Λογοτεχνικές αγάπες

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Λογοτεχνικές αγάπες

Καμιά φορά έχω την εντύπωση πως, τελικά, ο μόνος λόγος για τον οποίο θέλω να γνωρίζω τους συγγραφείς που αγαπάω ή/και εκτιμώ είναι για να τους ρωτήσω ποια είναι τα αγαπημένα τους βιβλία. Συχνά βέβαια ξέρω ήδη πολύ καλά ποια είναι αυτά, γιατί οι συγγραφείς που προτιμώ έχουν την τάση να αποκαλύπτουν και να καταγράφουν κάθε τόσο στα κείμενά τους ποια είναι τα αγαπημένα τους βιβλία. Εγώ όμως επιμένω να ρωτάω και να ψάχνω. Ίσως γιατί αυτός είναι ένας τρόπος για να εισχωρήσω πιο βαθιά στα δικά τους βιβλία που έχω αγαπήσει. Ή ίσως να είναι ένας ακόμη τρόπος για να συνεχίσω να βρίσκομαι στο σύμπαν τους όταν έχει τελειώσει πια το διάβασμα και το ξαναδιάβασμα όλων των βιβλίων τους. Ή, τέλος, ίσως να το κάνω απλώς για να πάρω ιδέες, για να θυμηθώ βιβλία που τα έχω ξεχάσει, για να δω με άλλο μάτι κάποια άλλα που, ενδεχομένως, δεν τα εκτίμησα όπως έπρεπε. Όπως και να ’χει, εγώ επιμένω να ρωτάω.

Πριν από λίγα χρόνια έκανα μια σειρά συνεντεύξεων με δέκα-δώδεκα συγγραφείς, κύριο θέμα των οποίων ήταν η προσωπική βιβλιοθήκη, τα βιβλία και οι αναγνωστικές συνήθειες καθενός εξ αυτών: Ποια είναι τα πιο παλιά που βιβλία που έχουν στη βιβλιοθήκη τους. Αν τους ενδιαφέρουν τα σπάνια βιβλία. Με ποιον τρόπο είναι ταξινομημένα τα βιβλία τους στα ράφια της βιβλιοθήκης τους. Αν πετάνε βιβλία που δεν τους ενδιαφέρουν κι αν υπάρχει κάποιος χώρος στο σπίτι τους χωρίς έντυπο υλικό. Αν υπήρξε ποτέ κάποια περίοδος στη ζωή τους που δεν διάβαζαν τίποτε. Πώς συμπεριφέρονται στα βιβλία που διαβάζουν. Πού προτιμούν να διαβάζουν. Και, φυσικά, η ερώτηση που ευθύς εξαρχής ήθελα να θέσω σε όλους: «Μπορείτε να επιλέξετε πέντε βιβλία από τη βιβλιοθήκη σας τα οποία είναι πολύ σημαντικά για σας, ανεξάρτητα ενδεχομένως από τη λογοτεχνική τους αξία ή από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κριτήριο;»

Μόνο ένας δεν απάντησε σε αυτή την ερώτηση.

Η Σοφία Νικολαΐδου επέλεξε το «Δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ, την «Ποιητική ανθολογία» του Λίνου Πολίτη, το «Ένα δικό σου δωμάτιο» της Βιρτζίνια Γουλφ («Αποκάλυψη, καθάρισε το βλέμμα μου. Μου έδειξε ότι μια γυναίκα μπορεί να παράγει σκέψη και πολιτισμό»). Επίσης, την «Ποιητική» του Αριστοτέλη και τη λυρική ποίηση της Σαπφώς, καθώς και ένα λεξικό, «ανέκδοτο, δουλειά μιας φίλης που διαπρέπει πλέον στο Παρίσι. Πολύτιμο συγγραφικό εργαλείο». Έξι βιβλία δηλαδή.

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης ανέφερε πρώτο, όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, το «Labyrinths», μια συλλογή πεζών και δοκιμίων του Μπόρχες μεταφρασμένων στα αγγλικά, που ήταν η πρώτη του επαφή με το έργο του Μπόρχες, το «Τζαστίν», πρώτο μέρος του «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου» του Λόρενς Ντάρελ, τα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Σεφέρη, το «Ζωή, οδηγίες χρήσεως» του Ζορζ Περέκ, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Μάρκες και το «Η βουή και το πάθος» του Φόκνερ. Έξι βιβλία επίσης.

