Μαρία Ιωάννου, «Καζάνι»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Μαρία Ιωάννου, «Καζάνι»

«Ήθελα να γράψω για την ωμότητα στις ζωές καθημερινών ανθρώπων, μέσα από έναν ελαφρώς σουρεαλιστικό τρόπο. Κάποιες φορές μοιάζουμε να έχουμε συνηθίσει τη σκληρότητα τής ζωής, σαν να ναρκωνόμαστε. Είναι σημαντικό κάποιες φορές η λογοτεχνία να μας την ξαναθυμίζει, για να ξυπνάμε και ως άνθρωποι και ως αναγνώστες. Το “Καζάνι” το έγραψα γι’ αυτούς που κοχλάζουν μέσα τους, γεμίζοντας τον τόπο πιτσιλιές».

Ναι, όταν το μέσα μας κοχλάζει, γεμίζει το έξω πιτσιλιές… Αυτό το γνωρίζει ως φαίνεται πολύ καλά η εκ Λεμεσού συγγραφέας Μαρία Ιωάννου και συγγράφει/καταγράφει/αφηγείται ιστορίες ζωής και θανάτου παρμένες χωρίς φόβο αλλά με πάθος από ένα ετοιμόρροπο καζάνι που βράζει κυρίως εντός μας, και που οι πιτσιλιές του, ασυγκράτητες, ξεχειλίζουν και γεμίζουν, όπως σοφά λέει, τον τόπο. Τον έξω και τον γύρω μας. Η συγγραφέας ανατέμνει προσεκτικά τη σκληρή πλευρά της ζωής, αυτή την κάτι παραπάνω από αληθινή, που τις περισσότερες φορές χωμένοι στα ατομικά μας ζητήματα —που δεν είναι ατομικά αλλά ατομικίστικα, κι ετούτο είναι, λέω, το μέγα λάθος μας, η αχίλλειος πτέρνα της οπτικής μας των πραγμάτων— κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε, σπαταλώντας ψυχή και διάνοια σε μικρότητες.

Δεν ξέρω επομένως σε τι βαθμό και πόσους παραδομένους στην ατομική αλήθεια και μαζί πλάνη τους μπορεί ένα καλό βιβλίο να αφυπνίσει, όσο ειλικρινές και ευλογημένο με έμπνευση και να είναι, όπως αυτό της νεαρότατης Κύπριας. Δεν είμαι σίγουρη τι καλό προκαλεί στον βομβαρδισμένο με εικόνες και λογής πληροφορίες αναγνώστη της εποχής μας και αν θα έχει διάρκεια η όποια ανατροπή, πάντως η τεχνική εδώ είναι συναρπαστική, και η θαρραλέα και ευφάνταστη, διαυγής και πανέμορφη γραφή γίνεται έξοχο εργαλείο διάνοιξης πνευματικών τοίχων, ενώ η αψεγάδιαστη γλώσσα, που την υποστηρίζει χωρίς κανένα σημείο κοιλιάς, αναδεικνύει με τον ιδανικότερο τρόπο την τεράστια δυναμική των θεμάτων.

Ειπώθηκαν αμέσως λόγια θετικά —δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο— μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή από τις Εκδόσεις Νεφέλη, διατυπωμένα σε ορισμένες περιπτώσεις με πολλά στολίδια. Σαν να ήθελαν οι επαινούντες να πάρουν κι αυτοί κάτι από τη λάμψη της δημιουργού. Ας είναι. Εγώ όμως γι’ αυτό ακριβώς θα μιλήσω απλά, όσο πιο απλά γίνεται, ολιγόλογα και μόνο από καρδιάς, γιατί πιστεύω πως μια τόσο ανατρεπτική και πολύτιμη γραφή δεν έχει ανάγκη από μπιχλιμπίδια.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την άξια, κοφτερή της γλώσσα χωρίς σπατάλες, όμως γενναιόδωρα, και περιγράφει δίχως μισόλογα τις όζουσες καταστάσεις που ανασύρει από τη χωματερή της ζωής.

Έτσι, καταφέρνει και ταρακουνά τον αναγνώστη που σίγουρα θα συγκινηθεί και θα αναρωτηθεί για πολλά και δεν αποκλείεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του ή πτυχές του εαυτού του στους ήρωές της κι ας είναι ή ας μοιάζουν —ή ας τους αποκαλούμε έτσι τέλος πάντων για να ξεμπερδέψουμε μαζί τους— περιθωριακοί. Ας κοιταχτούμε καλά στον καθρέφτη τούτης της κατάστασης που έσκασε στα κεφάλια μας, την είπαμε κρίση και βολευτήκαμε, και ύστερα να ξαναδώσουμε τον ορισμό για το περιθώριο· ίσως παραδεχτούμε μιαν ώρα αρχύτερα ότι φτάσαμε κιόλας σε μιαν άλλου τύπου περιθωριοποίηση, όχι απαραίτητα οικονομική ή μόνον οικονομική, και πλέον δεν μας τιμά και πολύ η φανφάρα.

