Μέλλοντα ταύτα

P
Amagi

Μέλλοντα ταύτα

Ζητήσαμε από φίλους (καθηγητές, επιστήμονες, δημοσιογράφους, πολιτικούς, επιχειρηματίες) να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: «Ποιο είναι το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η χώρα το 2017, και τι πρέπει να κάνει για να αποφύγει τα χειρότερα;» Τους ευχαριστούμε θερμότατα που ανταποκρίθηκαν. Ιδού, με αλφαβητική σειρά, οι απαντήσεις τους:

 

Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης (επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος της Δράσης, αντιπρόεδρος Λέσχης Επιχειρηματικότητας). Το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι το αν θα καταφέρει να επιτύχει συμβιβασμό με το ΔΝΤ ώστε να εξακολουθήσει να χρηματοδοτείται από το 3ο Μνημόνιο. Χωρίς αυτό, η χώρα χρεοκοπεί το 2017 και όλα πάνε περίπατο. Θα έχουμε μία μεγάλη καταστροφή. Αλλά και αν υποθέσουμε ότι οι αξιολογήσεις περπατάνε, και το 3ο Μνημόνιο εφαρμόζεται, δεν είναι όλα ρόδινα. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως ανάπτυξη, αν πρόκειται να μπορέσει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη, ώστε να φέρει επενδύσεις, να βγει στις αγορές το 2018, με τη λήξη του Μνημονίου, και να αποφύγει έτσι τη χρεοκοπία, το 2018. Στην πορεία αυτή, το κρισιμότερο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί εντός του 2017 είναι εκείνο των «κόκκινων δανείων», ιδιαίτερα των επιχειρηματικών. Γιατί μόνο μία γρήγορη αναδιάρθρωση, τουλάχιστον των ζωντανών ακόμη υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, μπορεί να φέρει νέα κεφάλαια, να αποκαταστήσει την ισορροπία του τραπεζικού συστήματος και να δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας για όλα τα ανοιχτά και δύσκολα θέματα που είναι (και θα είναι ακόμη για αρκετά χρόνια) στο τραπέζι. Η σημερινή ραθυμία και παλινωδία της κυβέρνησης δεν δημιουργεί καμία αισιοδοξία ότι θα βρούμε βηματισμό και λύση. Μακάρι να διαψευστώ.

 

Αφροδίτη Αλ Σάλεχ (αρθρογράφος): Η εσωτερική αποδοχή του σχεδίου των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτό είναι μεγάλος κίνδυνος που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το 2017. Το να πιστέψουμε δηλαδή ότι τα επτά χρόνια προσπαθειών για να βγούμε από την κρίση είναι αδιέξοδα, και πως η λύση είναι να απομονωθούμε, να κάνουμε επαναστατικές ρήξεις, να βγούμε από το ευρώ, και να επιστρέψουμε στη (φαντασιακά) καλή Ελλάδα μας — την «παραδοσιακή» που λέει και ο Τσίπρας! Ξεχνώντας όμως ότι το όποιο «αδιέξοδο» των προσπαθειών οφείλονται και οφείλεται στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως αντιπολίτευση είτε ως κυβέρνηση, με την υποστήριξη ή την ανοχή μας, και μη αντιλαμβανόμενοι εγκαίρως πως αυτό ακριβώς είναι το σχέδιό τους. Να γίνει δηλαδή μαζικό το αίτημα της ρήξης, το οποίο αυτός τελικά θα κληθεί να εκτελέσει (εκτελώντας τη χώρα στην πραγματικότητα) και έτσι θα γίνει ο για πάντα ηγεμόνας μιας χώρας-παρία. Ο τρόπος για να το αποφύγουμε είναι η κατανόηση των όσων έχουν συμβεί αυτά τα 7 χρόνια. Να αναζητήσουμε και να κατανοήσουμε τι έγινε τα χρόνια αυτά. Ποιοι προσπάθησαν με σχέδιο και σύνεση στο όνομα της πατρίδας μας να βγούμε από την κρίση, και ποιοι εμπόδισαν και εμποδίζουν τη χώρα μας να βγει στο ξέφωτο για λόγους προσωπικού συμφέροντος. Δεν υπάρχουν «κακοί» ξένοι που θέλουν την καταστροφή μας. Ούτε «καλοί» ξένοι που θα μας βοηθήσουν. Η μοίρα του τόπου είναι στα χέρια μας. Πάντα ήταν. Εμείς αποφασίζουμε. Καλό βέβαια θα ήταν να μη δημιουργήσουμε μόνοι μας διλήμματα ψευδή και μπλέξουμε σε νέες αυταπάτες. Όλα είναι αυτά που φαίνονται και ο καθένας παίρνει θέση στον πόλεμο της γενιάς μας. Γιατί η επόμενη παγίδα θα είναι ένας λαϊκίστικος αντιλαϊκισμός.

