Ματωμένες σελίδες

C
Άντζη Κουνάδη

Ματωμένες σελίδες

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι είμαι φανατική Bellολάτρις (με «ι», μην μας περάσουν και για τίποτε αγράμματες) από τη δεκαετία του ’80, δεν χάνω βιβλίο τους. Οπότε, μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου όταν έμαθα ότι σκόπευαν να εκδώσουν τα βιβλία του φοβερού Chris Carter, ενός γκόθικ-ροκά τύπου με αχαλίνωτη φαντασία, για τον οποίο ήδη συζητούσαμε και στην Ελλάδα. Ο «Δολοφόνος με το Σημάδι του Σταυρού» είναι το πρώτο του βιβλίο, αλλά τα Bell υποσχέθηκαν ότι θα εκδίδουν δύο κάθε χρόνο ώστε να προλάβουν τρόπον τινά τον συγγραφέα καθώς έχει ήδη εκδώσει εννιά βιβλία μέχρι στιγμής. Το καλό που τους θέλω είναι να βιαστούν, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο διαβάστηκε εντός δύο (2) ημερών.

Σ’ αυτό το πρώτο του εγχείρημα λοιπόν γνωρίζουμε τον ήρωά του, τον ντετέκτιβ Ρόμπερτ Χάντερ, ένα παιδί-θαύμα με πτυχίο στην Ψυχολογία και διδακτορικό στην Ανάλυση Εγκληματικής Συμπεριφοράς με λαμπρότατο μέλλον, το οποίο και παράτησε όταν κατατάχθηκε στην αστυνομία μετά τον θάνατο του πατέρα του κατά τη διάρκεια μίας ληστείας. Δύο χρόνια μετά την επιτυχημένη –κατά την άποψη των Αρχών– σύλληψη ενός κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου που μάρκαρε τα θύματά του χαράζοντας έναν διπλό σταυρό στο πίσω μέρος του λαιμού τους, παρόμοια εγκλήματα ιδιαζόντως ειδεχθή ξαναρχίζουν.

Φτάνοντας στη μέση του βιβλίου ήμουν ήδη μπερδεμένη, γοητευμένη και ίσως και αηδιασμένη. Καλά, εντάξει, ποιον κοροϊδεύω; Το παραδέχομαι, τρελαίνομαι για gore σκηνές. Ο Carter είναι κάπως ωμός στις περιγραφές του. Για παράδειγμα, παραθέτω ένα «ελαφρύ» απόσπασμα:

Ακριβώς μπροστά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, λιγότερο από ένα μέτρο από τον πίσω τοίχο, το γυμνό σώμα μιας γυναίκας κρεμόταν από δύο παράλληλους ξύλινους πασσάλους. Ήταν σε γονατιστή στάση, με τα χέρια τεντωμένα όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν και τα λυγισμένα της γόνατα να ακουμπούν στο πάτωμα. Το σκοινί που κρατούσε τους καρπούς της δεμένους στο επάνω μέρος των πασσάλων είχε κόψει βαθιά τη σάρκα της και σκούρες γραμμές ξεραμένου αίματος διακοσμούσαν τώρα τα λεπτά της μπράτσα. […] Ένα σμήνος μύγες στριφογύριζε με ακατάπαυστο βουητό γύρω από το σώμα της, χωρίς να πλησιάζει όμως το πρόσωπό της. Το γυμνό από δέρμα πρόσωπό της. Μια άμορφη μάζα μυϊκών ιστών…

Το πιάσατε το νόημα.

