Με κομμένη την ανάσα
Στο θέατρο υπάρχει μια βασική αρχή, μια θεμελιώδης απαίτηση από τον θεατή, που λέγεται «suspension of disbelief», δηλαδή «αναστολή [άλλοι το λένε άρση, ή υπέρβαση] της δυσπιστίας». Ο πρωτότυπος όρος είναι στα αγγλικά διότι αποτελεί επινόηση του Άγγλου ποιητή Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, ο οποίος την αποκαλούσε επίσης «ποιητική πίστη». Ο Κόλεριτζ εννοούσε ότι, εφόσον ένας συγγραφέας, ή ποιητής, κατάφερνε να ενσωματώσει μια αρκετά πειστική προσομοίωση της αλήθειας σε ένα φανταστικό αφήγημα, έτσι ώστε να προκαλέσει το ανθρώπινο ενδιαφέρον, τότε ο αναγνώστης θα αγνοούσε εκούσια τα φανταστικά (δηλαδή τα αναληθοφανή) στοιχεία και θα ταυτιζόταν με αυτό που διάβαζε.
Όπως ήταν φυσικό, μια τέτοια ιδέα βρήκε αμέσως εφαρμογή και απήχηση στις παραστατικές τέχνες, και αποτέλεσε πολύ χρήσιμο εργαλείο στην υπέρβαση των εγγενών περιορισμών τους, καθώς πάνω στη θεατρική σκηνή, π.χ., τα μέσα που έχεις στη διάθεσή σου για να εξυφάνεις μια αφήγηση είναι πεπερασμένα. Ένα ακραίο παράδειγμα από τον χώρο του κινηματογράφου είναι η ταινία Dogville του Λαρς φον Τρίερ, όπου το σκηνικό της πόλης είναι τόσο μινιμαλιστικό που δεν υπάρχουν καν κτίρια, παρά μόνο περιγράμματα κάτοψης κτιρίων ζωγραφισμένα στο πάτωμα. Και, βέβαια, υπάρχει και η όπερα.
Η όπερα, ήδη από το ξεκίνημά της, τον 17ο αιώνα, εστίαζε κυρίως στα μυθολογικά θέματα, καθώς προσπαθούσε να αναβιώσει το αρχαίο δράμα. Επομένως, κατά μία έννοια, είχε ήδη ενσωματωμένη την έννοια της αναστολής της δυσπιστίας, καθώς οι θεατές δεν ενοχλούνταν καθόλου από το γεγονός ότι παρακολουθούσαν μυθικούς χαρακτήρες να κάνουν απίστευτα πράγματα και να μιλούν τραγουδιστά, και μάλιστα κάνοντας ακροβατικά με τις φωνές τους (κολορατούρες). Στην πορεία άρχισαν να κερδίζουν έδαφος θέματα πιο κοντά στην πραγματικότητα, με βασιλιάδες, πριγκίπισσες και μεγαλοαστούς, ώσπου τελικά εισέβαλε για τα καλά ο ρεαλισμός, με όχημα το κίνημα του βερισμού.
Βέβαια, για να πετύχει όλο αυτό το εγχείρημα της όπερας, χρειαζόταν μια ολοένα και στενότερη σχέση ανάμεσα στη μουσική, το κείμενο και τη σκηνική δράση, κάτι που αποτέλεσε στόχο ζωής του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει το απόλυτο ολοκληρωμένο έργο τέχνης, όπου όλα τα διαφορετικά στοιχεία θα γίνονταν ένα. Ο Βάγκνερ θεωρούσε την ιταλική όπερα ανάξια λόγου γιατί πίστευε πως εκείνα τα έργα γράφονταν έτσι ώστε να μπορούν οι τραγουδιστές να αναδείξουν τη φωνή τους, ενώ ο ίδιος υπηρετούσε αποκλειστικά το καλλιτεχνικό του όραμα. Τελικά, όμως (και αυτή είναι καθαρά προσωπική άποψη, για να εξηγούμαστε), η απόλυτη ενοποίηση λόγου, μουσικής και δράσης ήρθε από την Ιταλία, και συγκεκριμένα από τον Τζάκομο Πουτσίνι.
