Λουκία Δέρβη, «Αλλού, στο Πουθενά»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Λουκία Δέρβη, «Αλλού, στο Πουθενά»

Η Λουκία Δέρβη εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2015 το τρίτο της βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων —δώδεκα στον αριθμό— με τον πολύσημο τίτλο «Αλλού, στο Πουθενά». Σήμερα, με το άλυτο πρόβλημα του μεταναστευτικού αμετακίνητα παρόν και τα ζόρια της κατάστασης ομηρίας μας και προσφυγιάς στην ίδια μας τη χώρα να γιγαντώνονται, η συλλογή μοιάζει επίκαιρη, το λιγότερο, δίχως να χάνει τίποτε από την πλατιά, ανθρωπιστική της ματιά. Είχαν προηγηθεί τα διηγήματα «Κακός χαρακτήρας» το 2004, η νουβέλα «Ομπρέλες στον Ουρανό» το 2009 και το μυθιστόρημα «Group Therapy» το 2013, όλα από τον εκδοτικό οίκο Μελάνι.

Η Δέρβη, εκτιμώ, είναι μια ευρηματική, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, μεθοδική και συγκροτημένη διηγηματογράφος. Έχει έναν, διακριτό από τον αναγνώστη, ήρεμο και ισχυρό συνθετικό τρόπο να παντρεύει την εκφραστική δύναμη της πένας της —διαμορφώνοντας στην πράξη προσωπικό στυλ— με το ικανό να προκαλέσει πολλά συναισθήματα θέμα της, ενταγμένο χωρίς ακκισμούς σ’ ένα σφιχτοδεμένο νοηματικό σύνολο, το υλικό του οποίου, σ’ αυτή τουλάχιστον τη συλλογή, αντλείται από παλιότερες αλλά όχι ξεχασμένες εποχές και μετά από τραγικές εμπειρίες απανωτών πολέμων και ατελείωτων πολιτικοκοινωνικών κρίσεων, κοινές για όλη την Ελλάδα, που έχουν αφήσει ώς τις τωρινές γενιές ανεξίτηλα, βαθιά σημάδια.

Το ιστορικό πλαίσιο δίνεται από τη συγγραφέα συχνά από μια και μόνη φράση ή παράγραφο, υπεραρκετή για να βάλει άπαξ στο κλίμα της πρωτοπρόσωπης ή τριτοπρόσωπης, της πάντα λεπτομερούς μα κατά θαυμάσιο τρόπο αφτιασίδωτης αφήγησής της, τον αναγνώστη. Αυτό είναι αξιοπρόσεκτη τεχνική αρετή και τη σημειώνω. Για να την κατανοήσουμε καλύτερα, ας σταθούμε εστιάζοντας σε μερικά χαρακτηριστικά σημεία σε δυο εξ αυτών. Λέει, για παράδειγμα, στην αρχή του διηγήματος «Όλους τους όρκους»:

Το αγαπημένο παιχνίδι της μόλις τέλειωσε ο πόλεμος ήταν να παίζει τη δασκάλα.

Και λίγο μετά, αφού μας συστήσει διακριτικά και με μπόλικο πλην λεπτεπίλεπτο χιούμορ τον παππού της ηρωίδας της, της Αλίκης, πιάνει την ίδια πάντα άκρη νήματος με την οποία υφαίνει την ιστορία τής Αλίκης της και, στο ίδιο πνεύμα επινόησης ή παράθεσης αληθινών αναμνήσεων από ακούσματα ή εμπειρίες που δεν είναι απαραίτητα όλες δικές της, συνεχίζει να αφηγείται χαμηλότονα και ευφάνταστα, να δένει με ανατροπές και ωραίους εγκιβωτισμούς τα στοιχεία για την ηρωίδα, να χτίζει δηλαδή τον χαρακτήρα της Αλίκης μέσα στο διήγημα, δίνοντας ηλικία, οικογενειακό και γεωγραφικό —να πω και ηθογραφικό;— στίγμα, χωρίς να υπονομεύει την κεντρική ιδέα, και ακόμα-ακόμα με μια χαρακτηριστική φράση της σε μια σκηνή να προαναγγέλλει (διακριτικά και βέβαια απευθυνόμενη κυρίως στον παρατηρητικό αναγνώστη, αυτόν που έχει ασκηθεί να βλέπει πίσω από τις λέξεις και αρέσκεται να ρουφάει σαν σφουγγάρι τα πληροφοριακά στοιχεία που του δίνονται) μια νέα, διάδοχη σκηνή και κατάσταση στην εξέλιξη της αφήγησης, που δεν θα αλλάξει σε έκταση, θα παραμείνει μικρή:

