Μανδράκια και μάντρες
Η ελληνική λέξη μάνδρα επέστρεψε στη γλώσσα μας με το αντιδάνειο μανδράκι. Οι ουκ ολίγες εμφανίσεις αυτού του τοπωνυμίου, που περιγράφει το προστατευμένο λιμανάκι, προέρχονται από το ιταλικό mandraccio και ανάγονται στην κυριαρχία των Ενετών στην ανατολική Μεσόγειο. Ανάλογα τοπωνύμια («μάντρατς») εμφανίζονται και στη σημερινή Κροατία, με την ίδια ακριβώς σημασία, στις άλλοτε βενετσιάνικες περιοχές της Ιστρίας και της Δαλματίας.
Το νησί Παγκ, που εκτείνεται παράλληλα με την ηπειρωτική ακτογραμμή ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιφέρειες, έχει έναν οικισμό με παραπλήσιο όνομα. Ωστόσο το καλαίσθητο παραθεριστικό χωριό Μάντρε δεν οφείλει το όνομά του στον απάνεμο ορμίσκο του, αλλά στο βασικό χαρακτηριστικό της γειτονικής του πλαγιάς: τις τετραγωνισμένες ιδιοκτησίες με τις ξερολιθιές και την υποτυπώδη βλάστηση, που μόνο μία χρησιμότητα δείχνουν να είχαν – πριν αρχίσουν να μετατρέπονται σταδιακά σε εξοχικές κατοικίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Μάντρε βρίσκεται στην καρδιά της κτηνοτροφικής δραστηριότητας του Παγκ. Μαζί με το διπλανό κεφαλοχώρι Κόλαν, το Μάντρε αποτελεί την περιοχή καταγωγής της οικογένειας Γκλιγκόρα, που διαχειρίζεται τη γνωστή (και εκτός Κροατίας) μονάδα παραγωγής του ονομαστού, κίτρινου πρόβειου τυριού πάσκι σιρ.
Το τυρί και το αλάτι (η παραγωγή του οποίου, στην αλυκή της μακρόστενης λιμνοθάλασσας δίπλα στην πρωτεύουσα, τονώθηκε ήδη από τον καιρό των Αυστριακών) αποτελούν τα γνωστότερα προϊόντα ενός νησιού ιδιαίτερου, που έχει να επιδείξει πολύ περισσότερα από τις αμμουδιές, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τα καλοκαιρινά κλαμπ που το έβαλαν στον τουριστικό χάρτη της Αδριατικής.
Το όνομα του Παγκ, όπως και αυτό του Μάντρε, ανάγεται στο ελληνορωμαϊκό παρελθόν. Πάγο έλεγαν στην αρχαία μας γλώσσα τον οχυρωμένο ή μη βράχο – και το βραχώδες, σε κάποια σημεία έως και «σεληνιακό» τοπίο μάς κάνει να σκεφτούμε σοβαρά αυτή την ετυμολογία. Το νησί όμως δεν συγκαταλέγεται στις γνωστές ελληνικές αποικίες και η ονομασία δεν απαντάται, εξ όσων γνωρίζω, σε αρχαία κείμενα (ο Ψευδοσκύλαξ αναφέρει μόνο κάποιες «Μεντορίδες» νήσους στην κατά προσέγγιση τοποθεσία τού Παγκ), ούτε και σε βυζαντινά.
Αυτό μάς μεταφέρει στην εκδοχή της λατινικής λέξης pagus, που σημαίνει τον οικισμό ή τη «χώρα», με την έννοια είτε της πρωτεύουσας (όπως στα νησιά μας) είτε της ευρύτερης έκτασης (βλ. και το ομόρριζο γαλλικό pays). Εκτός από το νησί συνολικά και την ομώνυμη πρωτεύουσα, λατινική ρίζα έχει και η δεύτερή του κωμόπολη, Νοβάλια – από τη navalia που σημαίνει ναυπηγείο.