Τάσος Βαβλαδέλλης (στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας). Η άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων και των άκρων στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες του δυτικού κόσμου που αποτελούν σημεία αναφοράς ως προς την κοινωνική και οικονομική τους πρόοδο, έχει ήδη δημιουργήσει ένα πλαίσιο αρνητικών εξελίξεων που μας επηρεάζουν άμεσα, με παγιωμένες ισορροπίες χρόνων να κλονίζονται. Αυτό το φαινόμενο θα ενταθεί ακόμα περισσότερο το 2017, οπότε αναμένω να αμφισβητηθούν, με τη φενάκη της προστασίας του «λαού», δημοκρατικά κεκτημένα απολύτως συνυφασμένα με την ποιότητα των ήδη ασθενών θεσμών της χώρας μας. Αυτό θεωρώ ως το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε το 2017. Ταυτόχρονα, η ποιότητα της ενημέρωσής μας πάσχει, με την πολυφωνία να έχει ήδη τρωθεί και με τους πολίτες να στρέφονται όλο και περισσότερο σε πηγές αμφισβητήσιμης ποιότητας. Τα post-truth politics, που μεταξύ άλλων επενδύουν στο θυμικό εις βάρος του λογικού, κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Το παραπάνω πλαίσιο δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω περιχαράκωσης, καχυποψίας και φανατισμού, που συνήθως οδηγεί σε βαθύτερες και πιο ανορθολογικές συγκρούσεις. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ενίσχυσης των άκρων, που διαβρώνει ακόμη περισσότερο τους θεσμούς μας. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, θεωρώ καίρια τη συνεχή συμμετοχή του μέσου ενεργού πολίτη στον κοινωνικό διάλογο και στην προσπάθεια επιρροής του άμεσου κύκλου του, παρά την απογοήτευση που φέρνει η επιδείνωση της κατάστασης και η πόλωση του πεδίου ανταλλαγής πληροφοριών. Όπως και αν εξελιχθεί η μακροσκοπική κατάσταση, θεωρώ ότι οι ενεργοί πολίτες έχουν τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να συνεχίσουν να γονιμοποιούν το έδαφος για πιο ανοιχτές συζητήσεις και να μην απομονωθούν σε έναν στενό κύκλο περιλύπως συμφωνούντων ότι πάμε κατά διαόλου και ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Και, ναι, αυτό αφορά τους ενεργούς πολίτες ολόκληρου του συνταγματικού τόξου.

                                                

Ανδρέας Βαρελάς (Αντιδήμαρχος κέντρου πόλης και Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Αθηναίων). Σε 200 λέξεις να γράψεις τι σε «φοβίζει» περισσότερο για το 2017… Με φοβίζει για άλλη μια χρονιά ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από την ΕΕ και το ευρώ. Η κυβέρνηση της χώρας δυστυχώς είναι αναξιόπιστη και μη συνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις στις οποίες έχει δεσμευτεί, οι ψευτοτσαμπουκαδες, η ψεύτικη αριστεροσύνη, το άλλα λέμε και άλλα κάνουμε είναι στο DNA της και το ενδεχόμενο νέων περιπετειών είναι πολύ πιθανό. Το διεθνές περιβάλλον αλλά και οι συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις στις χώρες του σκληρού πυρήνα της ΕΕ δεν θα είναι ευνοϊκές για τη χώρα μας, ενώ στα εθνικά οι συνθήκες είναι περίπλοκες. Τι πρέπει να γίνει; Έλα ντε, τι απαντάς; Εκλογές; Σε συνθήκες πόλωσης και αναβίωσης του δικομματισμού είναι λύση οι εκλογές; Υπάρχει όμως άλλο σενάριο; Νομίζω όχι. Ο μεσαίος χώρος φλερτάρει περισσότερο με την ακόμη μεγαλύτερη διάσπαση-συρρίκνωση παρά με τη σύνθεση, την εξάλειψη των μικροδιαφορών, τη μαζικοποίηση και την εναλλακτική φυγή προς τα εμπρός. Η άλλη Αριστερά έχει κολλήσει σε δύο ημερομηνίες, στο 1949 και στο 1989, ενώ τώρα το έχει ρίξει στο ξεσκόνισμα των βιβλίων του Στάλιν αναζητώντας λύσεις στα εικονοστάσια και στα ευαγγέλια. Δεν ξέρω λοιπόν τι πρέπει να γίνει για να αποφύγουμε τους κινδύνους του νέου χρόνου (25,5 ώρες μείνανε), δεν είμαι αισιόδοξος, φοβάμαι, ανησυχώ ,θυμώνω και περιμένω. Τι περιμένω; Πιθανόν τον από μηχανής Θεό που θα λύσει το πρόβλημα της ελληνικής τραγωδίας. 

Μαρίνα Γαλανού (Πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών και ιδιοκτήτρια του Πολύχρωμου Πλανήτη — LGBTQI εκδόσεις-βιβλιοπωλείο). Αναμφίβολα, μετά από έξι συναπτά έτη, το μεγαλύτερο πρόβλημα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα μας, και κατά πάσα βεβαιότητα θα χρωματίσει και το 2017, είναι η οικονομική κρίση. Όποιο θέμα κι αν αξιολογήσουμε ως σπουδαίο, σπουδαιότερο, σπουδαιότατο, όταν τόσο πολλοί συνάνθρωποί μας υποφέρουν, συμπιέζονται, δεν μπορούμε να σφυρίξουμε αδιάφορα. Μία ιδιαίτερα σοβαρή διάστασή της, ωστόσο, και αυτή δεν μπορούσε να διαλάθει της προσοχής του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι οι ακόμη πιο τραγικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, από όποιες χώρες σάρωσε, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στους πληθυσμούς ή στις μειονότητες που είναι οι πιο ευάλωτες και που στερούνταν ούτως ή άλλως δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως της κρίσης. Στη χώρα μας, μία μεγάλη μερίδα των πολιτών αντιλαμβάνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα ως πολυτέλεια, σαν κάτι εξωτικό, και, είτε φωναχτά είτε με πράξεις από πολλούς πολιτικούς του ευρύτερου πολιτικού φάσματος, τούτο εκφράστηκε κυνικά με τη φράση: «Δεν μας ενδιαφέρουν τα ανθρώπινα δικαιώματα», καθώς και με την επικύρωση μέσα από το Κοινοβούλιο του μισαλλόδοξου λόγου σε πολλές εκφάνσεις του. Όλα αυτά φέρνουν στην επιφάνεια σοβαρά ζητήματα θεσμών και δημοκρατίας, που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε, ιδιαίτερα όταν ο εθνικολαϊκισμός και η μισαλλοδοξία θεριεύουν. Η δημιουργία παιδείας στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων παραμένει μπροστά μας ως μεγάλη πρόκληση, αλλά και ευθύνη όλων μας, σαν κρίσιμο μέγεθος και πραγματικός πλούτος στην εμπέδωση της δημοκρατίας.

