Μανού
Το πρώτο πράγμα που είδα από εκείνη ήταν ο πισινός της. Ήταν κόκκινος, ροδαλός και ολίγον παχουλός, αν αναλογιστεί κανείς ότι ολόκληρη ζύγιζε μόλις 3.350 γραμμάρια. Είχα μια τρελή παρόρμηση να της τον δαγκώσω, αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν θα το εκτιμούσε ούτε ο γιατρός, ούτε η ίδια, που έκλαιγε ήδη γοερά. Είχα σκεφτεί διάφορα ονόματα, κυρίως από κόμικς του Μανάρα —Ντρούνα, Μπλανς, τέτοια—, αλλά τελικώς πρυτάνευσε η λογική και βαφτίστηκε απλώς Μανουέλα (ούτως ή άλλως, η γενιά της παραμένει ανέκφραστη στο άκουσμα αυτού του ονόματος).
Μπορεί μια μητέρα να είναι ερωτευμένη με την κόρη της; Απαντώ με ασφάλεια: ναι. Έχω όλα τα συμπτώματα. Συχνά, δε, νιώθω λίγο σαν θηλυκός Εμπειρίκος έτσι όπως την κοιτάω ηδονοβλεπτικά και χαζεύω. Έχω γράψει ποίημα για τον χιλιοτραγουδισμένο πισινό της, τον οποίο θαυμάζω από τη γέννα μέχρι σήμερα. Η μυρωδιά της με μαστουρώνει, είναι η ύστατη πρέζα, βυθίζομαι στα μαλλιά της και φτιάχνομαι. Η μωρουδίλα συναντά την καθαριότητα που συναντά την ορμή της εφηβείας.
Ό,τι κάνει μου αρέσει. Πεθαίνω, για την ακρίβεια. Πεθαίνω στα γέλια. Συνήθως. Αναρωτιέμαι ποιοι γονείς εκνευρίζονται με την εφηβεία. Εγώ λιώνω. Τόση πλάκα δεν έχω σπάσει ποτέ στη ζωή μου. Κάθε μέρα και μια νέα μαγκιά, μια καινούρια έκφραση, ένα πρωτόγνωρο ξέσπασμα. Το οποίο συνήθως έρχεται με προειδοποίηση: «Έχω πολλά νεύρα, να ξέρεις». Με ύφος Κλιντ Ίστγουντ. Αληθινό μίσος, όχι αστεία. Ταυτόχρονα όμως, και μια παιδική ανημποριά. Αν δεν της δώσω φάρμακο, αν δεν της πω να φάει, να ντυθεί κλπ. σαν να είναι τρίχρονο, μπορεί απλά να κάτσει και να περιμένει ώσπου να μαραθεί.
Μετά, είναι η βραδύτητα. Μέχρι πρότινος με τρέλαινε, τώρα εξοικειώθηκα. Σχέδια επί χάρτου: κάθεται και γράφει σε χρωματιστά χαρτάκια («6-8 πλύσιμο, 8-10 διάβασμα, 10-12 φαγητό»), μόνο που κολλάει σε κάτι, ένα τσατ, ένα τραγούδι στο YouTube, ένα ποίημα που της αρέσει, κι όλα ανατρέπονται. Ποτέ δεν προλαβαίνει. Η μέρα είναι μικρή για να τη χωρέσει. Ράθυμη και νωχελική, δεν βιάζεται. Έχει μια σοφία όλη αυτή η στάση. Η διαχείριση του άπλετου χρόνου.
Δεν βιάζεται να μεγαλώσει. Δεν ντύνεται έξαλλα, δεν θέλει τρύπες στη μύτη, ούτε τατουάζ, ούτε τακούνια, ούτε μηχανές και μεθύσια. Προτιμάει να γιορτάζει ακόμη το γεγονός ότι είναι ανήλικη. Θα γίνει 18 σε λίγους μήνες, αλλά δεν θέλει να το εκμεταλλευτεί. Έχει βαλθεί να απολαύσει τους τελευταίους παιδικούς της μήνες.
Στην αρχή της σχέσης μας είχα σοκαριστεί που είναι τόσο διαφορετική από μένα. Αριστερή, Ολυμπιακός, χορτοφάγος, άθεη εγώ — Κεντρώα, ΑΕΚ, κρεατοφάγος και πιστή εκείνη. Σταδιακά, άρχισα να το εκτιμώ. Δεν θέλω ένα σπασικλάκι που θα με αντιγράφει και θα γίνει mini me, αν και κατά βάθος έχω μια υποψία πως, όταν μεγαλώσει, θα γίνει μια βελτιωμένη εκδοχή mini me (εδώ είναι το σημείο που με κοιτάει ειρωνικά, μου ρίχνει φιλική σφαλιάρα και μου απαντάει: «Κάνε όνειρα»).
Είναι η τελευταία χρονιά που πρέπει να ξυπνάω στις 6:35 και να της ουρλιάζω παραγγέλματα για να σηκωθεί και να ντυθεί. Μου φαίνεται σαν χθες που την ξύπνησα στην πρώτη δημοτικού και ήταν απαρηγόρητη γιατί δεν ήθελε να πάει πουθενά και της είπα, «Δεν είναι τίποτα. Άλλα δώδεκα χρόνια». Τώρα, λίγο σκέφτομαι πως θα ήθελα άλλα δώδεκα μαζί της…
Στο τέλος του καλοκαιριού θα φύγει, θα πάει να σπουδάσει. Θέλω σαν τρελή, θα γίνω φοιτήτρια by proxy, θα κάνουμε σκάιπ και θα μιλάμε κάθε μέρα και δεν θα μου λείπει — ή έτσι προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου. Ξέρω πως όταν θα μπαίνω στο σπίτι θα είναι άδειο χωρίς εκείνη, και θα το ρίχνω στους μελοδραματικούς θεατρινισμούς, μόνο και μόνο για να δικαιώσω τη φήμη μου στα μάτια της: θα κυλιέμαι στο κρεβάτι της κλαίγοντας, θα μυρίζω τα ρούχα της αναστενάζοντας και θα ακούω τα τραγούδια που ακούγαμε μαζί για να πονάω.
Μόνο έτσι θα μπορώ να τη σκέφτομαι σκασμένη στα γέλια να μονολογεί, «Μάνα, είσαι μεγάλο νούμερο».
(Προσοχή: το κείμενο αυτό έχει λογοκριθεί — από την ίδια).