Εκείνη τη χρονιά, στα δεκαοκτώ της, οι γονείς της Αλίκης αποφάσισαν να τη στείλουν σ’ έναν ξάδελφό τους στη Μασσαλία. Ήταν η πρωτότοκη, θα άνοιγε τον δρόμο και για τις αδελφές της· ίσως και για τους ίδιους. Η Αλίκη δεν ήθελε επ’ ουδενί να πάει στην Αθήνα να πάρει τη βίζα — πόσο μάλλον να πάει στη Μασσαλία. Έπρεπε μάλιστα πρώτα να φτάσει στη Θεσσαλονίκη κι από κει να πάρει το πλοίο για την πρωτεύουσα, γιατί τα τρένα τα είχαν ανατινάξει όλα οι Γερμανοί πριν φύγουν. Όσο για τη Μασσαλία, είχε ακούσει η Αλίκη ότι οι Γάλλοι είναι σνομπ και άπλυτοι. Δεν ήθελε να πάει.

Η συγγραφέας κρατά ιδανικές συναισθηματικές αποστάσεις απ’ ό, τι αφηγείται. Εμπλέκεται με σύνεση στα δρώμενα, αλλά δεν κάνει διδακτισμό· αφηγείται, μα δεν νουθετεί. Η λύπη, ο θυμός, η πικρία, η χαρά, η ανεμελιά, οι ενοχές, η οργή και ό,τι άλλο καλό ή κακό νιώθουν οι ήρωες ή κι εκείνη αποτυπώνονται ήρεμα και σοφά σε κάθε διήγημα.

Ακόμα κι αν πρόκειται για ιστορίες πολέμου, θανάτου, απώλειας, όπως είναι αυτή στο πρώτο διήγημα της συλλογής, το έξοχο «Πώς Χάθηκε η Πανσέληνος», και τις διηγείται σαν άντρας που έχει υπηρετήσει στην Κύπρο και το ’63 και το ’74 και σκότωσε άνθρωπο, δεν ξεχνά τη σοβαρότητα στην προσέγγιση, αυτήν που η Ιστορία επιβάλλει ενίοτε και στη λογοτεχνία, όμως η ζοφερότητα μειώνεται, λειαίνεται, χάρη στο δίπολο σύστημα γραφής που η Δέρβη αρχικά ψηλαφεί, γρήγορα επιλέγει και στη συνέχεια υπηρετεί και στηρίζει με αξιοπρόσεκτη συνέπεια: όμορφη, θυμόσοφη γλώσσα και ρεαλιστικό, ψυχογραφικό θέμα:

