Το μαγευτικό κενό

C
Γιώργος Παππάς

Το μαγευτικό κενό

Με τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ξεκινά η καθηλωτική τοιχογραφία της Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια, με τον θάνατο ενός άλλου Ιωσήφ, του Μπρόντσκι, τελειώνει. Στις περισσότερες από 700 σελίδες που μεσολαβούν, άριστα μεταφρασμένες από τη Σταυρούλα Αργυροπούλου, η Ουλίτσκαγια χτίζει δεκάδες ζωές, διασταυρούμενες μέσα σε δεκαετίες ενηλικίωσης, ονείρων, διαψεύσεων και παραιτήσεων. Χτίζει ταυτόχρονα η Ουλίτσκαγια έναν κύκλο διανοούμενων που στραγγαλίζεται από το σοβιετικό καθεστώς, αλλά και μια μακρά νοητή γραμμή που διαπερνά ολόκληρη τη ρώσικη λογοτεχνική ψυχή, που ξεκινά από τον Πούσκιν και φτάνει μέχρι τις τελευταίες ανάσες του Μπρόντσκι στη Νέα Υόρκη.

Στο επίκεντρο τρεις φίλοι, που ενώνονται από τα παιδικά τους χρόνια: ο Μίχα με την εβραϊκή καταγωγή και την τάση να σκαρώνει ποιήματα, ο παράτολμος Ιλιά που θέλει να φωτογραφίζει, κι ο ξεπεσμένος αριστοκράτης συνεσταλμένος Σάνια, που διαβάζει τη μουσική ως έκφραση του σύμπαντος. Μέντοράς τους στην «έρημο της εφηβείας» ο Βίκτωρ Γιούλεβιτς, θα τους μάθει την ιστορία που κρύβεται πίσω από κάθε κτίριο της Μόσχας, τους στίχους που πρέπει να συνοδεύουν ερωτικά σκιρτήματα, επαναστάσεις, τα πρώτα αρώματα της άνοιξης, τις σκοτεινές νύχτες απογοητεύσεων. Θα τους μάθει τον Πούσκιν, τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι, θα τους μιλήσει για ιστορίες του 19ου αιώνα, θα προσπαθήσει μέσα από τα βιβλία να «τους εμβολιάσει επαρκώς ενάντια στις χυδαιότητες της ζωής που μας συντρίβουν». Θα μάθουν να διαβάζουν οι ήρωες, θα χωρίσουν οι πορείες τους μετά την εφηβεία, θα τους αφήνει συχνά για δεκάδες σελίδες ξεχασμένους και η Ουλίτσκαγια καθώς θα καταπιάνεται με την ιστορία κάποιου ή κάποιας που συνάντησαν στον δρόμο τους, ή και με την ιστορία των απογόνων τους.

Μέσα από αυτά τα θραύσματα ζωών, μέσα από αυτονομημένες ιστορίες παράδοσης, καθημερινότητας, μυστικών, ενοχών, προσωπικής ανδρείας και αξιοπρέπειας, ηττών, συμβιβασμών, θανάτων, εξαφανίσεων, παρατημένων παιδιών, φυλακών και εξοριών, παράτολμων ενθουσιασμών, μικρών νικών ανθρωπιάς, χτίζει και χτίζει η Ουλίτσκαγια το σκηνικό της, κι αφήνει συνεχώς να σταλάζει πάνω του η ανάμνηση, η ζωντανή αίσθηση καλύτερα, του ρώσικου πνεύματος. Νιώθεις το δέος με το οποίο επανέρχεται στον Πούσκιν κάθε λίγο η συγγραφέας. Το ίδιο κι ο Παστερνάκ, με τη σκιά του πανταχού παρούσα: το πρώτο παράνομο αντίτυπο του Ζιβάγκο, σκόρπιοι στίχοι του, οι δρόμοι που περπάτησε ο συγγραφέας, το μανάβικο και ο φούρνος που επισκέπτονται η χήρα και η κόρη του, «το ίδιο που πάμε κι εμείς» όπως ανακαλύπτει συγκλονισμένος ο Μίχα. Με δέος συναντούν και τα γραπτά του Ναμπόκοφ οι ήρωες, ένα νέο ουράνιο σώμα που μπήκε στον Γαλαξία και… «όλη η ουράνια μηχανική αλλάζει μπροστά στα μάτια μας: το ήμισυ της λογοτεχνίας αυτοαναφλέγεται και μετατρέπεται σε στάχτη».