 

Ρωμανός Γεροδήμος (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth). Το 2017 η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της συσσώρευσης άλυτων προβλημάτων και της λογικής του αυτόματου πιλότου που έχει επικρατήσει στη δημόσια διοίκηση τα τελευταία δύο χρόνια. Ο πρωταρχικός λόγος συλλογικής οργάνωσης των κοινωνιών, και ταυτόχρονα το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε κράτος που βρίσκεται σε φάση κρίσης και αδυναμίας, είναι οι απειλές για την ασφάλεια των πολιτών, είτε αυτές οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες (π.χ., εθνικά θέματα, γεωπολιτική), είτε σε ενδογενείς (π.χ., ανομία, τρομοκρατία, κατάρρευση δικαιοσύνης), είτε, τέλος, σε φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές κλπ.). Τέτοιες απειλές πλήττουν ιδιαιτέρως τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα: ηλικιωμένους, ασθενείς, ανέργους, μετανάστες, πρόσφυγες, αποκλεισμένους, άτομα που δεν έχουν οικογενειακό δίχτυ προστασίας. Η προφανής απάντηση στο τι πρέπει να κάνει η χώρα είναι το να αλλάξει κυβέρνηση το συντομότερο δυνατό. Δεδομένου όμως ότι την πρωτοβουλία για τη διενέργεια εκλογών την έχει ο πρωθυπουργός, αυτό που μπορούμε να κάνουμε όλοι είναι να έχουμε συναίσθηση των κινδύνων και προκλήσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε· να αρχίσουμε να χτίζουμε γέφυρες και δίκτυα επικοινωνίας στις κοινότητες και στην καθημερινότητα μας, με ανθρώπους, απόψεις και ομάδες με τις οποίες διαφωνούμε ώστε να ενισχυθεί ο κοινωνικός ιστός· και να πιέσουμε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ώστε να αναδείξουν την πολιτική προστασία σε προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης.

 

Δημήτρης Ζεγγίνης (πολιτικός επιστήμονας). Η κατάρρευση των τραπεζών και των ΔΕΚΟ. Είναι και τα δύο συμπτώματα της δυσκαμψίας του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης των τελευταίων 40 χρόνων. Δεν είναι μόνο πως έχουν συνηθίσει να επιβιώνουν σε συνθήκες ατέλειωτης ρευστότητας με δανεικά, αλλά κυρίως δεν αντιλαμβάνονται πως πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να καινοτομήσουν στον τρόπο λειτουργίας τους. Ενώ καταρρέουν υπό το βάρος των ανεξόφλητων χρεών προς αυτές, δεν κάνουν ουσιαστικά τίποτε για να προχωρήσουν. Κάνουν μόνο αστείες ρυθμίσεις χρεών, και επιδεικνύουν άρνηση πώλησης των κόκκινων δανείων. Δεν προσαρμόζονται γιατί δεν θέλουν να αλλάξουν. Θέλουν να πάνε με το ίδιο προσωπικό, τις ίδιες αμοιβές και τον ίδιο τρόπο λειτουργίας μέχρι το τέλος. Τον θάνατό τους. Μόνο που το τέλος πλησιάζει. Πια, δεν μπορούν να συντηρηθούν, όχι να καινοτομήσουν. Το κακό όμως είναι πως θα παρασύρουν όλη την οικονομία. Γι’ αυτό αποτελούν κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο πρόβλημα. Τι πρέπει να γίνει; Πρώτον και κύριον, να φύγει αυτή η κυβέρνηση από την εξουσία. Δεύτερον, να αλλάξει ριζικά ο τρόπος διοίκησης αυτών των οργανισμών. Να αποδεχθούν, αυτοί οι κολοσσοί της εποχής της αστακομακαρονάδας, που έμπαιναν στα διεθνή χρηματιστήρια για φιγούρα, πως έχουν πτωχεύσει. Να μαζέψουν ό,τι μπορεί να διασωθεί και να ξαναρχίσουν από την αρχή. Με νέες διοικήσεις και μετοχικές συνθέσεις και κυρίως με άλλη κουλτούρα διαχείρισης.