Ήταν δεν ήταν δεκατεσσάρων χρονών η Ανδρούλα όταν τη γνώρισα, κοριτσάκι απίκραντο. […] Τους Τούρκους δεν τους φοβόμουνα. Τους είχα πολεμήσει το ’63 κι από τότε το Τάγμα μου το φώναζαν «τα λιοντάρια της Κύπρου». Είχαμε όλοι μας σκοτώσει άνθρωπο· δεν είναι πράμα να το καυχιέσαι, μα η ανάγκη σε κράζει στον πόλεμο, σκοτώνεις για να σώσεις και να σωθείς. […] Δεν υπολόγιζα τη μοίρα του ανθρώπου. Αυτή που σε ακολουθεί από την κούνια μέχρι τη μέρα που θα σφαλίσουν τα μάτια σου χωρίς να σε ρωτήσει τι θέλεις και πού θες να πας. Αυτή που, άμα σου χτυπήσει μία φορά την πόρτα, ξέρεις να την ξεχωρίζεις. Δεν υπολόγιζα τη μοίρα μέχρι τις 14 Ιουλίου του 1974.

Τη Δέρβη την ενδιαφέρει —έτσι νιώθω, αυτό καταλαβαίνω— πάρα πολύ το βαθύτερο περιεχόμενο, αυτή καθαυτή η ιστορία, και αμέσως μετά τα υποκείμενά της, οι ήρωες, οι χαρακτήρες τους. Η δόμηση των χαρακτήρων δεν γίνεται εις βάρος της συμμετρίας, της λιτότητας και της ωραίας αισθητικής της διατύπωσης, όμως η φροντίδα για το όσο το δυνατόν πιο σφαιρικό πλάσιμο των ηρώων ώστε να έχει να πει σημαντικά πράγματα μέσα κι απ’ αυτούς είναι το πρώτιστο, και ορθώς, μέλημά της. Διήγημα που υμνεί τη γλώσσα, πειραματίζεται και ρισκάρει —με την αβάντα της μικρής του έκτασης— με τεχνικές που μπορεί να έχουν πράγματι γοητεία, μα δεν έχει καθαρά σχηματισμένα εντός του τα πρόσωπα, ώστε να το σηκώσουν πάνω τους χωρίς τραντάγματα και να το κρατήσουν όρθιο σαν αυτοτελή ιστορία ώς το τέλος της, δεν νοείται σαν τέτοιο. Έχει αποδειχτεί πώς δεν αντέχει στον χρόνο. Το ξεχνά ο αναγνώστης γρήγορα. Τα αφαιρετικά κείμενα, τα ποιήματα με φορεσιά πεζού, οι λογής δοκιμιακές υπαρξιακές απόπειρες τύπου, «Τι μοιάζει πιο εύκολο, α, το διήγημα, ας βαφτίσω λοιπόν ένα κείμενό μου διήγημα» δεν είναι διηγήματα και κακώς τα λέμε έτσι, τσαλαπατώντας χωρίς λόγο —ενώ υπάρχει πληθώρα ωραιότατων ετικετών που μπορούμε να χρησιμοποιούμε για τις ταξινομήσεις μας— τον γενικώς αποδεκτό βασικό τους κανόνα: σύντομη αφήγηση γεγονότων/ιστοριών επινοημένων ή πραγματικών ή και τα δυο με αρχή όμως, αρχή, μέση και τέλος.

Νομίζω ότι τη μερίδα του λέοντος από την προσοχή (και στην τεχνική και στο θέμα ) και πιθανότατα τη συγκίνηση ή και αγάπη του αναγνώστη για τους ήρωες και τα παθήματά τους τη διεκδικεί το διήγημα με τίτλο «Ταξίδι στο Τζιμπουτί». Είναι, ίσως, το καλύτερο της συλλογής, μια γλυκόπικρη και πυκνή ιστορία προσώπων που ξετυλίγεται σε διευρυμένο οικογενειακό περίγυρο και την οποία μπορείς να την πεις, έστω και καταχρηστικά, ακόμα και… σάγκα. Η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπα, και η ενδοδιηγητική/ετεροδιηγητική αφηγήτρια Δέρβη εμφανίζεται κι εκείνη τρεις φορές. Στην πρώτη φράση, δίνει τις χρονικές και τοπικές συντεταγμένες που θέλει και αποσύρεται αθόρυβα από την σκηνή:

Η νονά μου ήταν πλατωνική· διάβαζε Πλάτωνα από δεκαέξι χρονών, ενώ είχε απορρίψει όλους τους άλλους αρχαίους. Μεγάλωσε στο Καρλόβασι της Σάμου μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία —η μαμά της ήταν πολύ διαβαστερή—, με δυο μικρότερες αδελφές και έναν αδελφό μεγαλύτερο κατά ένα χρόνο, τον Γιωργάκη. Γεννήθηκε το 1890, λίγες μέρες μετά την Πρωτοχρονιά.

Ανάμεσα σε αρχή και τέλος, θα μας αιφνιδιάσει με μια ενδιαφέρουσα περασιά:

Το ’25 κατάφερε να μαζέψει τα χρήματα για τα ναύλα της. Αλλά ο δάσκαλος έπεσε και χτύπησε — ράγισε τον γοφό του. […] Με τον κουτσό δάσκαλο και τα μικρά παιδιά, το τελευταίο πράγμα που σκεφτόταν η Ντόνι ήταν να πάει στο Τζιμπουτί. Ακριβώς εννιά χρόνια μετά γεννήθηκα εγώ, από γονείς Μικρασιάτες που είχαν έρθει πρόσφυγες στη Σάμο το ’22 μαζί με άλλους πολλούς που το νησί δεν καλοδέχτηκε· επειδή όμως η Ντόνι ήξερε από ξενιτιά —την είχε ζήσει στο σπίτι της—, είχε πάντα έναν καλό λόγο να πει στους γονείς μου και το σπίτι της ήταν πάντα ανοιχτό.

Όταν πια έχει ανεβάσει έναν-έναν τους ήρωές της στο χάρτινο σανίδι που είχε εξαρχής και με τόση προσοχή στη λεπτομέρεια στήσει, και αφού έχουν περάσει όλοι μπροστά από το αθέατο κοινό τους (τους αναγνώστες που διαβάζουν καθένας με τον δικό του τρόπο και στον δικό του τόπο και χρόνο), κάνει το κατέβασμα της αυλαίας κρατώντας και πάλι για κείνην την τελευταία φράση, από μόλις 25 λέξεις αποτελούμενη, ιδανική ως λύση τής απέριττης και φαινομενικά δίχως εξάρσεις μα και ακριβώς γι’ αυτό τόσο πειστικής αφήγησής της:

Η Ντόνι έγινε μαγείρισσα σε μια ταβερνούλα. Κάθε μέρα μαγείρευε γίδα βραστή, αυτή ήταν η σπεσιαλιτέ της. Και ονειρευόταν την αδελφή της στο Τζιμπουτί. Το ’50 η Ντόνι έλαβε μια καρτ-ποστάλ από τον άντρα της αδελφής της· η Ευδοκία είχε αρρωστήσει βαριά και είχε πεθάνει. Εκείνος θα έπαιρνε τα παιδιά και θα ερχόταν στην Ελλάδα. Σε ηλικία εξήντα χρονών, η νονά μου, μητέρα δύο αγοριών και χήρα του Νικόλαου Παπαγιάννη, το πήρε απόφαση ότι δεν θα έβλεπε ποτέ το Τζιμπουτί.

Το μικρό, εύσχημο βιβλίο με την πολύσημη φωτογραφία στο εξώφυλλο (είναι της συγγραφέως) έχει οπισθόφυλλο με κείμενο από τα καλύτερα που έχω διαβάσει εδώ και καιρό —μπράβο σε όποιον το έγραψε—, γιατί ανταποκρίνεται απόλυτα στο πνεύμα και το περιεχόμενο της συλλογής. Πράγματι, η Λουκία Δέρβη πλέει στη θάλασσα της σύγχρονης Ιστορίας, με συνεπιβάτες τους άσημους ήρωές της, τις μικρές και μείζονες ζωές τους. (Και μας τους αναγνώστες, θα δηλώσω, γιατί η ταύτισή μας ή η απλή αναγνώριση στοιχείων, ως δικών μας, από τα πολλά και ενδιαφέροντα, που δίνουν το υλικό για τη δόμηση των προσωπικοτήτων τους είναι αναπόφευκτη και προκύπτει συνεχώς).

Παρούσα πάντοτε η ανάγκη για την απόδραση, το ταξίδι, τη φυγή — κοινό παρονομαστή στον πρόσφυγα και τον μετανάστη. Από τη Λάπηθο, τη Φιλιππούπολη και την πλατεία Αμερικής, μέχρι τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, τη Νυρεμβέργη, το Τζιμπουτί και τη Μασσαλία, την Κυψέλη και τον Πόντο, οι ήρωες των διηγημάτων παλεύουν εκόντες-άκοντες με τα κύματα της εποχής τους. Τα ταραγμένα, θα τονίσω, κύματα που προκαλούνται σαν τσουνάμι από σεισμούς συγκλονιστικών γεγονότων, όχι οπωσδήποτε κακών, που αλλάζουν τα κυρίαρχα δεδομένα και φτάνουν ώς το σήμερα, επηρεάζοντάς το σε μέγιστο βαθμό. Αυτοί οι υπέροχοι ήρωες —εν δυνάμει όλοι οι καθημερινοί απλοί άνθρωποι όπου γης: εμείς— αγαπούν, απελπίζονται, αγωνίζονται, απογοητεύονται κι ελπίζουν, όσο τους επιτρέπεται.  Η Δέρβη δεν σκαλίζει αυτό το όσο τους επιτρέπεται που απασχολεί φανερά τον συντάκτη του οπισθόφυλλου, δεν αναζητά τις αιτίες, έστω κι αν είναι εξίσου μεγάλες και καθοριστικές όσο τα αποτελέσματα που επιφέρουν. Ο αναγνώστης έχει συνεχώς το ελεύθερο να σκεφτεί, αν θέλει, και να βρει τις αιτίες. Μπορεί απλώς να απολαύσει τις όμορφες ιστορίες και να συγκινηθεί χωρίς να τις ψάξει, μπορεί και να αδιαφορήσει, να του φανούν λίγες. Κανένα πρόβλημα. Τα μεγάλα και μικρά ιστορικά γεγονότα από τη στιγμή που ονοματίζονται σε ένα βιβλίο —ο Μεγάλος Πόλεμος, γράφει στην σελίδα 27 στο «Ταξίδι στο Τζιμπουτί» και βεβαίως εννοεί τον Α΄ Παγκόσμιο- είναι οι πιο καλοί λόγοι αναζήτησης αιτιών, σκέψης και προβληματισμού. Από κει και πέρα, η συγγραφέας προσεγγίζει τις ιστορίες διακριτικά, με την απαλότητα της συμπόνιας και τη ματιά του ουμανιστή καλλιτέχνη που δεν είναι δυνατόν να μένει ασυγκίνητος στα αμέτρητα σύγχρονα δράματα που συμβαίνουν δίπλα του, στο Αιγαίο τώρα και στα σύνορα της χώρας του, σε στιγμή που και ο ίδιος υποφέρει από τις πολιτικές των κυβερνήσεων που, ναι, σύμφωνοι, αυτός εκλέγει, μα το πώς, το γιατί και το πόσο επιπόλαια και συγκυριακά ενεργεί είναι άλλης ώρας ζόρικη κουβέντα.

Κι έτσι καθώς αφηγείται το πώς οι ζωές των ανθρώπων ξεφυλλίζονται βίαια από τους σφοδρούς ανέμους της Ιστορίας, δείχνει, με λιτό και συγχρόνως εύγλωττο τρόπο, πως κάθε ταξίδι είναι μια μετανάστευση, κάθε ξεριζωμός μια προσφυγιά.