Μάνα δεν σε κάνει ο τοκετός
Οκτώβριος του 1943 στη Ρώμη, ξημερώματα. Η Κιάρα Ροβέλο κατευθύνεται βιαστικά προς το γκέτο ειδοποιημένη από τον Τζενάρο, σύντροφό της σε μια οργάνωση αντίστασης. Γίνεται έτσι μάρτυρας του εκτοπισμού των τελευταίων Εβραίων της πόλης από τους Ναζί. Μια καλοντυμένη γυναίκα κατορθώνει να σπρώξει τον επτάχρονο γιο της έξω από το φορτηγό, στην αγκαλιά της Κιάρα. Το μόνο που προλαβαίνει να πει είναι το όνομά του: «Ντανιέλε Λεβί». Έτσι, η εικοσιεπτάχρονη Κιάρα, ορφανή από γονείς που σκοτώθηκαν σε βομβαρδισμό, με ένα νεκρό στον πόλεμο αρραβωνιαστικό και μια επιληπτική αδελφή, τη Σεσίλια, γίνεται μάνα. Αποφασίζει για την ασφάλεια του παιδιού να εγκαταλείψει την Ρώμη και να πάει στο οικογενειακό κτήμα, στη γιαγιά της.
1973, Ουαλία: Η Μαρία, τελειόφοιτη άριστη μαθήτρια, δίνει εισαγωγικές εξετάσεις. Τυχαία ανακαλύπτει ότι ο άντρας που τη μεγάλωνε τόσα χρόνια δεν είναι ο φυσικός της πατέρας, ότι η ίδια είναι ένα παιδί εκτός γάμου, καρπός του σύντομου έρωτα της μητέρας της με έναν Ιταλό. Το σοκ εκφράζεται με ανεξέλεγκτο θυμό. Θυμό προς τη μητέρα της, την οικογένειά της, τον ίδιο της τον εαυτό. Με τα λίγα στοιχεία που έχει, ένα τηλέφωνο κι ένα όνομα, προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τον πραγματικό της πατέρα. Τελικά, μετά από ένα συμβιβασμό, θα γυρίσει στο σχολείο για να δώσει εξετάσεις, και οι γονείς της θα την αφήσουν να ταξιδέψει στην Ιταλία για να σπουδάσει τη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, θέλει να βρει ό,τι περισσότερο μπορεί για τον πραγματικό της πατέρα.
Αυτό το βιβλίο μιλάει για τη μητρική αγάπη. Μια αγάπη χωρίς όρους και όρια. Δεν είναι ανάγκη να γεννήσεις για να τη νιώσεις. Η Κιάρα δίνεται σε αυτό το παιδί ολοκληρωτικά. Θα του συγχωρήσει τα πάντα. Την απείθεια, τα ψέματα, την κλεψιά. Δεν θα διστάσει να εγκαταλείψει την αδελφή της σε γνωστούς — κάτι που θα την οδηγήσει στον θάνατο, όταν καταλάβει ότι ο Ντανιέλε κινδυνεύει από αυτή. Θα γυρίσει πίσω στην καθημαγμένη Ρώμη μαζί του και θα ριχτεί στον αγώνα της επιβίωσης. Θα γυρνούν στα αγαπημένα αξιοθέατα, εκεί όπου πήγαινε ο Ντανιέλε με τη μητέρα του, να της αφήνει σημειώματα μήπως εκείνη τα βρει εάν τυχόν επιστρέψει. Θα σπαράξει όταν ο Ντανιέλε μεγαλώνοντας μπλέξει με ναρκωτικά, και όταν θα εξαφανιστεί μην αφήνοντας ίχνος.
Η Baily μάς δίνει μια σειρά από γυναικείους χαρακτήρες έξοχα σμιλεμένους. Η Κιάρα, η φίλη της και πρώην ερωμένη του πατέρα της Σιμόν, η Μαρία, η Σεσίλια, η μητριαρχική φιγούρα της Νόνα στο κτήμα —καθηλωμένη από τα γηρατειά στο κρεβάτι—, η λαϊκή υπηρέτρια Ασούντα με τη θυμοσοφία και τη θρησκοληψία της. Όλες τους αποτελούν ένα σύμπαν θαυμαστό και περίκλειστο. Οι άντρες, θαμποί, σχεδόν απόντες, κάνουν σποραδικά την εμφάνισή τους: ο καφετζής Τζάνι, ο Γκαμπριέλε, ο επιστάτης της Νόνας, ακόμα και ο φίλος της Κιάρα, ο ιερέας Αντόνιο, παρά τον σημαντικό ρόλο που ο τελευταίος έπαιξε στη ζωή του Ντανιέλε. Ίσως με αυτό τον τρόπο να θέλησε η συγγραφέας να αναδείξει τον απόλυτο πρωταγωνιστή του βιβλίου και ας είναι απών. Ο Ντανιέλε είναι ο ήλιος αυτού του σύμπαντος. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω του. Όλες οι πράξεις γίνονται για αυτόν κι όλες οι σκέψεις τους είναι στραμμένες επάνω του.