 

Διονύσης Κατρανίτσας (επιχειρηματίας). Τι άλλο μπορεί να απειλήσει την χώρα μου; Οι πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται για να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος; Τα χάλια της οικονομίας μας; Το θεσμικό κενό στη διαχείριση της χώρας; Ο εθνικολαϊκισμός και ο φασισμός; Η κυριαρχία της αμορφωσιάς και η έλλειψη λογικής; Αυτό που μας απειλεί περισσότερο, που πάντοτε μας απειλούσε, είναι η απουσία ευθυκρισίας και η αδυναμία αξιολόγησης των προβλημάτων. Είναι αυτό που πρέπει να προηγηθεί σε οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων. Πρώτα πρέπει να ορίσεις το πρόβλημα για να έχεις πιθανότητα να το επιλύσεις. Άρα δεν είναι κάτι καινούριο και δεν είναι κάτι που μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε φέτος καλύτερα από ό,τι μπορούσαμε πέρυσι. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνουμε φέτος για να αποφύγουμε τα χειρότερα; Ναι, να αλλάξουμε αυτούς που βρέθηκαν να έχουν στα χέρια τους τις τύχες μας. Το έχουμε ξανακάνει, αλλά αποτύχαμε. Επιλέξαμε χειρότερους. Ίσως τώρα, κατά τύχη, να επιλέξουμε κάτι καλύτερο.

 

Παντελής Καψής (δημοσιογράφος, πρ. υπουργός). Η μεγάλη πρόκληση παραμένει να μπορέσει να επιστρέψει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, να μειωθεί η ανεργία και να δημιουργηθούν συνθήκες πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας. Μου είναι δυστυχώς δύσκολο να φανταστώ πώς μπορούν να επιτευχθούν όλα αυτά με τη σημερινή κυβέρνηση. Αντιθέτως, έχω την αίσθηση ότι οι πολίτες έχουν κουραστεί και απηυδήσει, ότι η κυβέρνηση κινείται χωρίς στρατηγική για την οικονομία και ότι το μόνο άγχος της είναι οι δημοσκοπήσεις, την ώρα που και στην Ευρώπη διαμορφώνονται συνθήκες που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Με αυτά τα δεδομένα, πιστεύω πώς, όχι μόνο δεν έχουμε ξεφύγει από τη ζώνη του κινδύνου, αλλά αντιθέτως οι πιθανότητες ατυχήματος είναι σήμερα μεγαλύτερες.


Βάσω Κιντή (καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών). Μπροστά μας υπάρχουν μόνο προβλήματα και δεν μπορώ εύκολα να ιεραρχήσω το πιο μεγάλο. Ακόμη κι αν μπορούσα να το βρω (π.χ., την ανεργία), μπορεί να μην είμαι εγώ η κατάλληλη να συστήσω τον τρόπο που πρέπει να λυθεί . Άρα, πρέπει να αναδείξω ένα υπαρκτό μεγάλο πρόβλημα για το οποίο έχω κάτι να πω εγώ. Κι αυτό που έχω να πω είναι πως πρέπει να φύγει η συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από την κυβέρνηση. Είναι μια κυβέρνηση που δεν εργάζεται για τη χώρα αλλά για τον εαυτό της και για τους φίλους της. Αυτό δεν είναι μια εκτίμηση. Το λένε ανενδοίαστα οι ίδιοι . Δεν είναι μία παράπλευρη μέριμνα της διακυβέρνησης, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Είναι ωμή διακήρυξη και προκλητικός στόχος. Είναι μία κυβέρνηση που αναδείχθηκε από την προπαγάνδα και ζει από την προπαγάνδα. Είναι μία ανίκανη κυβέρνηση που εργάζεται για να δηλητηριάζει την πολιτική ζωή και τα μυαλά των ανθρώπων, σπέρνοντας σύγχυση και καλλιεργώντας το μίσος. Τίποτε δεν μπορεί να λυθεί με αυτή τη μυλόπετρα πάνω στο σώμα της χώρας. Πρέπει να φύγει. Και για να φύγει πρέπει όλοι μας να αναδεικνύουμε κάθε στιγμή την καταστροφική της πολιτική. Πρέπει να αισθανθεί την κατακραυγή. Μετά θα εργαστούμε για την κανονικότητα.

 

Ξένια Κουναλάκη (δημοσιογράφος, αρχισυντάκτρια διεθνών ειδήσεων στην Καθημερινή). Το βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα το 2017 θα είναι η αταβιστική αδυναμία διακομματικής συνεννόησης, που ενδέχεται να προκαλέσει ένα ανιαρό déjà vu του Ιανουαρίου του 2015: εγκατάλειψη της κυβέρνησης από τους εταίρους, με αποτέλεσμα τη σπασμωδική λαϊκίστικη αναδίπλωσή της μπροστά στην πιθανότητα εκλογών ή τέλος πάντων αυτό αλλά με την ανάποδη σειρά. Κι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρεί να διασωθεί με παρωχημένη παροχολογία (σαν αυτήν της «13ης σύνταξης») και συνθήματα εθνικιστικής έξαρσης, αναντίστοιχης με την πολιτική που ακολούθησε από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι σήμερα, η ΝΔ θα κινδυνεύει να εκλεγεί αυτοδύναμη και να επωμιστεί μόνη της το κόστος της συνέχισης μιας αντιδημοφιλούς σκληρής πολιτικής, έχοντας τη μισή Βουλή εναντίον της. Ούτως ή άλλως η Κεντροαριστερά έχει εξελιχθεί σε αντικείμενο τρολαρίσματος στα σόσιαλ μίντια, το ΠΑΣΟΚ (αν δεν του φύγει ο Βενιζέλος) θα έχει μια ισχνή, πλην αξιοπρεπή παρουσία και η Χρυσή Αυγή πιθανότατα θα ενισχυθεί, ειδικά αν η δίκη σε βάρος της αποδειχθεί ατελέσφορη. Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι θα αναρωτιούνται εκ νέου τι νόημα ακριβώς έχει η παραμονή μας στην Ευρωζώνη κι ο Σόιμπλε θα επαναλαμβάνει τη γνωστή πρόταση «πάρτε 50 και έξω». Σε προσωπικό επίπεδο, όλα αυτά θα μου δημιουργήσουν για πρώτη φορά τόσο έντονο δίλημμα στις εκλογές, μία άστεγη-κλοσάρ μπροστά στην κάλπη.

