Με πείσμα και νοσταλγία
Το άρθρο αυτό θα δημοσιευτεί στις 7 Μαΐου, την ημέρα δηλαδή που οι Γάλλοι θα ψηφίζουν για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Θέλω να πιστεύω, όπως άλλωστε προβλέπουν και οι δημοσκοπήσεις, ότι ο Εμανουέλ Μακρόν θα νικήσει τη Μαρίν Λε Πεν και θα σώσει τη Γαλλία από μια καταστροφή από τις μεγαλύτερες στην ιστορία της. Διότι η νίκη του Εθνικού Μετώπου δεν θα σήμαινε μόνο την κατάληψη της εξουσίας σε μια σπουδαία χώρα της Ευρώπης από ένα κόμμα με καταγωγή αδιαμφισβήτητα φασιστική, αλλά και την έξοδο της Γαλλίας από το ευρώ, την, σε σύντομο χρονικό διάστημα, διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αναζωπύρωση του καταστροφικού εθνικισμού και, εντέλει, την εδραίωση της υπεροχής στη γηραιά ήπειρο μιας αναγεννημένης αυτοκρατορικής Ρωσίας υπό την ηγεσία του νέου τσάρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Παρά τα προγνωστικά, εάν νικήσει ο Εμανουέλ Μακρόν, ή καλύτερα όσα ο Μακρόν εκπροσωπεί, θα μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα μικρό θαύμα. Κι αυτό γιατί, ας μη γελιόμαστε, το ρεύμα του κοσμοπολιτισμού και του φιλελευθερισμού, των προταγμάτων του Βολτέρου, του Τοκβίλ, της Γαλλικής Επανάστασης, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Ρεϊμόν Αρόν, έχει υποσκελιστεί από την αναβίωση του ρεύματος της αντίδρασης, του εθνικισμού και του συντηρητισμού —του ρεύματος εκείνου δηλαδή, αυθεντικός εκφραστής του οποίου ήταν κάποτε η Κυβέρνηση του Βισί και σήμερα έμβλημα και σημαιοφόρος το Εθνικό Μέτωπο—, ενός ρεύματος που αναθεματίζει την παγκοσμιοποίηση, τις αγορές, την ανεκτική κοινωνία, την πολιτική των ανοιχτών συνόρων, τη μεγάλη επιχειρηματική και τεχνολογική επανάσταση του καιρού μας, και που θα ήθελε να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να επιστρέψει στην ισχυρή, αγνή και μεγαλειώδη Γαλλία, σε μια ψευδαίσθηση όμοια με εκείνη που είχε για λίγο αναστήσει ο μεταδοτικός βολονταρισμός και η σαγηνευτική ρητορεία του Στρατηγού ντε Γκολ.
Η αλήθεια είναι πως η Γαλλία δεν έχει εκσυγχρονιστεί και πως το κράτος εξακολουθεί να βάζει ανυπέρβλητα εμπόδια στην πρόοδο, με τον εξοντωτικό παρεμβατισμό του στην οικονομική ζωή, την άκαμπτη γραφειοκρατία, την ασφυκτική φορολογία και τη διαρκή μείωση των κοινωνικών παροχών, που, ενώ στη θεωρία είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες, στην πράξη καθίστανται ολοένα και πιο ανεπαρκείς, εξαιτίας της αυξανόμενης αδυναμίας της χώρας να τις χρηματοδοτήσει. Η Γαλλία υποδέχτηκε μεγάλο αριθμό μεταναστών, σε μεγάλο βαθμό προερχόμενο από τις χώρες της παλιάς αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας της, τον οποίο όμως δεν ήξερε ούτε και ήθελε να ενσωματώσει, και αυτή είναι σήμερα η πηγή της μεγάλης δυσαρέσκειας και της βίας στα γκέτο, εκεί όπου οι στρατολόγοι της ισλαμικής τρομοκρατίας επιδίδονται με μεγάλη επιτυχία σε προσηλυτισμό. Την ίδια στιγμή, η απογοήτευση των εργατών που δούλευαν σε εργοστάσια που έκλεισαν δίχως να αντικατασταθούν από άλλα, μετέτρεψε την κόκκινη ζώνη του Παρισιού, εκεί όπου μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα δέσποζε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, σε προπύργιο του Εθνικού Μετώπου.