Η Νοβάλια, ένα είδος «συμπρωτεύουσας» (που αποτελεί τον βασικό τουριστικό πόλο χάρη στην παραλία Ζ’ρτσε), ήταν παλιότερα το σημαντικότερο λιμάνι. Σε αντίθεση με το Παγκ, που βρίσκεται στον μυχό ενός μεγάλου κόλπου, η Νοβάλια ήταν στραμμένη στα ανοιχτά της Αδριατικής, κοντά στο σημαντικό θαλάσσιο πέρασμα από και προς Βενετία. Με την παλιότερη ονομασία της, Cissa, τη γνώρισαν οι Κροάτες και την κατοίκησαν – μέχρι τη μυστηριώδη εξαφάνιση του εσωτερικού της λιμανιού, που κάποιοι πιστεύουν ότι οφείλεται σε βύθιση τύπου Ατλαντίδας.
Εκτός από την τεκτονική γεωλογία, το επίμηκες νησί έχει δοκιμαστεί και από την πολιτική γεωγραφία. Στον ύστερο Μεσαίωνα ήταν χωρισμένο στα δύο: η Νοβάλια ελεγχόταν από την επισκοπή της γειτονικής νήσου Ραμπ, ενώ το νότιο τμήμα από το δαλματικό Ζάνταρ (Ιάδερα/Διάδωρα). Η διαίρεση αυτή (αντίστοιχη της οποίας στην Ελλάδα, πρόσφατα επισημοποιημένη με χωριστούς δήμους, υπάρχει με το Βαθύ και το Καρλόβασι στη Σάμο) διατηρείται και στη σημερινή Κροατία, στην οποία —έξι μόλις χρόνια μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας— το 1997 αποφασίστηκε (κατόπιν τοπικού δημοψηφίσματος) τα δύο τμήματα να ανήκουν σε διαφορετικούς νομούς.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, το διττό νησί ήταν σύμβολο της κροατικής ενότητας. Τον Νοέμβριο του 1991 δέχτηκε βομβαρδισμό από τις γιουγκοσλαβικές ένοπλες δυνάμεις, από τον οποίο γλίτωσε η όμορφη τοξωτή γέφυρα που το συνδέει με την ηπειρωτική χώρα, εγκαινιασμένη είκοσι τρεις Νοέμβρηδες νωρίτερα. Κι όσο η Κροατία παρέμενε χωρισμένη στα δύο εξαιτίας των εχθροπραξιών (με τις σερβικές δυνάμεις να έχουν καταλάβει κομμάτι της ακτογραμμής κοντά στο Ζάνταρ), ο κεντρικός δρόμος του Παγκ αποτέλεσε ζωτικό κομμάτι του οδικού άξονα Βορρά-Νότου. Το πορθμείο του Βορρά και η γέφυρα του Νότου, αμφότερα ευάλωτα στον άνεμο, αποτέλεσαν τη μοναδική δίοδο επικοινωνίας της Δαλματίας με την πρωτεύουσα και την υπόλοιπη χώρα στα δύσκολα αυτά χρόνια.
Η περιπέτεια του Παγκ έδωσε το έναυσμα για τη σημαντική επέκταση του δικτύου αυτοκινητοδρόμων τις επόμενες δεκαετίες. Εκτός από μοχλός ανάπτυξης του τουρισμού, ο Α1 —που συνδέει το Ζάγκρεμπ με το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας— έγινε και σύμβολο εθνικής ολοκλήρωσης, παρακάμπτοντας την άλλοτε εξεγερμένη Κράινα και κάνοντας πιο προσβάσιμο το οροπέδιο της Λίκας, χάρη σε δύο ζεύγη σηράγγων μεγέθους Τεμπών.
Χωρίς τη διερχόμενη κυκλοφορία πια, το νησί συνεχίζει να ζει γεφυρώνοντας: τα βράχια με τις ελιές, το τυρί με το ψάρι, τον τουρισμό με την αγροτιά, τα ζεστά καλοκαίρια με τον ψυχρό πάγο – και το μανδράκι με τις μάντρες.