Ο Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης με τη σειρά του τα λέει ως εξής: «Η “Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής” του Raoul Vaneigem, ο “Πεθαμένος και η Ανάσταση” του Πεντζίκη, η “Φαινομενολογία του νου” του Εγέλου, το “Φαρέτριον” του Καρούζου, και η Αγρία Τριάς ως Ένα (“Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας”, “Κάτω από το Ηφαίστειο”, “2666”των Pynchon Lowry Bolaño) είναι πολύ σημαντικά για το τι είμαι, πώς είμαι, γιατί είμαι αυτό που είμαι, και γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι». Για να προσθέσει: «Υποψιάζομαι ότι το “Infinite Jest” θα γίνει το έκτο!»

Ο Χάρης Βλαβιανός αδυνατεί να περιοριστεί στα έξι μόνο βιβλία (και ποιος αναγνώστης θα βρεθεί να τον κατηγορήσει;). Απαντά λοιπόν: «Είναι δύσκολη η απάντηση γιατί ανάλογα με τη διάθεσή μου έχω ανάγκη από διαφορετικά βιβλία. Αγαπώ πολύ αυτά που μου έχουν χαρίσει ποιητές με τους οποίους είχα την τύχη να συνδεθώ στενά (και να μεταφράσω), όπως ο John Ashbery, o Kenneth Koch, o Seamus Heaney, ο Michael Longley, o James Merrill, η Ann Carson, και στοχαστές όπως ο Edward W. Said. Σε ειδική θέση κρατάω μια σπάνια έκδοση των “Cantos” που μου έδωσε πριν από χρόνια η Mary de Rachelvitz, κόρη του Pound, και την πρώτη έκδοση των “Κουαρτέτων” του Eliot, καθώς και τις πρώτες εκδόσεις με ποιήματα του W.B. Yeats, του Wallace Stevens, του W.H. Auden, του Dylan Thomas, του Philip Larkin και του Eugenio Montale. Κοντά σε αυτά θα έβαζα πολλά βιβλία αγαπημένων Ελλήνων ποιητών (Γκάτσος, Καρούζος, Αναγνωστάκης, Βακαλό, Καραβασίλης, Χιόνης, Στεριάδης, Λάγιος — για να αναφερθώ μόνο σε αυτούς που έχουν φύγει)».

Η Σώτη Τριανταφύλλου, από την άλλη, επιλέγει μεν ακριβώς πέντε βιβλία, αλλά αναφέρει μόνο τα ονόματα των συγγραφέων τους και όχι τους τίτλους — κάποιους από αυτούς, ωστόσο, μπορούμε να τους μαντέψουμε: Μορίς Μπλανσό, Κίρκεγκορ, Τόμας Μπέρνχαρτ, Επίκτητος, Σελίν.

Ο Κώστας Μαυρουδής ξεχωρίζει τρία βιβλία, δύο συγγραφείς και έναν αιώνα. Τα βιβλία που αναφέρει, για να αρχίσουμε από αυτά, είναι αυτά ακριβώς που θα φανταζόταν ο προσεκτικός αναγνώστης του έργου του: Ο «Γατόπαρδος» του Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, «για το κλίμα ενός κοινωνικού λυκόφωτος, της στιγμής που τον 19ο αιώνα αποσύρεται από το προσκήνιο η τάξη της αριστοκρατίας και στη θέση της ανεβαίνουν οι αστοί με ό,τι αυτό συνεπάγεται». Ο «Χθεσινός κόσμος» του Στέφαν Τσβάιχ, «γιατί είναι ο κόσμος της μεσευρώπης, της μεγάλης σε αίγλη Αυστροουγγαρίας που δύει, τη διαδέχεται η δημοκρατία, η οποία στη συνέχεια παραδίδει (με τον ενθουσιώδη λαό να πανηγυρίζει) την εξουσία στον ναζισμό», και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ. Ο αιώνας που διαλέγει είναι ο γαλλικός 19ος και οι δύο συγγραφείς του, του ίδιου αιώνα, ο Φλομπέρ και ο Σταντάλ.

Τρεις άλλοι από τους συγγραφείς που απάντησαν στα ερωτήματα περί των βιβλιοθηκών τους και των αναγνωστικών τους συνηθειών έδειξαν να είναι προσκολλημένοι όχι μόνο σε συγκεκριμένα βιβλία αλλά και στα συγκεκριμένα αντίτυπα αυτών των βιβλίων που έχουν στην κατοχή τους: ο Δημήτρης Μαμαλούκας, ο Πάνος Θεοδωρίδης και ο Χρήστος Χρυσόπουλος.

