Room» στις τελικές στιγμές του προσπαθεί να επιλύσει την όποια αμφιθυμία σχετικά με την πραγματική (και όχι τη φανταστική) αξία της ελευθερίας, προκειμένου να επαναβεβαιώσει τον δεσμό μητέρας-γιου: η ανανεωμένη (και πιθανώς χαπακωμένη) Μα κάθεται με τον Τζακ για να παίξει μαζί του με τα Lego. Αλλά είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς την εικόνα του Τζακ αβοήθητου στη σκάλα, να κοιτάζει τη μέχρι τότε μόνη σύντροφο της ζωής του σαν να βρίσκονται σε διαφορετικούς πλανήτες. Αυτό το πλάνο δείχνει πολύ βαθύτερη αντίληψη σχετικά με τη μοναξιά τού να μεγαλώνεις (μέσα ή έξω από το «δωμάτιο») από ό,τι δείχνουν οι μονόλογοι του Τζακ για τα μυστήρια του σύμπαντος.