Ο Πουτσίνι γεννήθηκε το 1858 και μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια. Έδειξε από μικρός το ταλέντο του, και ήδη από τα 25 του θεωρούνταν πολλά υποσχόμενος συνθέτης στους μιλανέζικους μουσικούς κύκλους. Εκείνη περίπου την περίοδο, παρακινημένος από έναν φίλο και συμμαθητή του στο ωδείο, τον Αμιλκάρε Πονκιέλι (κατόπιν συνθέτη της περίφημης όπερας La Gioconda), έστρεψε το ενδιαφέρον του στην όπερα. Και δεν έχασε κανείς από αυτήν τη στροφή· ούτε ο Πουτσίνι, ούτε η τέχνη της όπερας. Μετά τα δυο πρώτα του έργα, Le Villi και Edgar, ακολούθησαν τέσσερις τεράστιες επιτυχίες: Manon Lescaut, La Bohème, Tosca και Madama Butterfly.
Το 1904, ενώ δούλευε πάνω στην Madama Butterfly, ο Πουτσίνι λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του σε αυτοκινητικό ατύχημα. Ακολούθησε πολύμηνη νοσηλεία, κατά την οποία ανακαλύφθηκε πως έπασχε και από διαβήτη. Η περιπέτεια της υγείας του, μεταξύ άλλων, συνετέλεσε στο να μειώσει αρκετά τον ρυθμό της δουλειάς του τα επόμενα χρόνια. Η επόμενη όπερά του, La Fanciulla del West, ολοκληρώθηκε έξι ολόκληρα χρόνια μετά, το 1910. Ακολούθησε η La Rondine και το Τρίπτυχο (Il Tabarro, Suor Angelica και Gianni Schicchi). Η τελευταία του όπερα, που μας ενδιαφέρει εδώ, η Turandot, έμεινε ημιτελής· οι δύο τελευταίες σκηνές ολοκληρώθηκαν από τον συνθέτη Φράνκο Αλφάνο.
Για να επιστρέψουμε, λοιπόν, εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, χρειάζεται αρκετή αναστολή της δυσπιστίας εκ μέρους του θεατή για να μπει στο κλίμα της Τουραντό, καθώς το έργο μάς μεταφέρει σε μια μυθική δυστοπική Κίνα, όπου η όμορφη πριγκίπισσα Τουραντό θα δεχτεί να παντρευτεί μόνο όποιον απαντήσει σωστά σε τρία μυστικά αινίγματα. Όποιος μνηστήρας δεν απαντήσει σωστά, θα αποκεφαλιστεί. Από τη στιγμή που θα αποδεχτεί εξαρχής ο θεατής αυτή τη σύμβαση, όσα ακολουθούν φαντάζουν απολύτως λογικά. Και ο Πουτσίνι φροντίζει να το καταστήσει αυτό απόλυτα σαφές και να το επιβάλει με τα πρώτα κιόλας λόγια που ακούγονται: «Popolo di Pekino! La legge è questa:» («Λαέ του Πεκίνου! Αυτός είναι ο νόμος:») Κι έτσι μπορεί να ξετυλιχτεί ανεμπόδιστα η πρώτη πράξη, η οποία είναι και ο λόγος που συμπεριλαμβάνω αυτή την όπερα στα αγαπημένα μου έργα. Και οι επόμενες δύο είναι υπέροχες, βέβαια, αλλά σε αυτή την πρώτη πράξη ο Πουτσίνι κάνει κάτι που ελάχιστοι δημιουργοί καταφέρνουν (ο Τόμας Πίντσον μού έρχεται αβίαστα στον νου): σε αρπάζει από τον γιακά και σου δίνει απανωτά μουσικά και δραματικά χτυπήματα, χωρίς σταματημό, για να σπάσει το κέλυφός σου και να ξεχυθούν από μέσα κάθε είδους συναισθήματα· κι εσύ, άναυδος, με την ανάσα κομμένη, τα δέχεσαι περιμένοντας με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα το επόμενο. Δεν είναι καθόλου τυχαία η επίδραση που άσκησε ο τρόπος που ενορχηστρώνει ο Πουτσίνι στους μεγάλους κινηματογραφικούς συνθέτες που ακολούθησαν. Το ξεκλείδωμα της ψυχής του θεατή θέλει μαστοριά.