Όλα αυτά θέλει να τα αλλάξει ο Εμανουέλ Μακρόν, και αυτό είναι κάτι που τονίζει με σχεδόν αυτοκτονική εμμονή, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, χωρίς να καταφύγει ούτε στιγμή σε λαϊκιστικές υποχωρήσεις, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι, εάν κάνει κάτι τέτοιο, αύριο, όταν πια θα είναι στην εξουσία, δεν θα μπορεί να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα βγάλουν τη Γαλλία από την ιστορική αδράνεια και θα τη μεταμορφώσουν σε μια χώρα σύγχρονη, σε μια δημοκρατία λειτουργική και στη δεύτερη, μετά τη Γερμανία, ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Μακρόν αναγνωρίζει επίσης πως η δημιουργία μιας Ευρώπης ενωμένης, δημοκρατικής και φιλελεύθερης, δεν είναι μόνο αναγκαία προϋπόθεση ώστε οι παλιές χώρες της Δύσης, λίκνα της ελευθερίας και του δημοκρατικού πολιτισμού, να συνεχίσουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο τού αύριο, αλλά ότι, χωρίς μια τέτοια Ευρώπη, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη σταδιακά θα φτωχοποιηθούν και θα παραγκωνιστούν στη γωνιά ενός πλανήτη όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία, οι νέοι γίγαντες, θα νέμονται την παγκόσμια ηγεμονία, ενόσω η Ευρώπη των «γηραιών στηθαίων» του Ρεμπό θα οπισθοχωρεί προς μια κατάσταση τριτοκοσμική. Και ο Θεός ―ή ο σατανάς― να μας σώσει από έναν πλανήτη όπου όλη η εξουσία θα βρίσκεται στα χέρια του Βλαντιμίρ Πούτιν, του Σι Ζιπίνγκ και του Ντόναλντ Τραμπ!
Ο φιλοευρωπαϊσμός του Μακρόν είναι από τις καλύτερες περγαμηνές του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο φιλόδοξο και αξιοθαύμαστο πολιτικό εγχείρημα της εποχής μας και έχει αποφέρει τεράστια οφέλη στις 28 χώρες που την αποτελούν. Μπορούμε να ασκήσουμε όση κριτική θέλουμε στις Βρυξέλλες για να συμβάλουμε στις αλλαγές και τις προσαρμογές που είναι απαραίτητο να γίνουν εν όψει των νέων δεδομένων, όμως, ακόμα και έτσι, χάρη ακριβώς σε αυτή την ένωση, τα κράτη-μέλη της έχουν ήδη απολαύσει τους καρπούς της μακροβιότερης στην ιστορία τους ειρηνικής συμβίωσης, ενώ ασφαλώς θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από οικονομικής άποψης χωρίς τα προνόμια που τους εξασφάλισε η ενοποίηση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι κάτι που πολύ σύντομα θα καταλάβει και το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν οι συνέπειες του απονενοημένου Brexit αρχίσουν να γίνονται αισθητές.
