Μεγάλες μουσικές αδυναμίες

C
Γιώργος Κυριαζής

Μεγάλες μουσικές αδυναμίες

Εδώ και χρόνια, πολύ πριν την εμφάνιση των κοινωνικών δικτύων, υπήρχε ήδη η μόδα της λίστας σε εφημερίδες και περιοδικά: «Δέκα τρόποι να του φτιάξετε τη μέρα», «Είκοσι ιδέες για πρωινό», «Οι 12 οικονομικότεροι προορισμοί για διακοπές», «Οι 10 καλύτεροι δίσκοι της χρονιάς», «Οι 8 δημοφιλέστερες ταινίες κινουμένων σχεδίων», «Δεκαπέντε τρόποι να την φλερτάρεις», «Τα πιο μοδάτα μπαρ της Αθήνας»… Οι άνθρωποι πάντα έψαχναν το καλύτερο σε κάθε τομέα, και έχουν την έμφυτη τάση να οργανώνουν τα πάντα αξιολογικά, ή με σειρά προτίμησης, εφευρίσκοντας προτεραιότητες και εξετάζοντας εξονυχιστικά τα υπέρ και τα κατά κάθε πράγματος. Το βλέπω στον εαυτό μου κάθε φορά που κάνω έρευνα αγοράς για οτιδήποτε. Παλιότερα πίστευα ότι το να κάθεσαι να φτιάχνεις αξιολογικές λίστες είναι άχρηστη ενασχόληση· κι όμως, κάθε φορά που ψάχνω για κάτι, βρίσκω πολύ χρήσιμα τα άρθρα (ή τις αναρτήσεις) αυτού του τύπου. Αν μη τι άλλο, σου δίνουν ιδέες και προσφέρουν και κάποια κριτική παρουσίαση των επιμέρους χαρακτηριστικών του προϊόντος ή του τεχνουργήματος που αναφέρουν. Έτσι, αποφάσισα να ενδώσω και να παρουσιάσω από αυτό το βήμα τις 20 μεγάλες μου αδυναμίες στη λεγόμενη «κλασική» μουσική.

Τα εισαγωγικά στη λέξη «κλασική» είναι απαραίτητα. Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, κλασική είναι η περίοδος από το μπαρόκ μέχρι τον ρομαντισμό, δηλαδή περίπου από τα μέσα του 18ου αιώνα ώς τις πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου, με χαρακτηριστικούς συνθέτες τον Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ (ροκοκό), τον Χάιντν, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ (πρώιμος ρομαντισμός). Έχει επικρατήσει όμως η τάση να ονομάζεται κλασική ολόκληρη η δυτική έντεχνη μουσική, από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα. Ο όρος «έντεχνη», πάλι, είναι προβληματικός, αφενός γιατί αφήνει εμμέσως (στη λογική κάποιων, τουλάχιστον) να εννοηθεί ότι η υπόλοιπη μουσική είναι άτεχνη, και αφετέρου γιατί φέρνει στον νου το λεγόμενο ελληνικό έντεχνο τραγούδι, το οποίο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «λόγια μουσική», ο οποίος όμως δεν είναι επαρκής στην περίπτωση αυτή, γιατί κάποια από τα έργα που έχω επιλέξει για τη λίστα μου ανήκουν στον χώρο τής (τότε) λαϊκής μουσικής και είχαν απλώς την τύχη να καταγραφούν — αλλιώς, ίσως να χάνονταν για πάντα. Επομένως, ας κρατήσουμε τον όρο «κλασική μουσική».

Κάθε λίστα είναι φτιαγμένη με βάση κάποια συγκεκριμένα κριτήρια, κάτι απαραίτητο εδώ, καθώς η μουσική είναι απέραντη. Τι να πρωτοδιαλέξει κανείς: τα πιο σημαντικά έργα; τα πιο όμορφα; τα πιο επιδραστικά; τα πιο φημισμένα; τα πιο δημοφιλή; αυτά που αγαπήθηκαν και όταν γράφτηκαν και πολλές δεκαετίες (ή αιώνες) αργότερα; Ανάλογα με το κριτήριο που θα επιλέξει κανείς, η λίστα παίρνει πολύ διαφορετική μορφή. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι κάθε λίστα είναι πεπερασμένη, δεν χωρά όλα τα έργα που θα ήθελες, και όσα μένουν απέξω σού χτυπούν με αγωνία την πόρτα ή κολλούν το πρόσωπό τους στο παράθυρο παραπονεμένα.

Η δική μου λίστα, λοιπόν, θα περιέχει είκοσι έργα ή μεμονωμένα κομμάτια κλασικής μουσικής από τον Μεσαίωνα ώς τον 20ό αιώνα που για κάποιο λόγο με χτύπησαν κατάσαρκα όταν τα πρωτάκουσα και εξακολουθούν να με χτυπούν και τώρα, όποτε τα ακούω. Θα είναι μια λίστα εντελώς υποκειμενική, χωρίς αξιώσεις θέσφατου. Πολλοί θα διαφωνήσουν με τις επιλογές μου, και τρέχω πρώτος να δηλώσω ότι κι εγώ θα διαφωνήσω με τις επιλογές μου, καθώς υπάρχουν εκατοντάδες έργα που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στη θέση τους. Όπως πάντα, όμως, σημασία δεν έχει η Ιθάκη, αλλά το ταξίδι: κάθε έργο της λίστας θα συνοδεύεται από κείμενο που θα μιλά για εκείνο, αλλά και για μένα.

Γιατί για μένα;

Γιατί ένα έργο τέχνης που μας αρέσει, μας αρέσει μόνο και μόνο γιατί βρίσκουμε μέσα του κάτι από τον εαυτό μας· ίσως κάτι που υπήρχε πάντα εκεί κάπου στο βάθος, μα δεν του είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να βγει στην επιφάνεια.
Και γιατί όποτε μιλάμε, με κάθε μορφή έκφρασης, με προφορικό λόγο, με γραπτό λόγο, με χειρονομίες, με εικόνες ή με ήχους, μιλάμε για τον εαυτό μας.