Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Πιτσιρίκο

P
Αλέξανδρος Μίχας

Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Πιτσιρίκο

Όταν διάβασα την είδηση στο Protagon, πίστεψα ότι επρόκειτο για άλλη μία ευφάνταστη φάρσα του Νίκου Ζαχαριάδη. Ακόμα και όταν τελείωσα την ανάγνωση, μπήκα στο site του Θεάτρου Τέχνης για να το επιβεβαιώσω. Ανοίγοντας το πρόγραμμα της θεατρικής σεζόν 2016-2017, ακόμη πίστευα ότι κάποιο λάθος έγινε, ότι κάτι δεν κατάλαβα σωστά. Περνώντας ανάμεσα σε έργα του Ίψεν, του Τσέχωφ και του Τσίρκα, είχα σχεδόν πειστεί ότι επρόκειτο για λάθος. Και όμως.

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, το Θέατρο Τέχνης, το παιδί του Καρόλου Κουν και ίσως το πιο ζωντανό κύτταρο του ελληνικού θεάτρου, σκοπεύει να ανεβάσει την παράσταση «2017» σε κείμενα του… Πιτσιρίκου, ο οποίος διαφημίζεται ως «γνωστός σατιρικός και πολιτικός blogger», αναβιώνοντας, μόλις μετά οκτώ μήνες, τη συζήτηση που είχε ανοίξει η «Ισορροπία του Nash», έργο που βασίστηκε (και) στο βιβλίο του τρομοκράτη Σάββα Ξηρού και ανέβηκε τον περασμένο Ιανουάριο στο Εθνικό Θέατρο.

Νομικά η συζήτηση έχει μηδενική αξία: δεν υπάρχει δυνατότητα να απαγορευτεί το έργο κάποιου επειδή μας προσβάλλει η προσωπικότητά του — τελεία και παύλα. Πολλώ, δε, μάλλον, όταν δεν έχουμε να κάνουμε με έναν εγκληματία, αλλά με ένα πρόσωπο που απλώς έχει προκαλέσει με τα κείμενά του. Η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι απαγορεύσεις έργων έχουν ανοίξει ασύγκριτα μεγαλύτερες πληγές από την παρουσίαση προσβλητικών ή χυδαίων δημιουργημάτων.

Υπάρχει, όμως, μία συζήτηση σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί ένας καλλιτεχνικός φορέας — και αυτή πρέπει να γίνει. Είναι καιρός να μιλήσουμε για τον τρόπο κατάρτισης του προγράμματος, για τη διαδικασία επιλογής των συντελεστών, για την ευθύνη απέναντι στο κοινό και, τούμπαλιν, την ευθύνη του κοινού απέναντι στον φορέα.

Οι χώροι καλλιτεχνικής έκφρασης που εξελικτικά καθίστανται θεσμοί, εκτός από καλλιτεχνικά, είναι φορτισμένοι ταυτόχρονα ιστορικά και πολιτικά. Έχουν γαλουχήσει γενιές θεατών/ακροατών με συγκεκριμένα μέσα και προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δεν υφίστανται εν κενώ, αλλά, αντίθετα, αλληλεπιδρούν με το κοινό τους, το καθορίζουν και τους καθορίζει με τρόπο που, σε βάθος χρόνου, οι δύο διαδικασίες σχεδόν ενοποιούνται.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε κυκλοφορήσει το τραγούδι «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», που εξιστορούσε το φονικό στη «Νεράιδα». Το τραγούδι είχε λογοκριθεί. Την απαγόρευση έσπασε το «Τρίτο Πρόγραμμα» κατόπιν εντολής τού τότε διευθυντή του, Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος είχε αποκαλέσει «βλάκα» τον υπουργό που είχε τολμήσει να τον επιπλήξει γιατί, τάχα, διαφήμιζε τον δολοφόνο Κοεμτζή.

Το Θέατρο Τέχνης ξεκίνησε μέσα στην Κατοχή, ως μία νεωτερική εκδοχή του θεάτρου, αμφισβητώντας την «καλλιτεχνική ορθοδοξία», και ως τέτοιο καθιερώθηκε, ως η μονίμως εναλλακτική οπτική, ο κομιστής τής μη συμβατικής ανάγνωσης. Είναι δυνατόν ένας τέτοιος χώρος να μη δεχτεί ένα έργο επειδή ο δημιουργός του δεν είναι συμπαθής στο κοινό του; Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα είναι λανθασμένο: το πρόβλημα δεν είναι οι απόψεις του εκάστοτε Πιτσιρίκου, αλλά ο τρόπος, το ήθος που αναδίδει ως προσωπικότητα — ο Πιτσιρίκος είναι ασύμβατος με τον χώρο του Θεάτρου Τέχνης γιατί ουδέποτε αμφισβήτησε γόνιμα, αλλά, αντίθετα, απέρριψε με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω.

Ο Πιτσιρίκος δεν είναι Κοεμτζής: πρώτον και κύριον, φυσικά, δεν είναι φονιάς. Δεν αντικατοπτρίζει, όμως, τις αγωνίες, τα αιτήματα και τους κώδικες που εκείνη την εποχή συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο ενός μαχαιροβγάλτη. Ο Κοεμτζής δεν σκότωσε για να μιλήσει, σκότωσε γιατί τον έπνιξε η ίδια του η ζωή. Αντίθετα, ο Πιτσιρίκος εδώ και χρόνια προκαλεί για να του δώσουν λίγη σημασία. Η πράξη που τον καθιστά απεχθή δεν είναι η τραγική κατάληξη μιας ιστορίας, αλλά η χρυσή ευκαιρία να ξεδιπλώσει τη θεωρία του.

«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί, κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας. Μόνος του ο καθένας είναι ανήμπορος. Μόνος του ο καθένας από σας τους πιο κοντινούς στην προσπάθειά μας, είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί μιαν αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου», έλεγε ο Κουν σε διάλεξη που δόθηκε στις 17 Αυγούστου 1943, οριοθετώντας τη Φιλοσοφία του Θεάτρου Τέχνης.

Ο Πιτσιρίκος ποτέ δεν αναζήτησε το «εμείς»· αντίθετα, δίχασε, μίσησε, γκρέμισε. Το Θέατρο Τέχνης έχει κάθε δικαίωμα να αξιολογήσει καλλιτεχνικά και ηθικά το έργο κάθε Πιτσιρίκου και να το ανεβάσει ή όχι. Ταυτόχρονα, όμως, το κοινό του Θεάτρου Τέχνης έχει δικαίωμα να αξιολογήσει αυτές τις επιλογές, να τις επιδοκιμάσει ή να τις αποδοκιμάσει. Αυτό το κοινό χτυπήθηκε βίαια από τον Πιτσιρίκο και τους οπαδούς του. Βεβαίως, έχει το ηθικό ανάστημα να μην ανταποδώσει. Έχει, όμως, και την αξιοπρέπεια να απόσχει, όταν ο ίδιος ο θεσμός δεν συμβαδίζει με όσα το Θέατρο Τέχνης έχει καθιερώσει στη δημόσια σφαίρα.

Μακάρι το πρόγραμμα του Θεάτρου Τέχνης για τη θεατρική σεζόν 2017-2018 να περιλαμβάνει εξίσου αξιόλογες παραστάσεις με αυτές που θα χάσουμε φέτος — ιδανικά, αν θέλει να απαλύνει τον πόνο μας, μακάρι να τις επαναλάβει.