Με τη μεριά του δολοφόνου

C
Βασίλης Καλανδαρίδης

Με τη μεριά του δολοφόνου

Τα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας έχουν λίγο ή πολύ ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Γίνεται ένα έγκλημα, μια ληστεία, κάτι κακό που λέμε. Αναλαμβάνει την υπόθεση κάποιος επιθεωρητής ή μια ομάδα αστυνομικών, αρχικά η έρευνα δείχνει να κολλάει και το αδιέξοδο φαίνεται σίγουρο. Ταυτόχρονα, μαθαίνουμε λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή του αστυνομικού και του δράστη: η ιστορία προχωράει με λίγα λόγια. Κάποια στιγμή συμβαίνει κάτι, βλέπει ένα φως ο αστυνομικός, και λύνεται το αίνιγμα. Προς Θεού, δεν θέλω να πω ότι είναι εύκολο όλο αυτό, απλά έτσι γίνεται και προφανώς κάθε συγγραφέας σού παρουσιάζει με το δικό του στυλ το παραμύθι. Με τον Χάρι Χόλε γίνεσαι αλκοολικός, με τον Μπέρνι Γκούντερ τρως ξύλο αλλά κλείνεις και το μάτι στη γυναικάρα απέναντι, με τον Μονταλμπάνο σκας στο φαγητό και με τον Ρέμπους γίνεσαι κυνικός μέχρι αηδίας.

Κάπως έτσι τα είχα κι εγώ στο μυαλό μου, μέχρι που άρχισα να διαβάζω το πρώτο βιβλίο του Malcolm Mackay, «Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ». Η ιστορία διαδραματίζεται στη Γλασκώβη, πόλη στην οποία γεννήθηκε και ζει ο Mackay. Μια Γλασκώβη σκοτεινή, υγρή, μουντή κι επικίνδυνη. Μια Γλασκώβη υπέροχη. Από τις πρώτες σελίδες διαβάζουμε τις σκέψεις του Κάλουμ, ενός πληρωμένου δολοφόνου. Μας εξηγεί πώς παρακολουθεί το υποψήφιο θύμα, τι ρούχα πρέπει να φοράει, τι αυτοκίνητο να οδηγήσει, ποια είναι η κατάλληλη ώρα για το χτύπημα. Μαθαίνουμε τις τελευταίες σκέψεις του θύματος, νιώθουμε την αγωνία της χαζογκόμενάς του να ξεφύγει με κέρδος από αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Όλα αυτά μέσα από τις ατελείωτες σκέψεις των πρωταγωνιστών. Ο Πίτερ, ο αρχιμαφιόζος, σκέφτεται μόνο τα συμφέροντα της οργάνωσής του, ενώ το δεξί του χέρι, ο Τζον, μας δίνει να καταλάβουμε ότι τα συναισθήματα από αυτόν λείπουν, το μόνο που έχει σημασία είναι να γίνεται η δουλειά. Το βιβλίο προχωρά και δεν αργείς να καταλάβεις ότι είσαι με το μέρος του δολοφόνου, σχεδόν σου φαίνεται γοητευτικός αυτός ο τρόπος ζωής. Βοηθάει, βέβαια, σ’ αυτό το ότι μέσα στην ιστορία υπάρχει και ο Φίσερ, ένας φουκαράς αστυνομικός που νιώθει μόνος και γκαντέμης, το παλεύει, το προσπαθεί, είναι έντιμος — αλλά, πραγματικά, δεν μας νοιάζει. Είπαμε, εμείς είμαστε από την άλλη πλευρά αυτή τη φορά.

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, χρόνο να έχετε μόνο να διαθέσετε. Φράσεις κοφτές, απότομες πολλές φορές, μια αίσθηση σαν να σου ψιθυρίζει στο αυτί ο αφηγητής. Ο Mackay μάς βυθίζει στον κόσμο των εγκληματικών οργανώσεων της Σκοτίας: στον κόσμο της Μαφίας, για να το πούμε πιο κατανοητά. «Πούλησες ηρωίνη στην περιοχή μου, θα σκοτώσω τον πωλητή σου». «Δεν μου πλήρωσες το μερίδιο μου από το κλαμπ που έχεις, θα απαγάγω το παιδί σου». Απλές καθημερινές ιστορίες. Και όλα αυτά μέσα από σκέψεις — μου άρεσε πολύ αυτός ο τρόπος αφήγησης, γι’ αυτό το ξαναγράφω.