 

Κώστας Κυριακόπουλος (δημοσιογράφος, CNN Greece). Ο συνδυασμός του απο-ευρωπαϊσμού με τη νομιμοποίηση της καθημερινής χυδαιότητας στον λόγο και την πράξη, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικάντικου «άσπρο – μαύρο», είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στη χώρα και, αν όλα συνεχίσουν ως έχουν, δεν θα είναι πολύ μακριά. Οπορτουνισμός, ασυγκράτητη προπαγάνδα, μανιώδης κατασκευή εχθρών με τα ίδια εργαλεία που κάποτε χρησιμοποιούνταν για την «κάθαρση από τα μιάσματα της Αριστεράς», λαϊκίστικη εκδοχή εθνικής ανωτερότητας έναντι άλλων λαών —άλλο κουσούρι κι αυτό— συνιστούν τον πολύ κοντινό κίνδυνο για τη χώρα. Η μετουσίωση της φτήνιας —ενίοτε και σε βαθμό χυδαιότητας—, του κυνισμού, του κουτσαβακισμού και μιας χαμένης στο παρελθόν ηθικής ανωτερότητας μιας κάποιας Αριστεράς, όχι της συγκεκριμένης πάντως, σε κυρίαρχο μοτίβο λόγου και συμπεριφοράς μιας ολόκληρης κοινωνίας, είναι —εκτός όλων των άλλων— κάποιες άλλες προσεγγίσεις της επιδείνωσης που αναμένεται. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις όταν βλέπεις ότι η διχαστική λογική καρπίζει εις βάρος οποιασδήποτε αναπτυξιακής και δημιουργικής διαδικασίας. Όταν με κάθε ευκαιρία αμφισβητούνται θέματα οικονομίας και καθημερινότητας, τα οποία πολιτισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες —με όλες τους τις αδυναμίες— έχουν λύσει εδώ και δεκαετίες. Ο κίνδυνος, λοιπόν, κάτι μεταξύ σουρεαλισμού και δυστοπίας, περιγράφεται στην ακόλουθη εικόνα: Κακόμοιροι, απομονωμένοι και μίζεροι από τον υπόλοιπο κόσμο, με το λοφίο του υπερήφανου ψυχασθενούς και του οπλισμένου ζητιάνου, να κάνουμε γύρους στην ηλιόλουστη αυλή μας και να ακούμε μόνο τις φωνές μας. Μακριά από τον δύσκολο και σκληρό αλλά πραγματικό κόσμο. Βαυκαλιζόμενοι, βαλκανιζόμενοι και... ευτυχείς. 


Σταύρος Κωνσταντινίδης (συγκοινωνιολόγος, συγγραφέας). Το 2017, υπό την ανερμάτιστη και ψυχαναλυτικά σχιζοειδή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η χώρα κινδυνεύει να συρθεί στην οριστική στασιμοχρεοκοπία. Πράγμα που σημαίνει πως θα φαίνεται πως επιζεί, αλλά στην πραγματικότητα θα αργοπεθαίνει. Είναι σαν το φαινόμενο της εντροπίας στη φύση, όπου η σταδιακή κατάπτωση της ενέργειας τείνει στο τέλος σε μηδενισμό. Υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται, το 2017 ακόμη και οι ελάχιστες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που κατάφεραν να επιβιώσουν θα δεχθούν αφόρητες πιέσεις. Η αγορά θα συρρικνωθεί περαιτέρω. Η μόνη διαφαινόμενη λύση είναι η διενέργεια εκλογών, και η αλλαγή της κυβέρνησης. Και μόνη βιώσιμη λύση είναι η συγκρότηση κυβέρνησης του φιλοευρωπαϊκού μετώπου, χωρίς ταμπού και υποκρισία. Θα ήταν ευχής έργον οι διεργασίες στην Κεντροαριστερά να φέρουν αποτέλεσμα με τη δημιουργία ενός ενιαίου προοδευτικού και μεταρρυθμιστικού χωρίς τους υπάρχοντες κομματικούς υποκειμενισμούς και τις προσωπικές μικροϊδιοτέλειες.

 