Γενικότερα όλο το βιβλίο είναι γραμμένο απλά, οι πρωταγωνιστές μιλούν όπως θα μιλούσαν στην καθημερινότητά τους, χωρίς φανφάρες ή βαρύγδουπες εκφράσεις. Ιδιαίτερα επεξηγηματικές περιγραφές, εμβάθυνση τόσο στους χαρακτήρες όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνεις ότι ο ντετέκτιβ Χάντερ είναι ένας ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος και γνώστης της ψυχολογικής κατάστασης και του μυαλού ενός κατ’ εξακολούθηση δολοφόνου. Ανατρέχοντας στο βιογραφικό του Carter, ανακάλυψα ότι είναι και ο ίδιος ψυχολόγος με ειδίκευση στην εγκληματική συμπεριφορά γι’ αυτό και όλο το βιβλίο διακατέχει μία, ας το πούμε έτσι, αυθεντικότητα. Ο άνθρωπος ξέρει το αντικείμενό του, τέλος.

Τώρα, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, που είναι τελικά μία ιστορία εκδίκησης ενός πολύ αρρωστημένου μυαλού, υπάρχει και μία δεύτερη ιστορία. Είναι η ιστορία ενός προαγωγού και των προσπαθειών του να ανακαλύψει τους δολοφόνους ενός εκ των κοριτσιών του. Ενός προαγωγού που ξέρει ποιος είναι, τι κάνει για επάγγελμα, αλλά που συγχρόνως φέρεται σωστά (όσο σωστά μπορεί να φερθεί κάποιος στη θέση του) στις κοπέλες που «απασχολεί». Και η ικανοποίηση που ένιωσα όταν τους ανακάλυψε ήταν άνευ προηγουμένου.

Τα λόγια του έκρυβαν κάτι παραπάνω από οργή. Ο Χάντερ ήξερε ότι είχε δίκιο. Η Τζένι σήμαινε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι τα άλλα κορίτσια για τον Ντι-Κινγκ. Ξανακοίταξε τους τρεις δεμένους άντρες. Του ανταπέδωσαν το βλέμμα με αυθάδικα χαμόγελα, σαν να ήξεραν ότι ήταν υποχρεωμένος να τους συλλάβει, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ότι αυτό ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι μπάτσοι. Ο Χάντερ αισθανόταν κουρασμένος. Αρκετά πια. Δεν έπρεπε καν να βρίσκεται εκεί. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμία σχέση με τον Δολοφόνο με το Σημάδι του Σταυρού. Δεν αποτελούσαν δικό του πρόβλημα, αλλά του Ντι-Κινγκ. «Δεν πά’ να γαμηθεί το πρωτόκολλο», είπε. «Δεν ήρθα ποτέ εδώ».

Ο Carter κατάφερε να γράψει ένα βιβλίο με ρυθμό κινηματογραφικής περιπέτειας. Ναι, είναι η πρώτη του προσπάθεια και ίσως –τονίζω το ίσως– κάποιοι βρουν ατέλειες. Είναι επίσης ένα βιβλίο που δεν κάνει για «ευαίσθητους»: οι σκηνές και ο τρόπος των εγκλημάτων είναι σκληρές. Δεν παύει όμως να είναι γρήγορο, αιματηρό, να σε κάνει να γυρίζεις συνέχεια τις σελίδες, να διαβάζεις μία αράδα ακόμη και να λες στον σύντροφό σου, «Ναι, έρχομαι, μισό λεπτό να τελειώσω το κεφάλαιο». Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα ωραίο αστυνομικό; Φτάνοντας στην κορύφωση στις τελευταίες σελίδες όπου όλα εξηγούνται, έμεινα να κοιτώ σαν χαζή το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου — πώς ήταν δυνατόν να είναι αυτός ο δολοφόνος; Και όμως: ναι…

Επειδή τελικά όλα συνοψίζονται στο ερώτημα, «Εντάξει, το διάβασα. Μου άρεσε;», μπορώ να βροντοφωνάξω «ΝΑΙ!» και ανυπομονώ για το επόμενο που θα μεταφραστεί και θα εκδοθεί στα ελληνικά. (Εξαιρετική, να πούμε εδώ, η μετάφραση της Βεατρίκης Κάντζολα Σαμπατάκου, φαίνεται ότι το «έζησε» το βιβλίο). Οπότε εσείς εκεί, στις Εκδόσεις BELL, βιαστείτε!

[ Πηγή φωτογραφίας ]