Η Τουραντό, λοιπόν, ξεκινά εξαγγελτικά, με μια δραματική μικρή μουσική φράση, μια επαναλαμβανόμενη συγχορδία από την ορχήστρα και έναν μανδαρίνο να παρουσιάζει το υπόβαθρο της πλοκής με τρεις μόνο νότες. Ήδη γεννιέται μια αίσθηση απειλής και φρίκης. Όποιος δεν απαντήσει σωστά, πεθαίνει. Και ο πρίγκιπας της Περσίας, που έκανε λάθος, θα πεθάνει μόλις βγει το φεγγάρι. Το πλήθος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, ξεφωνίζει διψώντας για αίμα, μόνο και μόνο για να δεχτεί τα σπρωξίματα και τις βρισιές των φρουρών. Μέσα στην αναμπουμπούλα ένας τυφλός γέρος πέφτει, η κοπέλα που τον συνοδεύει ζητά βοήθεια για να τον σηκώσει, κι ένας νέος (ο Άγνωστος Πρίγκιπας) τρέχει να βοηθήσει και ανακαλύπτει πως ο γέρος είναι ο πατέρας του, ο φυγάς βασιλιάς μιας περιοχής που έχει μόλις κατακτηθεί από τους Κινέζους. Όλα αυτά γίνονται μέσα σε ιδιαίτερα δραματική μουσική, με υπέροχες μουσικές φράσεις, και με δυναμικές παρεμβάσεις από το πλήθος (η πρώτη πράξη της Τουραντό περιέχει τις καλύτερες σκηνές πλήθους που έχουν γραφτεί ποτέ σε όπερα). Οι τόνοι πέφτουν για λίγο, καθώς όλοι προετοιμάζονται για την εκτέλεση του πρίγκιπα της Περσίας, αλλά η συναισθηματική φόρτιση δεν υποχωρεί ούτε στο ελάχιστο: ο Πουτσίνι μάς έχει πιάσει από τον γιακά και δεν μας αφήνει ούτε στιγμή, με ομοβροντίες υπέροχων μελωδιών και δραματικών στιγμών, και με μια εξαιρετικά έξυπνη ενορχήστρωση. Τότε εμφανίζεται για μια στιγμή η Τουραντό και ο πρωταγωνιστής μας την ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. Ο γέρος πατέρας και η κοπέλα που τον συνοδεύει (η Λιου) καταλαβαίνουν τι συνέβη και προσπαθούν να μεταπείσουν τον Άγνωστο Πρίγκιπα. Οι Τρεις Μανδαρίνοι (το κωμικό στοιχείο της όπερας) προσπαθούν κι αυτοί να τον μεταπείσουν, αλλά μάταια. Η Λιου, με μια υπέροχη άρια, προσπαθεί κι αυτή να τον μεταπείσει κλαίγοντας, και αποκαλύπτει πως είναι ερωτευμένη από παλιά μαζί του. Όμως ο Άγνωστος Πρίγκιπας, με μια εξίσου υπέροχη άρια, την παρακαλεί να συνεχίσει να φροντίζει τον πατέρα του και να του απαλύνει τον δρόμο της εξορίας. Και η δραματική ένταση κορυφώνεται με τον Άγνωστο Πρίγκιπα να χτυπά το γκονγκ αναγγέλλοντας την υποψηφιότητά του, τον πατέρα του και τη Λιου να καταρρέουν συνειδητοποιώντας ότι θα τον χάσουν για πάντα, το πλήθος να τον οικτίρει και τους τρεις Μανδαρίνους να φεύγουν γελώντας, λέγοντας πως, όταν ακούγεται το γκονγκ, ο θάνατος χαίρεται. Και η πρώτη πράξη τελειώνει.
Μόνο τότε καταφέρνεις να πάρεις ανάσα, μόνο τότε ξεφουσκώνει το στήθος από τη συναισθηματική φόρτιση, μόνο τότε στεγνώνει κάπως ο βούρκος στα μάτια. Και, ευτυχώς, ο Πουτσίνι έχει προνοήσει ώστε η δεύτερη πράξη να αρχίζει ήρεμα, νοσταλγικά, ανάλαφρα και φυσιολατρικά. Μέχρι να αρχίσουν πάλι τα δράματα, βέβαια. Και ας μην ξεχνάμε ότι στην αρχή της τρίτης πράξης μάς περιμένει η μαγική στιγμή της άριας Nessun dorma.
Σε περίπτωση που έχετε την ευκαιρία να δείτε ζωντανά την Τουραντό, μην τη χάσετε. Επίσης, κατά καιρούς η κρατική τηλεόραση προβάλλει μια πολύ ωραία παράσταση με την Ντιμίτροβα και τον Μαρτινούτσι, την οποία όμως δεν βρήκα στο YouTube. Έτσι, σαν εναλλακτική προτείνω μια άλλη με τη Μάρτον και τον Καρέρας.