Μα πότε προλαβαίνεις;

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Μα πότε προλαβαίνεις;

Τρεις, σκεφτόμουν κάποτε, είναι οι πιο συνηθισμένες ερωτήσεις που αναπόφευκτα και κατ’ επανάληψιν θα δεχτεί κατά τη διάρκεια της εγγράμματης ζωής του ένας δηλωμένος βιβλιόφιλος και φιλαναγνώστης. Σε κατ’ οίκον επισκέψεις, θα ακούσει συχνά να του λένε: «Τα έχετε διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία;» Ύστερα από τις πρώτες διερευνητικές ανταλλαγές απόψεων, θα τεθεί αργά ή γρήγορα και το δεύτερο ερώτημα: «Έχετε να μου προτείνετε κανένα καλό βιβλίο απ’ αυτά που διαβάσατε τώρα τελευταία;» Η τρίτη ερώτηση είναι αυτή που πρέπει να έχει τη μακρότερη ιστορία στα βιβλιοφιλικά χρονικά και είναι και η πιο τρομακτική από όλες για έναν αληθινό αναγνώστη — δεν είναι λίγοι εξάλλου αυτοί που περνάνε ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους σκεπτόμενοι τη σωστή απάντηση και αδυνατώντας να καταλήξουν σε μία οριστική. Διατυπώνεται συνήθως ως εξής: «Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας βιβλίο;» Άντε να απαντήσεις τώρα εσύ.

Τα τελευταία χρόνια, δέχομαι ωστόσο μία ακόμη σχετική ερώτηση — δεν το κρύβω μάλιστα πως καμιά φορά κι εγώ ο ίδιος τη θέτω στον εαυτό μου, αλλά σε κάθε προσπάθεια που κάνω για να διατυπώσω μια σχετικά ολοκληρωμένη απάντηση πάντα αποτυγχάνω: «Μα πότε προλαβαίνεις και τα διαβάζεις όλα αυτά τα βιβλία;» Άλλοτε θυμάμαι να αναφέρω ότι δεν κοιμάμαι ποτέ τα μεσημέρια ή ότι δεν παρακολουθώ ειδήσεις, πολιτικές συζητήσεις και εκπομπές μαγειρικής στην τηλεόραση· άλλοτε τονίζω πως δεν υπάρχει νύχτα που να μη διαβάσω λίγες έστω σελίδες πριν σβήσω το φως για να κοιμηθώ ή ότι δεν βγαίνω απ’ το σπίτι χωρίς ένα βιβλίο στην τσάντα ή στο χέρι μου — το οποίο ανοίγω κιόλας μόλις βρω ευκαιρία. Καμιά φορά —στους εντελώς αγνώστους μου που τυχαίνει να με ρωτήσουν— παραδέχομαι ότι παραμελώ κάποιες υποχρεώσεις μου, προκειμένου να εξασφαλίσω λίγες ακόμη ώρες για ανάγνωση (ό,τι περίπου κάνω και αυτή τη στιγμή δηλαδή, που κάθομαι και καταγράφω αυτές τις σκέψεις μου αντί να διορθώνω τα γραπτά των μαθητών μου ή να καθαρίζω, πριν αρχίσει πάλι να βρέχει, τις πευκοβελόνες που έχουν φράξει τα λούκια στη στέγη).

Επειδή όμως όλα αυτά είναι στην πραγματικότητα αποσπασματικές απαντήσεις που δεν ικανοποιούν κανέναν (εκτός ίσως απΌ τον Βάλτερ Μπένγιαμιν), έκανα αυτές τις μέρες μια πρόχειρη έρευνα στα ράφια της βιβλιοθήκης μου (δραστηριότητα που, κατά σύμπτωση, είναι από τις πιο αγαπημένες μου), για να δω τι λένε επ’ αυτού οι γνωστοί βιβλιοφάγοι συγγραφείς που έχω διαβάσει. Λυπάμαι που θα απογοητεύσω τους διψασμένους για μαγικά τρικ επίδοξους αναγνώστες, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, τέτοια δεν υπάρχουν. Η διάρκεια της ημέρας είναι από αρχαιοτάτων χρόνων είκοσι τέσσερις ώρες, των εξήντα λεπτών η καθεμία (κατά έναν περίεργο τρόπο, τόσες ήταν οι ώρες και τα λεπτά ακόμη και πριν επινοηθούν, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους), και μέσα σε αυτές οφείλουμε, όσοι θέλουμε, να χωρέσουμε και την ανάγνωση βιβλίων. Ακόμη και ένας τρομακτικός και άυπνος αναγνώστης σαν τον Χάρολντ Μπλουμ δεν μας έχει αποκαλύψει κάποιον εφικτό τρόπο για να διευρύνουμε την ημέρα: «Είμαι ίσως το μεγαλύτερο τέρας ανάγνωσης που έχω γνωρίσει», παραδέχεται ο ίδιος. «Μπορώ να διαβάσω απίστευτα γρήγορα και θυμάμαι τα πάντα». Για εμάς τους υπόλοιπους, ισχύει αυτό που σημειώνει ο Δημήτριος Βικέλας σε ένα από τα «Τετράδια αναγνώσεών» του: «Πάντοτε, ή ο καιρός νομίζω ότι με λείπει ή η διάθεσις ή η όρεξις, και αυταί αι προφάσεις με χρησιμεύουν εις το να μην εκτελώ τας εις τον εαυτόν μου υποσχέσεις μου». 