Τα κεφάλαια εναλλάσσονται χρονικά από το 1943 στο 1973. Από τον ζόφο του πολέμου στην ομορφιά της ειρήνης. Τα σκοτεινά κεφάλαια που ανήκουν στο παρελθόν περιέχουν μέσα σκηνές εφιαλτικές, που σε κυνηγούν αρκετές μέρες. Το ταξίδι με το τρένο από τη Ρώμη είναι συγκλονιστικό:
Δεν νιώθει περιέργεια για το τρένο που μπαίνει στον σταθμό δίπλα στο δικό τους . Απλά βρίσκεται στη γραμμή του βλέμματός της. Κι αντιλαμβάνεται μια κίνηση στα κάγκελα του βαγονιού μπροστά της, κάτι ασπριδερό, που κουνιέται. Σμίγει τα φρύδια, να δει καλύτερα, και βλέπει πως είναι ένα χέρι, ένα αδύνατο ανθρώπινο χέρι που χωράει να βγει από τα κάγκελα. Πίσω από τα κάγκελα, το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας. Το στόμα της είναι ανοιχτό σαν να φωνάζει, σαν να τραγουδάει μια και μόνη νότα, αλλά όποιος ήχος κι αν βγαίνει από μέσα της πνίγεται μέσα στο χαμό των μεταλλικών τροχών και στα σφυρίγματα και τα μουγκρητά του τρένου. Η Κιάρα κοιτάζει δεξιά-αριστερά της. Υπάρχουν κι άλλοι όρθιοι στον διάδρομο, όπως η ίδια. Αλλά μόνο ένας κοιτάζει έξω από το παράθυρο, σαν την ίδια — μια μεσόκοπη γυναίκα με σάλι και γκρίζο πανωφόρι. Στρέφεται και κοιτάζει την Κιάρα, έχει γουρλώσει τα μάτια, το στόμα της είναι ορθάνοιχτο, το πρόσωπό της έντρομο. Και είναι το ύφος αυτής της άλλης γυναίκας που βεβαιώνει την Κιάρα ότι δεν έχει παραισθήσεις.
Τα κεφάλαια του 1973 έχουν μια γλυκόπικρη ομορφιά, σαν τις ιταλικές κομεντί. Μας παρουσιάζεται μια Ρώμη ηλιόλουστη και λαμπερή, όπως την έχουμε ονειρευτεί. Οι ήρωες δίνουν ραντεβού σε γνωστά αξιοθέατα, κάθονται σε μικρά χαριτωμένα καφέ, όπου εξυπηρετούνται από γραφικούς ιδιοκτήτες και σερβιτόρους, ψωνίζουν από πολύβουες και πολύχρωμες αγορές. Περπατούν σε γραφικά σοκάκια. Γύρω τους, όλοι είναι καλοδιάθετοι και κομψοί:
Το βλέμμα του άντρα έπεσε στην Κιάρα κι αμέσως τίναξε το κεφάλι του ελαφρά προς τα πίσω, ξαφνιασμένος. Συνειδητοποίησε τότε εκείνη πως με το άλλο της χέρι, με αυτό που δεν κρατούσε το κεφάλι της στη θέση του, είχε σηκώσει τα δυο της δάχτυλα τεντωμένα στα χείλια της σαν να κάπνιζε. Πριν προλάβει να τραβηχτεί μέσα στην κάμαρά της, εκείνος μιμήθηκε τη χειρονομία της. Του απάντησε με ένα μικρό νεύμα και του κούνησε το μεσιανό δάχτυλο, ελπίζοντας πως θα θεωρούσε αυτή την κίνηση συγκατάθεση. Εκείνος χάθηκε για μια στιγμή από το παράθυρο, ύστερα εμφανίστηκε ξανά κρατώντας ένα τσιγάρο, που το πέταξε με κέφι προς το μέρος της.
Μέσα σε αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα η Κιάρα και η Μαρία αναζητούν η καθεμιά τους το δικό της ιερό Γκράαλ. Η πρώτη τη λύτρωση, η δεύτερη την ταυτότητά της.
Η συγγραφέας επέλεξε να πει την ιστορία της απλά. Η γραφή της, θα έλεγε κάποιος, είναι κάπως παλιομοδίτικη. Ίσως όχι αρκετά «λογοτεχνική» για τη μόδα της εποχής. Δεν χρησιμοποίησε κάποιο από τα τερτίπια της σύγχρονης λογοτεχνίας. Σου λέει την ιστορία της όπως θα σου την έλεγε ένας φίλος όταν θα βγαίνατε για καφέ. Κι έχει δίκιο. Σε αυτό το βιβλίο οτιδήποτε άλλο από αυτό θα φάνταζε περιττό και αταίριαστο.
Ωραία, στρωτή μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, μας μεταφέρει μέσα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Εμπνευσμένο για μια ακόμα φορά το εξώφυλλο του Χρήστου Κούρτογλου.