Πέτρος Λάζος (αρθρογράφος, Capital.gr). Από το 2010 και το Καστελόριζο, ο μεγάλος στόχος της Ελλάδας προσδιορίζεται στην ανάκτηση πρόσβασης στις Αγορές. Δηλαδή η δυνατότητα δανεισμού, κατά βούληση. Η ερχόμενη χρονιά θα κρίνει εάν και κατά πόσον θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος στο τέλος Ιουλίου 2018 ή θα χρειαστεί τέταρτο πρόγραμμα. Μία χώρα που στερείται πρόσβασης στις Αγορές, δεν μπορεί να επανέλθει σε αυτές απλώς επανεκδίδοντας ομόλογα. Χρειάζεται να προηγηθούν δοκιμαστικές εκδόσεις. Ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν δεκτές από τις Αγορές (ύψος επιτοκίων, συνολικές προσφορές κλπ.), καθορίζεται η οικονομική προοπτική της. Για την Ελλάδα, τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Προκειμένου να υπάρξει θετική «δοκιμή», είναι απολύτως απαραίτητο να καθησυχαστούν, προηγουμένως, οι φόβοι βιωσιμότητας του χρέους. Διαφορετικά, οι προσφορές θα είναι ελάχιστες και το επιτόκιο θα καθορισθεί σε δυσθεώρητα ύψη και η κανονική πρόσβαση θα αναβληθεί επ’ αόριστον… Για να υπάρξει καθησυχασμός των ανησυχιών, είναι αναγκαίο, κατά σειρά: (1) Να ολοκληρωθεί η 2η αξιολόγηση. (2) Να υπάρξουν θετικές μελέτες βιωσιμότητας του χρέους, τόσο από την ΕΚΤ, όσο και από το ΔΝΤ. (3) Να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ. (4) Να πραγματοποιηθεί μία, τουλάχιστον, δοκιμαστική έκδοση πενταετούς ομολόγου πριν το τέλος του 2017. Όλα αυτά θα ήταν απολύτως εφικτό να γίνουν μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2017. Εφόσον, βέβαια, είχαν ακολουθηθεί οι προβλέψεις του Μνημονίου. Οι αλλεπάλληλες καθυστερήσεις στις αξιολογήσεις και οι παλικαρισμοί Τσίπρα-Τσακαλώτου τον Δεκέμβριο έχουν ήδη μεταθέσει τη δοκιμαστική έκδοση για τον Σεπτέμβριο. Εάν δε η αξιολόγηση δεν ολοκληρωθεί μέσα στον Ιανουάριο, μια έγκαιρη δοκιμή είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να βρίσκεται κοντύτερα από ποτέ ένα ακόμη Μνημόνιο (ίσως και το Grexit)... Εσείς λοιπόν, ποιο βλέπετε σαν το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας το 2017;

 

Μάνος Ματσαγγάνης (καθηγητής Οικονομικών στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου). Η τουρκική επιθετικότητα και η ελληνική κυβέρνηση. Πολύ φοβάμαι ότι το δραματικότερο πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η δύσμοιρη χώρα μας το 2017 είναι γεωπολιτικό — και, ως εκ τούτου, δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό ως «ειδικός». Η αυταρχική στροφή της κυβέρνησης Ερντογάν, το κύμα διώξεων αντιφρονούντων με πρόσχημα το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού, είναι ταυτόχρονα μία στροφή μακριά από τον στόχο της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η Άγκυρα μπορεί να αδιαφορεί για τις δειλές και άτολμες παραινέσεις των Βρυξελλών, ή ακόμη και για τις πιο αυστηρές θέσεις του Βερολίνου. Παράλληλα, η εκλογή στο αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ ενός ανθρώπου που δεν ενδιαφέρεται για την εξωτερική πολιτική, και δεν την καταλαβαίνει, εξαλείφει άλλον ένα περιορισμό στην τουρκική επιθετικότητα. Δεν διατείνομαι ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να εισβάλει στη Λέσβο (ελπίζω ειλικρινά να μην είναι τόσο δραματικά τα πράγματα). Αλλά ακόμη και μια ελαφριά αλλαγή στάσης π.χ. στο θέμα της συμφωνίας Τουρκίας-ΕΕ για το Προσφυγικό θα είχε αποσταθεροποιητικές συνέπειες για την Ελλάδα. Απέναντι σε όλα αυτά τα ανησυχητικά, τι μπορεί να αντιτάξει η χώρα μας; Η εξασθένιση της οικονομίας μας, η διεθνής απομόνωση και ο υποβιβασμός μας σε προβληματική χώρα-επαίτη είναι τεράστια μειονεκτήματα. Επιπλέον, η παρουσία στα κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας δύο προσωπικοτήτων του αναστήματος του κ. Κοτζιά και του κ. Καμμένου, των οποίων η υπευθυνότητα και προσήλωση στους δημοκρατικούς θεσμούς μόλις υπερβαίνει τις αντίστοιχες των ομόλογών τους στην ιωαννιδική χούντα του ’73-’74, δεν εμπνέει ακριβώς εμπιστοσύνη.


Νίκος Μπίστης (υφυπουργός στην κυβέρνηση Σημίτη). Το ερώτημα παραπέμπει ευθέως στην οικονομία. Εγώ παρ’ όλα αυτά θα επιλέξω το Κυπριακό που θα αντιμετωπίσουμε τις πρώτες μέρες του 2017. Οι συνέπειες από ένα νέο ναυάγιο θα είναι ιδιαιτέρως αρνητικές όχι μόνο για την Κύπρο —όπου θα ανοίξει ο δρόμος ώστε η de facto διχοτόμηση να μετατραπεί σε de jure— αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής συνήθως δεν ενδιαφέρουν τον πολίτη που είναι ζωσμένος από οικονομικά βάσανα, όμως τελικά αυτά είναι που ανατρέπουν κυβερνήσεις γιατί τα λάθη αποβαίνουν μοιραία. Και τον δρόμο για ένα νέο —και τελειωτικό αυτή τη φορά— λάθος τον στρώνουν οι απορριπτικοί. Το μείγμα εθνικισμού και λαϊκισμού είναι και πάλι έτοιμο. Και αν στην Κύπρο η σύμπλευση ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ παρέχει στον Πρόεδρο Αναστασιάδη ένα σχετικά σταθερό έδαφος, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Και η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι διχασμένα. Τα δεύτερα επιλέγουν τη σιωπή, η κυβέρνηση όμως πρέπει να πάρει θέση. Έτσι αναγκαστικά θα έρθει στην επιφάνεια ο υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στους υποστηρικτές της συμβιβαστικής λύσης και στους Παυλόπουλο, Κοτζιά, Καμμένο κλπ., με μεγάλο ερωτηματικό τη στάση που τελικά θα τηρήσει ο Τσίπρας. Μια ενθάρρυνση από μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη θα διαμόρφωνε ευνοϊκές συνθήκες για ευρύτερη συναίνεση στο θέμα αυτό. Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω. Είναι το τίμημα που τώρα καταβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή στο πρόσφατο παρελθόν έκοψε αυτάρεσκα και αλαζονικά κάθε γέφυρα συναίνεσης. Μόνο που το τίμημα τώρα το καταβάλλουμε όλοι.