Το να είσαι φιλελεύθερος και να το διατρανώνεις στη σημερινή Γαλλία, όπως έκανε ο Μακρόν στην εκστρατεία του, είναι πράξη αυθεντικά επαναστατική. Ισοδυναμεί με το να δίνεις πίσω στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα τον ρόλο της ως κύριου εργαλείου δημιουργίας θέσεων εργασίας και ατμομηχανής της ανάπτυξης. Σημαίνει να αναγνωρίζεις στον επιχειρηματία τον ρόλο του ως πρωτοπόρου του εκσυγχρονισμού, βλέποντας πέρα από την ιδεολογική καρικατούρα που τον διαβάλλει και τον λοιδορεί, και προϋποθέτει να διευκολύνεις την προσπάθειά του, συρρικνώνοντας το κράτος και περιορίζοντας την εμπλοκή του σε εκείνους τους τομείς που πραγματικά το αφορούν ―την απονομή δικαιοσύνης και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια―, επιτρέποντας έτσι στην κοινωνία των πολιτών να επιδιώξει, με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, τόσο την ευημερία όσο και τη διαχείριση των υπαρχουσών οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων. Σε αντίθεση με τους ευσεβείς πόθους των εθνικιστών, το έργο αυτό δεν μπορούν πλέον να το φέρουν εις πέρας χώρες απομονωμένες και εσωστρεφείς· στο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό τού σήμερα, η ανοιχτότητα και η συνεργασία είναι απαραίτητες, και αυτό ακριβώς οδήγησε τις χώρες της Ευρώπης στο αίσιο βήμα προς την ενοποίηση.
Η Γαλλία είναι μια πολύ πλούσια χώρα την οποία οι λάθος κρατικές πολιτικές, τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, φτωχοποίησαν και κρατάνε πίσω, την ίδια ώρα που η Ασία και η Βόρεια Αμερική, πιο υποψιασμένες για τις ευκαιρίες που θα δημιουργούσε η παγκοσμιοποίηση για τις χώρες τους, άνοιγαν τα σύνορά τους και έκαναν την είσοδό τους στις παγκόσμιες αγορές, προσπερνώντας την. Με τον Μακρόν, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, δίνεται ξανά στη Γαλλία η δυνατότητα να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, να κάνει τις τολμηρές ―και οδυνηρές, φυσικά― μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν τον όγκο ενός κράτους υδροκέφαλου, ενός κράτους που φρενάρει και ρυθμίζει τις παραγωγικές δυνάμεις του μέχρις τελικής πτώσεως, και να δείξει στους νέους της πως, για να αξιοποιήσουν τη δημιουργικότητα και τα ταλέντα τους, πρέπει να πάψουν να επιλέγουν την καριέρα στο Δημόσιο και να προτιμήσουν τον απέραντο και γεμάτο καινούργιες ευκαιρίες κόσμο της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης των ημερών μας.
Για πολλούς αιώνες, η Γαλλία ήταν μια από τις χώρες που, χάρη στην ευφυΐα και την τόλμη των πνευματικών και επιστημονικών τους ελίτ, βρέθηκαν επικεφαλής των αλμάτων προόδου, όχι μόνο στα γράμματα και στην καλλιτεχνική έκφραση, αλλά και στις επιστήμες και την τεχνολογία, επιτρέποντας έτσι στον ελεύθερο πολιτισμό να κάνει γιγάντια βήματα. Η ελευθερία αυτή δεν καρποφόρησε μόνο στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και στις τέχνες. Καρποφόρησε και στην πολιτική, με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αυτό το καταλυτικό όριο ανάμεσα στον πολιτισμό και τον βαρβαρισμό ― ένα από τα σημαντικότερα κληροδοτήματα της Γαλλικής Επανάστασης. Επαναπαυμένη στις δάφνες της και ζώντας με τη νοσταλγία περασμένων μεγαλείων, τον κρατισμό και τον εμπορικό εφησυχασμό, η Γαλλία έφτασε στο χείλος μιας φρικαλέας αβύσσου στην οποία ήταν έτοιμος να τη σπρώξει ο εθνικιστικός λαϊκισμός.
Ίσως τώρα, με τον Μακρόν, να ξεκινήσει η ανάκαμψη, αφήνοντας μόνο σε εμάς τους λογοτέχνες την επικίνδυνη συνήθεια να εξετάζουμε με πείσμα και νοσταλγία το ανεπανόρθωτο παρελθόν.
[ Δημοσιεύτηκε στην El Pais, στις 7.5.17. Μετάφραση: Μαρία Τσάκος ].