Ο Στέφαν Τσβάιχ στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Ο κόσμος τού χθες», που είναι στην πραγματικότητα η βιογραφία ολόκληρης της γενιάς του, μιλάει για τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι νέοι όπως εκείνος διάβαζαν κάθε στιγμή ό,τι έπεφτε στα χέρια τους. Μεγαλώνοντας δεν άλλαξε, καθώς φαίνεται, μυαλά και συνήθειες: «Παρόλο που έπρεπε να σηκώνομαι στις επτά το πρωί, ουδέποτε έτυχε να αφήσω το βιβλίο από το χέρι μου πριν τη μία ή τις δύο τη νύχτα — μια κακή συνήθεια που μου έμεινε από τότε για όλη μου τη ζωή: να συνεχίζω να διαβάζω μια-δυο ώρες πριν από τον ύπνο, ακόμα κι αν είναι πολύ αργά τη νύχτα».

Ίδια μυαλά κουβαλούσε, κατά τα φαινόμενα, και ο Δημήτριος Βικέλας, ο οποίος στη δική του αυτοβιογραφία με τίτλο «Η ζωή μου» σημειώνει: «Παρατηρήσας ο ιατρός ημέραν τινά τους οφθαλμούς μου, με ηρώτησεν αν αναγινώσκω την νύκτα εις την κλίνην μου, και απαρίθμησε όλας τας ολεθρίας συνεπείας της τοιαύτης κακής συνηθείας, παρακινών με να την παραιτήσω. Έπειτα, εψιθύρισε μυστηριωδώς: “Δεν αποκοιμούμαι ποτέ χωρίς ν’ αναγνώσω”. Εννοείται ότι ηκολούθησα το παράδειγμα και όχι το δίδαγμα του ιατρού μου. Τούτο συνέτεινε βεβαίως εις την εξασθένησιν των οφθαλμών μου, αλλά προς τι η όρασις, εάν δεν χρησιμοποιείται; Εάν πέπρωται να χάσω το φως των οφθαλμών, ας έχω τουλάχιστον την παρηγορίαν ότι τους εχρησιμοποίησα».

Ο Στίβεν Κινγκ, με τη σειρά του, επιμένει περισσότερο στη συνήθεια να διαβάζει κανείς όπου και όποτε μπορεί, που σημαίνει να έχει πάντα μαζί του υλικό προς ανάγνωση: «Παίρνω ένα βιβλίο μαζί μου όπου πάω, κι εκεί βρίσκω κάθε λογής ευκαιρίες να διαβάσω. Το κόλπο είναι να μάθετε να διαβάζετε και σε μικρές δόσεις και σε μεγάλες. Οι αίθουσες αναμονής φτιάχτηκαν για τα βιβλία· φυσικά! Όπως επίσης οι προθάλαμοι των κινηματογράφων, πριν από την προβολή, οι μακριές και βαρετές ουρές στο αεροδρόμιο και το αγαπημένο μέρος όλων: η τουαλέτα. Μπορείτε να διαβάζετε ακόμη κι όταν οδηγείτε, χάρη στην επανάσταση του ακουστικού βιβλίου». Και αλλού επανέρχεται: «Τα βιβλία είναι μια κατεξοχήν φορητή μαγεία. Συνήθως ακούω ένα ηχογραφημένο βιβλίο στο αμάξι κι έχω πάντα ένα τυπωμένο μαζί μου όπου πάω. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς έναν τρόπο φυγής: περιμένοντας σε ουρές μήκους ενός χιλιομέτρου για να πάρεις εισιτήρια, τα δεκαπέντε λεπτά που είσαι αναγκασμένος να σπαταλήσεις στον διάδρομο ενός βαρετού πανεπιστημιακού κτιρίου περιμένοντας τον καθηγητή που σε εποπτεύει (ο οποίος έχει έναν ηλίθιο εκεί μέσα που απειλεί να αυτοκτονήσει γιατί απέτυχε στο τάδε μάθημα του δείνα εξαμήνου) να βγει για να σου βάλει μια υπογραφή στο πρόγραμμα μαθημάτων σου, σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, σε αυτόματα πλυντήρια κάποια βροχερά απογεύματα και, το χειρότερο, στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου όταν ο γιατρός έχει καθυστερήσει και είσαι υποχρεωμένος να περιμένεις ένα μισάωρο για να σε πονέσει σε ένα σημείο όπου ήδη πονάς. Σε τέτοιες περιστάσεις, το να έχω ένα βιβλίο μαζί μου είναι ζωτικής σημασίας».