Παρών συνέχεια κι ο Μαντελστάμ, σαν αιθέρας, λίγοι οι στίχοι του που ανακαλούνται, μεγάλο το δέος που επάγει το όνομά του για όλους τους ήρωες· θαρρείς πως το ίδιο δέος έχει και η Ουλίτσκαγια και γι’ αυτό δεν τους προφέρει τους στίχους του, αυτούς που «γέμιζαν τον άδειο από αέρα χώρο, γίνονταν οι ίδιοι αέρας».

Μέσα από τις λέξεις και τα βιβλία προσπαθεί να ερμηνεύσει η Ουλίτσκαγια και τον κόσμο που έζησε (στα περασμένα 75 της πια, όψιμη στη λογοτεχνία, αλλά με ενεργό παρουσία στον κύκλο των αντιφρονούντων πριν την πτώση του Υπαρκτού):

Ίσως τον κόσμο να τον σώσει η ομορφιά, ή η αλήθεια, ή ίσως κάποια ακόμα ωραία αρλούμπα, μα ο τρόμος έτσι κι αλλιώς είναι ισχυρότερος όλων, ο τρόμος συντρίβει τα πάντα, όλα τα έμβρυα της ομορφιάς, τους βλαστούς του ωραίου, του σοφού, του αιώνιου. […] Αυτός που θ' απομείνει δεν θα είναι ο Παστερνάκ μα ο Μαντελστάμ, επειδή στο έργο του απεικονίζεται εντονότερα ο τρόμος της εποχής του.

Εκεί καταλήγει με την κούραση και την πικρία δεκαετιών καθεστωτικής ασφυξίας η συγγραφέας· ξέρει όμως κι αυτή (και το αισθάνεται κι ο αναγνώστης) πως εντέλει οι λέξεις και η διαχρονικότητα των αισθημάτων ξεπέρασαν τον τρόμο της εποχής. Της κάθε εποχής.

Πριν όμως έρθει η ανάταση της ψυχής μέσα από την ποίηση, οι ήρωες πληρώνουν. Όχι μόνο τις ατομικές δειλίες όπως ο Σάνια που προτιμά να ερωτεύεται τις παρτιτούρες του Μπαχ. Όχι μόνο τις ατομικές επιλογές όπως η νιοστή απόδραση του αριβίστα Ιλιά. Όχι μόνο την αφέλεια της νιότης όπως η αγαπημένη του Ιλιά, η Όλια. Όχι μόνο την εμμονή με την πατρίδα Ρωσία (που η ίδια η Ρωσία δεν αποδέχεται ίσως) του Μίχα. Πληρώνουν τον κόσμο, το καθεστώς μέσα στο οποίο ενηλικιώνονται. Πληρώνουν την ανάγκη να αντικατασταθεί η φωτογραφία του Λένιν με τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ. Πληρώνουν τον φόβο πως ο γείτονας στην κομουνάλκα έχει κάτι να πει γι’ αυτούς. Πληρώνουν το άγνωστο σε κάποια παγωμένη εξορία που τους περιμένει αν δεν συμφωνήσουν να καταδώσουν ή αν δεν υπογράψουν προκατασκευασμένα ψέματα για ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ στην ζωή τους. Πληρώνουν ως «απλοϊκοί και ευσυνείδητοι ηλίθιοι» τις κομματικές νόρμες που δεν αλλάζουν ούτε με τις ανακατατάξεις της ηγεσίας όταν «οι βρικόλακες διαδέχονταν οι μεν τους δε». Πληρώνουν την επιθυμία να ανοίξουν ορίζοντες. Και η μόνη τους διέξοδος παραμένει η φυγή:

Το αεροπλάνο […] τραβούσε ορμητικά για τη Δύση, αφήνοντας πίσω του τα ερείπια μιας καταραμένης ζωής, τη γλοιώδη σύγχυση, τον φόβο, την ντροπή, την ψευτιά. Μπροστά του διαγραφόταν το μαγευτικό κενό, η ζωή του ξεκινούσε με μια λευκή σελίδα.

Αγαπά η Ουλίτσκαγια τους ήρωές της, ακόμη και τον αναβλητικό ανακριτή με το σημάδι στο πρόσωπο, εκείνον που θέλει να αφήσει τον Μίχα να πετάξει μακριά. Καταθέτει αγάπη για μια διαχρονική ενιαία ρωσική σκέψη και γραφή, τέτοια που να υπερβαίνει καταπίεση και παραπετάσματα. Επειδή «πρέπει κανείς να ξεφεύγει από κάθε εποχή, να πετάγεται έξω από αυτήν, να μην της επιτρέπει να τον καταβροχθίσει».

[ Εικονογράφηση ]