Ο πρώτος από αυτούς περιγράφει ως εξής τα –έξι, φυσικά!– αγαπημένα του βιβλία: «Τον β΄ τόμο (“Ιστορίες”) του Έντγκαρ Άλαν Πόε, εκδόσεις Πλέθρον (σκληρό εξώφυλλο), διότι τα δύσκολα βράδια διαβάζω ξανά και ξανά τον “Μαύρο Γάτο” ή την “Κάθοδο στο Μάελστορμ”. Το “Πλοίο των νεκρών” του Μπ. Τρέηβεν (Βίπερ) του αγαπημένου συγγραφέα-φάντασμα που μίλησε στην καρδιά μου. “The Shining” του Stephen King στα ιταλικά (Bompiani), χαρτόδετο μικρού σχήματος, διότι με τη συγκεκριμένη έκδοση ξενύχτισα τα παλιά τα χρόνια σ’ ένα σπίτι κοντά στο νοσοκομείο και το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. “Ανοιχτά χαρτιά” του Οδυσσέα Ελύτη διότι είναι ένα βιβλίο που δεν τελειώνει ποτέ, αναπαράγεται κι εξελίσσεται μαζί σου. “Ανεμοσκορπίσματα” του Μαρκές διότι ο Γιατρός είναι ένας αξέχαστος ήρωας. “Ενοικιοστάσιο» (“The tenants”), Βίπερ, του Μπέρναρντ Μάλαμουντ διότι είναι ένας ύμνος στη διαδικασία της συγγραφής και τους εφιάλτες της ύπαρξης. Είπα έξι, συγχωρέστε με, αλλά τα τρία είναι μικρού σχήματος και ένα άλλο λεπτούλι. Χωράνε σ’ ένα σακίδιο όταν έρθει εκείνη η μέρα…»

Ο Πάνος Θεοδωρίδης είναι δυστυχώς πιο λακωνικός, κατορθώνει ωστόσο να περιοριστεί στα πέντε βιβλία που ζητούσε το ερώτημα: την «Ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου» του Ρεϊμόν Καρτιέ σε Βίπερ· τον «Αλέξανδρο» του Πλουτάρχου σε μια μεσοπολεμική έκδοση, από διανομή εφημερίδας· τον τρίτο τόμο των αρχείων της αγιορειτικής Λαύρας που περιέχει πολλά «πρακτικά» και τοπογραφικά της μεσαιωνικής κεντρικής Μακεδονίας, μια ψηφιακή έκδοση του «Οδυσσέα» του Τζόυς και μια συλλογή ποιημάτων του Φράνκ Οχάρα.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος αγαπάει περισσότερο μια έκδοση του Χέμινγουεη: «Ο γέρος και η θάλασσα», Ίκαρος, δίχως χρονολογία έκδοσης. Δραχμαί 25. Το σχέδιο στην κουβερτούρα είναι έργο του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου. Τρία βιβλία που επιδίωξε να τα αποκτήσει σε παλιές εκδόσεις: την «Ανατομία της μελαγχολίας» του Ρόμπερτ Μπέρτον, μια εξαιρετική έκδοση του 1830 που τη βρήκε στο παλαιοβιβλιοπωλείο Argosy στη Νέα Υόρκη, τον «Ροβινσώνα Κρούσο», εικονογραφημένη έκδοση του 1805, και την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», που τη βρήκε στη Στοκχόλμη σε έκδοση του 1865 με την αυθεντική εικονογράφηση του John Tenniel. Από τα παλιά του όμως βιβλία αυτό που αγαπάει περισσότερο «είναι τρεις ετήσιοι τόμοι (ξεκινώντας από το 1875) της εβδομαδιαίας εικονογραφημένης εφημερίδας “The Graphic”, αγορασμένοι “κοψοχρονιά” από παλιατζίδικο στο Μπρίστολ. Η “Graphic” ξεκίνησε να εκδίδεται στο Λονδίνο το 1869 και κοσμείται από αυθεντικές γκραβούρες, μια και η φωτογραφία δεν χρησιμοποιούνταν ακόμη σε έντυπα. Ανάμεσα στους συντάκτες της συγκαταλέγονται οι George Eliot, Thomas Hardy, Anthony Trollope και πολλοί άλλοι». Πριν ολοκληρωθεί ωστόσο η συνέντευξη, θα προσθέσει και ο Χρήστος Χρυσόπουλος ένα ακόμη, για να φτάσουμε στον μαγικό, καθώς φαίνεται, αριθμό έξι: «Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω συν ένα ακόμη: τα “Τραίνα” του Μπόχουμιλ Χράμπαλ, πρώτη έκδοση, Κάλβος, 1968. Η έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου κρύβει μια συναρπαστική ιστορία λογοκρισίας και απύθμενης βλακείας από τα χρόνια της χούντας».

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιλέγει έξι, φυσικά, βιβλία και αυτός, αλλά αισθάνεται πως αδικεί άλλα «2666» και γράφει: «Τα κείμενα που επανέρχομαι ή κοντεύω να αποστηθίσω όπως οι αντιστασιακοί βιβλιόφιλοι, κρυμμένοι στο δάσος, στο μυθιστόρημα του Ρέι Μπρένμπερι “Fahrenheit 451”, είναι: η “Καρδιά του σκότους” του Τζόζεφ Κόνραντ, η “Μεταμόρφωση” του Κάφκα, ο “Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν, ο “Επιτάφιος θρήνος” του Γιώργου Ιωάννου, ο “Αιχμάλωτος του έρωτα” του Ζαν Ζενέ, τα “Απομνημονεύματα του Αδριανού” της Μαργερίτ Γιουρσενάρ».

Τελευταίον άφησα τον Γιώργο Βέη γιατί η δική του απάντηση ήρθε, στη διάρκεια της συνέντευξης, σε τρεις δόσεις. Πρώτα ανέφερε τα βιβλία στα οποία αισθάνεται ότι ανήκει ψυχή τε και σώματι. Είναι τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, οι «Ωδές» του Κάλβου, τα «Ποιήματα» του Wallace Stevens και «Οι Έλληνες και το παράλογο» του Ε. R. Dodds, «έργο του 1951. Συνιστά προϊόν μιας σειράς διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο του Berkeley ενός ρηξικέλευθου ερμηνευτή και σπάνια ολοκληρωμένου φιλολόγου. Το διαβάζω πολύ προσεκτικά κάθε δύο-τρία χρόνια. Πρώτη ανάγνωση, ευτυχώς, στα δεκαοκτώ. Μου έδειξε από την αρχή ένα δρόμο γοητευτικής σκέψης, που δεν θέλει να σε προδώσει. Κάθε φορά βγαίνω από μέσα του ηθικά και γνωσιολογικά πλουσιότερος. Εξηγεί, μεταξύ άλλων, γιατί, όπως διατείνεται ο A. N. Whitehead, “τα σημαντικότερα βήματα στον πολιτισμό είναι διαδικασίες που σχεδόν συντρίβουν τις κοινωνίες μέσα στις οποίες συμβαίνουν”. Βιβλίο κανόνας και πυξίδα μαζί. Είμαστε όλοι εμείς εντός του. Σε διαχρονική μάλιστα βάση». Ακολουθούν ορισμένα βιβλία που, στους κατά περιόδους τόπους διαμονής του, τα έχει πάντα μαζί του ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Βέης. Είναι ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ, ο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, ο «Οδυσσέας» του Τζόις και το «Ιερό» του Φόκνερ. «Απλούστατα», προσθέτει, «δεν μπορώ να βρίσκομαι κάπου χωρίς Δασκάλους». Και, τέλος, τα πέντε (συν δύο) αγαπημένα βιβλία: ο «Τίμαιος» του Πλάτωνα, τα «Ανάλεκτα» του Κομφούκιου σε μετάφραση από το πρωτότυπο του Σωτήρη Χαλικιά, «Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση» του Αρθούρου Σοπενχάουερ στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση, ο «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες και το «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι. Και πάντα μαζί τα δύο τελευταία ποιητικά έργα του Οδυσσέα Ελύτη με ιδιόχειρες αφιερώσεις από τον ποιητή.

Στους μήνες που διήρκησαν αυτές οι συνεντεύξεις, αλλά και μέσα στα επόμενα χρόνια, διάβασα ή ξαναδιάβασα τουλάχιστον δέκα από αυτά τα βιβλία, και πιθανότατα θα διαβάσω και άλλα. Πιο πρόσφατο, που το διαβάζω αυτές ακριβώς τις μέρες, το «Ημερολόγιο ενός διαφθορέα» του Κίρκεγκορ — είναι το βιβλίο που εννοεί η Σώτη Τριανταφύλλου.

Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να κλείσω καταγράφοντας, ακόμη μια φορά, πέντε από τα δικά μου αγαπημένα βιβλία. Είναι οι «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ», η «Αναφορά στον Γκρέκο», η «Ιλιάδα», ο «Δον Κιχώτης», «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι» και —ουπς!— τα ποιήματα του Ελύτη.