Λιόκαφτο
Μπαίνω στη θάλασσα, τρέχω και μπαίνω στη θάλασσα με λαχτάρα, όπως με λαχτάρα τρέχω και μπαίνω μέσα σου, κάθε φορά για να σβήσω τον άσβεστο πόθο μου, να σβήσω την κάψα από τον ήλιο που με ψήνει ανελέητα τόσες ώρες, που κεντάει ακτίνα-ακτίνα το κορμί σου, γυμνό, απλωμένο πάνω στην άμμο, που μεταμορφώνει το λευκό σου δέρμα σε σκούρο πεδίο μάχης, αυτό το πεδίο της προμηνυόμενης ολοκληρωτικής μου ήττας, όταν πάω να μπήξω τα δόντια μου στη σάρκα σου και εσύ τραβιέσαι —σταμάτα, μικρό μου σαρκοβόρο— και εγώ σου λέω πεινάω, πεινάω για σένα και ταυτόχρονα πεινάω για σάρκα γιατί είμαστε τόσες ώρες μόνοι μας εδώ σε αυτή την έρημη παραλία και σου είχα πει όταν ξεκινούσαμε να πάρεις και κάτι άλλο έξω από τους δυο γιαρμάδες και το νερό, αλλά δεν με άκουσες (και πότε με ακούς;), δεν θέλω να μου βαρύνεις, είπες πονηρά, και τώρα, αφού πρώτα εξαφανίστηκαν τα λειψά φρούτα, τι να φτουρήσουν τόση που ήταν η πάλη σου, τόση αμάχη στο νερό και την άμμο δεν είδε άλλη φορά αυτή η παραλία, τελείωσε το νερό και καταφεύγω στο φιλί σου που δεν ξεδιψά αλλά φλογίζει, καταφεύγω στις στάλες που κυλούν από τον λαιμό σου κι ανάμεσα στα στήθη σου και μου ξεραίνουν τη γλώσσα, και μου λες κάνε υπομονή, λίγο ακόμη, δεν έχει γείρει ακόμη ο ήλιος, θα φύγουμε σε λίγο, κι αν δεν φύγουμε, θα φάω εσένα, λιόκαφτη γοργόνα, σου λέω, σαν τις παλαμίδες που ψήνουν στον ήλιο με τις μέρες σε τούτο το νησί, τις γούνες, τις ανοιγμένες στα δύο και κρεμασμένες αρμαθιά να χάσουν τα υγρά τους, μέχρι να στεγνώσουν στον αέρα, στο αλάτι και τη ρίγανη, κι όταν είναι να τις φάνε δεν χρειάζεται και πολύς κόπος, λίγο τις περνάνε από το κάρβουνο, λίγο λάδι τις ραντίζουν, βάζουν και μια σούμα δίπλα και έτοιμες, έτοιμη είσαι και εσύ και δεν ξέρω αν και τι πρέπει να περιμένω για να κορεστεί η πείνα μου, που το μόνο που θέλω είναι η αλμυρή σου γεύση, το μόνο που θέλω είναι αυτό το κορμί που το λιανίζει το φως, το ισοπεδώνει και το ανυψώνει στο σκοτάδι του, γιατί είναι το φως το έντονο που περισσότερο κι από πόθο σε τυφλώνει.