 

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης (συγγραφέας). Το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα και η κοινωνία —όλοι μας, δηλαδή, συλλογικά και ατομικά— το 2017 είναι η εφιαλτική παράταση της παραμονής στην εξουσία τής ιδιαίτερα επικίνδυνης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Κάθε μέρα που περνά, η χώρα επιβαρύνεται με μιαν ακόμα καταστροφή, μιαν οπισθοδρόμηση, έναν παρατεταμένο εφιάλτη που εχθρεύεται τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και οραματίζεται επαναστατικές συνθήκες τύπου Βενεζουέλας. Είμαστε αιχμάλωτοι μιας σπείρας ιδεοληπτικών που στηρίζονται επιλεκτικά από τις αθλιότερες εκφάνσεις του αριστεροδέξιου λαϊκισμού, με καραμανλικούς λεγεωνάριους και πασοκαναθρεμμένους συνδικαλιστές. Το πρόβλημα είναι μεγάλο και έχω σχηματίσει την απαισιόδοξη εντύπωση ότι η καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη — τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση αυτή ήταν το μόνο που δεν χρειαζόταν η χώρα, ένα λάθος που οφείλεται σε παρανοήσεις, κακοδαιμονίες και κυρίως στην επιδοτούμενη συστηματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας που επιχειρεί η Αριστερά δεκαετίες τώρα, εδραιώνοντας ανενόχλητα την ιδεολογική κυριαρχία της. Όλη αυτή η αποδοχή ενός ακραίου απολυταρχικού συστήματος που κατέρρευσε παταγωδώς, αφήνοντας πίσω του μιαν εφιαλτική ανάμνηση και κατεστραμμένες χώρες, δημιούργησε στη δική μας χώρα τις συνθήκες παράνοιας που βιώνουμε ως δραματική πραγματικότητα. Η ανατροπή με άμεσες εκλογές αυτού του ακροδεξιοαριστερού κυβερνητικού μορφώματος είναι η μοναδική λύση για τη σωτηρία της Ελλάδας και των επόμενων γενεών, που θα πληρώσουν βέβαια με βαρύ τίμημα την «αγανακτισμένη» ψήφο…

 

Παύλος Παπαδόπουλος (δημοσιογράφος, Το Βήμα). Ο πειρασμός της δραχμής είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος του 2017. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος (και η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ) να αντιμετωπίσει δραστικά την κρίση έχει οδηγήσει πολλούς, μη μπορώντας να αντιληφθούν πόσο ακατάλληλοι για τη διακυβέρνηση μπορεί να είναι οι περισσότεροι πολιτικοί, να πιστέψουν ότι «η λύση είναι η δραχμή». Ένας παμπόνηρος ηγέτης μπορεί εύκολα να εκμεταλλευτεί τη γενικευμένη άγνοια και να οδηγήσει την Ελλάδα σε δημοψήφισμα αντίστοιχο του Brexit. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η λιτότητα της δραχμής του μέλλοντος θα είναι αντίστοιχη της λιτότητας της δραχμής του παρελθόντος. Πρόκειται για μια λιτότητα που ξεσπούσε σε αιφνιδιαστικές υποτιμήσεις, οι οποίες εξαφάνιζαν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων. Το μνημόνιο είναι γενναιόδωρο συγκριτικά με τα προγράμματα που χρηματοδοτεί αποκλειστικά το ΔΝΤ. Αλλά η αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ισοδυναμεί με την αποχώρηση της Ευρωζώνης από το ελληνικό πρόγραμμα. Και τότε θα αναγκαστούμε να απευθυνθούμε αποκλειστικά στο ΔΝΤ. Στο ΔΝΤ απευθύνθηκε η Ρωσία το 1999 όταν κατέρρευσε το ρούβλι. Γιατί η Ελλάδα θα έχει καλύτερη τύχη; Αν αντιληφθούμε εγκαίρως την παγίδα των λαϊκιστών, δεν θα κατορθώσουν να μας εξαπατήσουν με ένα δημοψήφισμα και θα ανοίξει επιτέλους ο δρόμος για μία πορεία ανάκαμψης ανάλογη της Κύπρου, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.