Όσο σύγχρονη και αν ακούγεται η διατύπωση του Αμερικανού συγγραφέα, η συνήθεια που περιγράφει είναι πολύ πιο παλιά απ’ όσο πιστεύουμε. Ο Πετράρχης, γεννημένος το 1304, είχε πάντα μαζί του και διάβαζε όποτε είχε διάθεση τις «Εξομολογήσεις» του Αυγουστίνου: «Το βιβλίο είναι τόσο μικρό», σημειώνει, «όσο μία παλάμη, κι όμως χαρίζει απέραντο βάλσαμο». Ο Μακιαβέλι, δύο αιώνες αργότερα, έκανε το ίδιο πράγμα — αλλά εκείνος προτιμούσε να κουβαλάει μαζί του βιβλία ποίησης: «Θα σου πω πώς τα περνάω τώρα», γράφει σε επιστολή του το 1513. «Σηκώνομαι το πρωί με τον ήλιο κι έρχομαι σ’ ένα δασάκι που έβαλα να το κόψουν, όπου κάθομαι καναδυό ώρες κοιτάζοντας τη δουλειά της περασμένης ημέρας και περνώντας την ώρα με τους ξυλοκόπους, που πάντα έχουνε στο στόμα κάποιον καβγά, συναμεταξύ τους ή με τους γειτόνους. […] Φεύγω από το δασάκι, από κει πάω σε μια πηγή και κείθε σ’ ένα μέρος όπου έχω στημένους βρόχους για τα πουλιά. Έχω απάνω μου ένα βιβλίο, ή τον Δάντη ή τον Πετράρχη ή κάποιον από τους μικρότερους ποιητές, καθώς ο Τίβουλος, ο Οβίδιος κι οι όμοιοι· διαβάζω της καρδιάς τους τα πάθια και τους έρωτές τους, θυμάμαι τα δικά μου κι αφήνομαι για λίγο γλυκά σε τούτο τον στοχασμό». Το αναγνωστικό πρόγραμμα του Νικολό Μακιαβέλι δεν περιοριζόταν όμως σε αυτά τα εξωτερικού χώρου διαβάσματα. Γιατί μετά την επιστροφή του στο σπίτι, το βράδυ, άλλαζε ρούχα και στρωνόταν για λίγη σοβαρή, θα λέγαμε, ανάγνωση, με την πένα στο χέρι τώρα: «Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου· και στο κατώφλι πετάω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, που ’ναι γιομάτα λάσπη και λέρα, και βάνω φορέματα βασιλικά κι αυλικά· και, ντυμένος καθώς ταιριάζει, μπαίνω στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανθρώπων, όπου γίνομαι καλόδεχτος και τρέφομαι από την τροφή εκείνη που ’ναι μοναχά δική μου και που γι’ αυτήν γεννήθηκα· εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλάω μαζί τους και να τους ρωτάω την αιτία των πράξεών τους· κι εκείνοι, όντας καλόγνωμοι, μου αποκρίνονται· και για τέσσερις ώρες δεν νιώθω κανένα βάρος, απολησμονώ κάθε θλίψη, δεν φοβάμαι τη φτώχεια, δεν με σκιάζει ο θάνατος: ολόκληρος τους δίνομαι. Κι αφού ο Δάντης λέει πως γνώση δεν γίνεται άμα δεν συγκρατείς ό,τι έμαθες, γι’ αυτό κι εγώ κατέγραψα ό,τι ωφελήθηκα από τις κουβέντες τους και σύνθεσα ένα έργο μικρό, “Περί Ηγεμονιών”, όπου εμβαθύνω όσο μπορώ στους στοχασμούς πάνω σε τούτο το θέμα”.

Η γνώση που τελικά αποκομίζουμε απ’ όλα αυτά (που δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένα τέχνασμα για να φυλλομετρήσουμε μαζί μερικά ακόμα βιβλία) μπορεί να συνοψιστεί, νομίζω, σε τρεις απλές οδηγίες και σε μία, ακόμα πιο απλή, διαπίστωση. Πρώτον, διαβάζουμε πάντα (εκτός, εννοείται, των λογικών εξαιρέσεων) όσην ώρα αντέχουμε ξύπνιοι πριν κοιμηθούμε. Δεύτερον, έχουμε πάντα ένα βιβλίο ή και μερικές φωτοτυπημένες σελίδες μαζί μας και διαβάζουμε όπου και όποτε έχουμε τη δυνατότητα. Και, τρίτον, κρατάμε κάποια συγκεκριμένη ώρα μες στη μέρα, κάθε μέρα, για ανάγνωση. Και θυμόμαστε πως οι ώρες της ανάγνωσης είναι οι ώρες που επιλέγουμε να μην κάνουμε κάτι άλλο, αλλά να διαβάσουμε.