Ο βουτηγμένος σε οικονομική και αξιακή ομίχλη Δυτικός άνθρωπος και ο αχαρτογράφητος πόνος του, η αβεβαιότητα, η απόγνωσή του, που δεν κρύβεται άλλο με αριθμούς και λογιστικά τεχνάσματα, η αφτιασίδωτη πραγματικότητα, που ξερνάει το όνειρό του και το συντρίβει, είναι ο πρωταγωνιστής, το κεντρικό πρόσωπο με παραλλαγές, σε όλα τα διηγήματα της συλλογής. Υπέροχα πλάσματα οι ήρωες της Ιωάννου, αφήνουν τα χνάρια τους όπου χτίζουν και την ίδια στιγμή γκρεμίζουν το που-θα-μπορούσε-να-είναι-λαμπρό -και-μόνο-λαμπρό οικοδόμημα του πολιτισμού μας.

Νιώθω πως το παραπάνω είναι το πολύτιμο διά ταύτα των ιστοριών της συλλογής, απαλλαγμένο από διδακτισμούς και κλισέ, ξεκάθαρο και διόλου θεωρητικό. Όποιος θέλει το βλέπει.

Οι τίτλοι των διηγημάτων ίσως δίνουν ένα κάποιο στίγμα, ίσως παραπλανούν, σίγουρα πάντως ιντριγκάρουν με την ευφυή απλότητά τους:

«Το τελευταίο λευκό μυρμήγκι», «Κούκλα», «Το Ρόπαλο», «Cactus Belli», «Έρημος», «Δεν έχω τίτλο», «Η προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου», «Singer», «Σάρκα», «Πάρτι», «Ούτε εγώ έχω τίτλο», «ΚΑΖΑΝΙ», «Τρύπες», «Φοινικιές», «Ο Καπετάνιος στη φουρτούνα (δεν) φαίνεται», «Χείμαρρος», «Αν είχα τίτλο θα ήμουν ΧΑΒΑΗ», «Ψυγείο», «Appendix: Διάρκεια Ζωής».

Ξεχώρισα τρία: την «Προσωρινή ευτυχία ενός χαριτωμένου φόνου», το «Singer» και τη «Σάρκα». Τα διάλεξα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη γιατί ένιωσα —ναι, γεννήθηκαν συναισθήματα από το εκατοντάφυλλο μικρόσχημο βιβλίο— με την ανάγνωση της πρώτης τους παραγράφου πως μέσα από την καταρχάς απλή και ευκολοδιάβαστη ιστορία που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους βγαίνει ό,τι λέμε πολύ ζουμί. Οι ηρωίδες τους είναι οι γυναίκες της διπλανής μας πόρτας που τόσο τις έχουμε συκοφαντήσει, θα πω σαν πρώτη σκέψη, ή οι θηλυκές εκδοχές των ανωνύμων αγίων του Γιάννη Ρίτσου σε εκείνα τα τρομερά πεζά από τη σειρά του «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», αν θέλετε να εκφράσω την πρώτη αυτή σκέψη παραστατικότερα. Μανάδες κοριτσιών, θυγατέρες μητέρων. Γυναίκες τού σήμερα, καθημερινές, απλές, στωικές, και ίσως γι’ αυτό ακριβώς πολύ γενναίες, σοφά γενναιόδωρες, σοφά υπέροχα πλάσματα που κουβαλούν τη βαριά κληρονομιά του φύλου τους ψηλαφώντας για διέξοδο στα σκοτάδια μωρών κοινωνιών, στις οποίες η θανατική ποινή —αν είναι δυνατόν— υφίσταται ακόμα για άντρες και γυναίκες, και η γυναικεία ανεξαρτησία, η ισότητα όπως παραπλανητικά τη λένε, παραμένει όραμα το οποίο τιμωρείται εκεί όπου ένα κομμάτι πανί κρύβει τη φυλετική αδικία, ή κενό γράμμα σε κούφια συντάγματα δήθεν πολιτισμένων κρατών.

 
[ Εικονογράφηση: Swarez, Trouble | www.thedripartist.com ].