 

Πέτρος Παπασαραντόπουλος (συγγραφέας-εκδότης). Το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε το 2017 θα είναι ταυτόχρονα και η μητέρα των μαχών στην Ελλάδα της κρίσης: οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα προσπαθήσουν να μας αποκόψουν από τον ευρωπαϊκό κορμό. Συστηματικά δυσφημούν, αποδομούν, δαιμονολογούν την Ευρώπη, με κάθε τρόπο και κάθε μέσον. Ήδη οι προσπάθειές τους μοιάζει να καρποφορούν. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το ποσοστό των Ελλήνων που επιθυμούν αποχώρηση της Ελλάδας από την ΕΕ αυξήθηκε κατά 8 μονάδες από την προηγούμενη μέτρηση και πλησιάζει σε πλειοψηφικά νούμερα. Ο αντιευρωπαϊσμός ήταν, είναι και θα είναι η Μεγάλη Ιδέα της ριζοσπαστικής αριστεράς και το ιερό λάβαρο των δεξιών λαϊκιστών και εθνικιστών. Το Μένουμε Ευρώπη πρέπει να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Η Ευρώπη είναι το κοινό μας σπίτι. Πρέπει να πείσουμε για το αυτονόητο. Πρέπει να αντιτάξουμε στην καταστροφική ιδεοληψία τον ορθό λόγο. Πρέπει να μιλήσουμε στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων, πρέπει να ηγεμονεύσουμε στον κοινό νου. Ένα πλατύ αντιλαϊκιστικό μέτωπο, από δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς, πρέπει επιτέλους να δημιουργηθεί. Εάν κερδίσουμε μαζί αυτή τη μάχη, μετά μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας. Μέχρι τότε, πρέπει να είμαστε μαζί, και απέναντι στους φαιοκόκκινους λαϊκιστές. Όποιος δεν το καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.

Χάρης Πεϊτσίνης (δικηγόρος). Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα; Η φτώχεια. Το 2017, με βάση όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις, θα είναι μια χρονιά εξίσου ζοφερή, εξίσου εθνικά καταθλιπτική με το 2016. Μετά την κορύφωση του ανώφελου 2015, οι προβολείς έσβησαν, τα πρωτοσέλιδα έχασαν τη λάμψη τους, και ο εξαπατημένος εν τη αφελεία του λαός έμεινε μόνος, αυτός και η φτώχεια του, να ομφαλοσκοπεί συμπλεγματικά και να υποβλέπει τον κόσμο γύρω του. Η διαχείριση της φτώχειας ήταν το πρόβλημα για το 2016 και θα συνεχίσει να είναι το πρόβλημα για το 2017. Φτώχεια όχι μόνο υλική, αλλά —κυρίως— φτώχεια πνευματική. Μια διάχυτη, εκχειλίζουσα μιζέρια, που πνίγει την καθημερινότητα, αποτυπώνεται στα πρόσωπα, στις συμπεριφορές, στις μαζικές τάσεις φυγής. Η χώρα μοιάζει με ραδιενεργό ζώνη. Όσοι μπορούν φεύγουν, πίσω μένουν οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς, όσοι έχουν κάτι να χάσουν, και όσοι δεν έχουν πια να κερδίσουν τίποτα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ένα έθνος χωρίς προοπτική, μια καταθλιπτική κοινωνία με απισχνασμένη συνοχή, όπου εξ ανάγκης πλέον ισχύει ο κανόνας «το σήμερον μέλει μοι, το δ’ αύριον τις οίδεν;» Η λύση γι’ αυτή την αρρώστια —να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους— δεν θα έρθει το 2017. Δεν ξέρω καν αν θα έρθει το 2018. Η λύση, εν πολλοίς, είναι μία: να κλείσει αμετάκλητα ο βιοπολιτικός κύκλος που άνοιξε το 2010, να θαφτούν οι άρρωστες νοοτροπίες, ο παραλογισμός, ο διχασμός, η τρέλα και η γελοιότητα. Μόνο όταν γκρεμιστούν αυτά τα τείχη που ανεπαισθήτως μάς «έκλεισαν από τον κόσμο έξω», θα ξεφύγουμε από το σπιράλ της ψυχολογικής μας κρίσης και θα κοιτάξουμε, με αναπτερωμένες τις δυνάμεις μας, να ξεφύγουμε και από την οικονομική.

 

Φωτεινή Πιπιλή (δημοσιογράφος). Υποθετικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα που μεταφέρεται από το 2016 στο 2017 είναι η αξιολόγηση. Κατά την κυβέρνηση, η ολοκλήρωσή της θα λειτουργήσει σαν μαγικό ραβδάκι, εκπεσούσης μεν, λόγω Φίλη, αλλά απαραίτητης για το συριζοανέλικο παραμύθι, πριγκίπισσας, και η Ελλάδα θα μεταμορφωθεί στη Σταχτοπούτα του κόσμου όλου. Στην πραγματικότητα, το ουσιαστικό πρόβλημα παραμένει, όσο παραμένει στην εξουσία αυτό το κυβερνητικό συνονθύλευμα, το οποίο εγκαταστάθηκε πολιτικά, κυρίως, χάρις στον μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά μειλίχιο «δράκο», τον Φώτη Κουβέλη . Δυστυχώς για τους μη ευήθεις —οι οποίοι, ακριβώς λόγω της κατάπτωσης των πάντων, επιτέλους μετρηθήκαμε και δεν είμαστε, όπως πολλοί πιστεύουν, οι λίγοι—, η χώρα αιωρείται σαν τον ανάλαφρο φελό που κλυδωνίζεται στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να έχει τη δύναμη να βυθιστεί, ώστε να επέλθει η νομοτελειακή νέα αρχή. Γιατί δεν είναι η χώρα, δεν είναι ο λαός που μπορεί να επιβάλει αλλαγές, όσο και αν τα πάντα δείχνουν ότι δεν τους αντέχει άλλο: γιατί στις πραγματικές δημοκρατίες δεν επιβάλλονται οι εκλογές. