Love in the blink of an eye
Παλιά, τις εποχές με τις παχιές αγελάδες, έμπαινα στο βιβλιοπωλείο και σάρωνα τους πάγκους. Ενδεχομένως αγόραζα πολλή σαβούρα, αλλά είχα και τη χαρά να ανακαλύπτω συγγραφείς που δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν. Μια ματιά στο οπισθόφυλλο έριχνα, κι αν έβρισκα έστω και ελάχιστο ίχνος ενδιαφέροντος, απλώς το αγόραζα. Τα χρόνια της κρίσης χτύπησαν μαζί με την ωριμότητα: πρώτον, τα λεφτά ήταν πολύ λιγότερα και, δεύτερον, συνειδητοποίησα ότι δεν έχω χρόνο να σπαταλάω σε ανοησίες. Τέλος, δε, επειδή ως ψυχαναγκαστικό άτομο δεν μπορώ να αφήσω βιβλίο στη μέση όσο και αν μη μου αρέσει, έγινα εκλεκτικός στον υπερθετικό βαθμό. Τα πάντα περνούν πλέον από κόσκινο. Ο συγγραφέας, ο μύθος, ο εκδοτικός οίκος, ο μεταφραστής, αν υπάρχει επιμέλεια και ποιος την έχει κάνει , η ποιότητα του χαρτιού και του δεσίματος και οπωσδήποτε μια διαγώνια ματιά στη γραφή, αν ο συγγραφέας μού είναι άγνωστος. Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα κριτηρίων, το εξώφυλλο δεν παίζει κανένα ρόλο. Αν μου αρέσει, χαίρομαι· αλλά ένα αδιάφορο ή κακό εξώφυλλο δεν με αποτρέπει από την αγορά, εφόσον όλα τα υπόλοιπα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μου.
Για όλα όμως υπάρχουν εξαιρέσεις. Πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια του βιβλιοπωλείου και έχοντας ήδη αγοράσει τα βιβλία του μήνα, βλέπω με την άκρη του ματιού μου ένα βιβλίο — και ερωτεύτηκα το εξώφυλλό του. Δεν μπόρεσα να διακρίνω ακριβώς τη σύνθεση, αλλά περιγράφοντάς το σε μια παρέα εραστών της ανάγνωσης πληροφορήθηκα ότι ήταν το καινούριο βιβλίο του Θοδωρή Ρακόπουλου. Πήγα να το αγοράσω, αλλά το τελευταίο αντίτυπο είχε πουληθεί! Το παρήγγειλα και σε τρεις μέρες το είχα στα χέρια μου. Ένα τοσοδούλικο φτενό βιβλιαράκι με είκοσι διηγήματα.
Άρχισα να το διαβάζω, και ήδη στο πρώτο διήγημα («Νεκροκεφαλή») έφαγα ένα χαστούκι στο τέλος, απρόσμενο. Ακολούθησαν και άλλα χτυπήματα μέχρι το τέλος του βιβλίου. Όταν διάβασα και την εκατοστή εικοστή πρώτη σελίδα του, κοίταξα το δωμάτιο γύρω μου… και τα τόσο γνώριμα αντικείμενα είχαν αποκτήσει μια δικιά τους ζωή. Ήταν ίδια, αλλά δεν ήταν — η νυχτερίδα είχε μπει στην τσέπη μου.
Ο κόσμος του βιβλίου είναι ο κόσμος που ξέρουμε, οι πρωταγωνιστές των ιστοριών —οι περισσότεροι ανώνυμοι— είναι κοινοί άνθρωποι και αφηγούνται ιστορίες που είτε συμβαίνουν τώρα είτε μόλις έχουν τελειώσει. Αλλά το παράλογο, η αβεβαιότητα, η παραμόρφωση τρυπώνουν μέσα στο γνώριμο σύμπαν σου και σε αλαφιάζουν. Σου αφήνουν την αίσθηση ότι υπάρχει μια παράλληλη πραγματικότητα, γκροτέσκα, μια στάλα θαμπή αλλά απίστευτα σαγηνευτική, που σε καλεί κοντά της όσο και αν σε τρομάζει. Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο: μέσα σε μια στιγμιαία αναλαμπή θα δεις κάπου να ξεπροβάλλουν ο Πόε ή ο Μπιρς, ίσως να προλάβεις να δεις τον Μπόρχες να σου κλείνει το μάτι πίσω από μια οξεία γωνία… (Εξαίρεση από τον κανόνα αποτελούν τα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής: αυτά έχουν ένα είδος μαύρου χιούμορ τρομακτικό στην κατανόησή του). Όσο το διάβαζα, έπιανα τον εαυτό μου να παρατηρεί πράγματα που έως τότε με άφηναν αδιάφορο. Το πάλλευκο πρόσωπο μιας γυναίκας που περιμένει το λεωφορείο το βράδυ, ένα αδέσποτο σκυλί που με συνόδευσε σε όλη τη βόλτα μου στην Πανεπιστημίου, ένα σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: όλα τους απέκτησαν ζωή και διεκδικούσαν την προσοχή μου.
Πρόκειται για ένα βιβλίο όχι μόνο πολλών αλλά πολλαπλών αναγνώσεων. Όταν το τελείωσα, επέστρεψα στην πρώτη σελίδα και άρχισα να το διαβάζω ξανά από την αρχή. Κάθε διήγημα, έχοντας τη δική του φωνή, σε καλεί κοντά του για να σου αποκαλύψει τον μυστικό του κόσμο: το «Είχε τα μάτια της γάτας», όπου μπλέκονται σε έναν παράδοξο εναγκαλισμό ο τάφος του Σκαρίμπα με το κυνήγι της φάσσας και μια ρουτινιάρικη ερωτική συνεύρεση, το αποπνικτικό «Το τάγμα των σεραφείμ και των χερουβείμ προστατεύει το σπίτι», όπου ο καπνός του τσιγάρου που καπνίζει ο αφηγητής, κρυφακούγοντας ανθρώπους να μαγειρεύουν ή να κάνουν έρωτα —μέσα από τοίχους λεπτούς σαν τσιγαρόχαρτα—, θα κατακλείσει τον ουρανό της πόλης, το υπερρεαλιστικό «Οι λύκοι μιλούσαν τη γλώσσα της», όπου στην αυγουστιάτικη άδεια Αθήνα μια αγέλη λύκων πλημμυρίζει το διαμέρισμα της χυμώδους ηρωίδας, το γλυκόπικρο «Με το κεφάλι στο σεντόνι» ή το σατιρικό «Το ήσυχο πουλί καζουάριος». Όλα τους, πυκνά, στο μεταίχμιο αλήθειας και επινόησης, θα σε οδηγήσουν σε ατραπούς που μάλλον δεν είχες περπατήσει ποτέ.
Η γλώσσα του συγγραφέα είναι αναπάντεχη, ποιητική, με μια ρετρό γλαφυρότητα, υπέροχες λεπτομερείς περιγραφές και έναν εσωτερικό υπαινιγμό. Η ηλικία του είναι δυσανάλογη με τη γραφή του, που κρατά ένα ρυθμό σαν να διαβάζεις ελεγεία. Με τον Θοδωρή Ρακόπουλο μόλις γνωρίστηκα, και σκοπεύω να διαβάσω ό,τι έχει γράψει μέχρι στιγμής.
Ιδιαίτερα συγχαρητήρια στον Μιλτιάδη Πεταλά για το ωραιότερο εξώφυλλο που είδα φέτος.