Το πρώτο βιβλίο τελειώνει σχετικά απότομα, μας κάνει να ανυπομονούμε για τη συνέχεια. Το δεύτερο βιβλίο, όμως, μας αποζημιώνει για την αναμονή. «Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο», αναρωτιέται ο Mackay στον τίτλο και μας δίνει μια πρώτη γεύση από τα περιεχόμενα. Το στόρι επικεντρώνεται στον Φρανκ, έναν παλιό εκτελεστή, που κάπου τα κάνει θάλασσα και αναπόφευκτα τον περιμένει η μοίρα των γερασμένων αλόγων. Νιώθουμε την αγωνία του κι ας δείχνει ψύχραιμος ο γερο-Φρανκ, σχεδόν τον λυπόμαστε, μέχρι που θυμόμαστε ότι ο συγκεκριμένος έχει στείλει στον άλλο κόσμο δεκάδες ανθρώπους. Ο Φρανκ γνωρίζει τις καταστάσεις, ξέρει τους κανόνες του υποκόσμου, μπαίνει μέχρι και στον πειρασμό της προδοσίας και τελικά… η συνέχεια στο βιβλίο. Πολύ δυνατά είναι τα κεφάλαια που μας δείχνουν τη δυσκολία του αρχιμαφιόζου Πίτερ να διατάξει το μοιραίο για τον φίλο και πρώην συνεργάτη του. Ο Πίτερ για πρώτη φορά στη ζωή του θέλει να παραβεί άγραφους κανόνες, θέλει να κάνει τα στραβά μάτια. Χωρά τέτοιους συναισθηματισμούς ο κόσμος των εγκληματικών οργανώσεων; Δύσκολα· αλλά μερικές φορές συμβαίνει.

Κάτι άλλο νέο στο δεύτερο βιβλίο είναι η εμφάνιση ενός κοριτσιού, της Έμμα, που είναι η φίλη του Κάλουμ. Ο Κάλουμ μάς δείχνει ότι μπορεί να ερωτευτεί, μπορεί να συμπεριφερθεί σαν ένας νέος της ηλικίας του (στο πρώτο βιβλίο μας έδινε την εντύπωση ενός σκεπτόμενου αλάνθαστου ρομπότ). Η Έμμα είναι έξυπνη, καταλαβαίνει τι συμβαίνει, θέλει να τον τραβήξει έξω, του βάζει διλήμματα. Μας μένουν κάποια ερωτηματικά βέβαια σχετικά με τη μοίρα της κοπέλας, φαντάζομαι είναι κάτι που θα μας απασχολήσει στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας.

Μια παρατήρηση γενική να κάνουμε κάπου εδώ: όταν σε αστυνομικό βιβλίο βλέπεις τον βασικό ήρωα να ερωτεύεται απότομα, σημαίνει ότι κάτι κακό θα του συμβεί στην πορεία. Δεν αποκαλύπτω τίποτα, αλλά να λέγονται αλήθειες, πώς να γίνει τώρα.

Ο Φίσερ, ο αστυνομικός, συνεχίζει να μας απασχολεί και πάλι — μάλιστα εδώ τον βλέπουμε να είναι πιο πονηρός, πιο απαιτητικός, είναι σίγουρος πως πάει για το μεγάλο ψάρι και θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τα καταφέρει. Ακόμα κι αν χρειαστεί να παίξει λίγο βρόμικα σε κάποιες στιγμές. Είναι ο κλασικός τύπος κολλιτσίδας που μια ιδέα τού γίνεται εμμονή και μέχρι να βρει την άκρη θα ταλαιπωρεί και θα ταλαιπωρείται. Εκκρεμότητες μένουν και με αυτόν, είμαι σίγουρος ότι στο τελευταίο βιβλίο θα έχουμε μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Τα βιβλία του Mackay δεν φέρνουν καμιά επανάσταση στην αστυνομική λογοτεχνία. Είναι όμως γεμάτα με φρέσκες ιδέες, έχουν έναν μοντέρνο αέρα και είναι λίγο απίθανο να τα βαρεθείς. Ο Σκοτσέζος μάς περιγράφει με έναν υπέροχο τρόπο τη σύγκρουση καλού-κακού — μας βάζει να σκεφτούμε. Αυτός είναι ο στόχος ενός καλού βιβλίου, να μας βάλει σε σκέψεις. Τα δύο αυτά μυθιστορήματα (και τα δύο από τις Εκδόσεις Πόλις) μαζί με το τρίτο που περιμένω πώς και πώς, αποτελούν την Τριλογία της Γλασκώβης και μας συστήνουν τον Malcolm Mackay στο ελληνικό κοινό.

ΥΓ. Το δεύτερο βιβλίο το κουβαλούσα παντού μαζί σε ένα ταξιδάκι που έκανα πρόσφατα. Στα καφέ, στα εστιατόρια, στο αεροπλάνο. Μόνο όταν ξεκίνησε να τραγουδάει ο Springsteen το παράτησα.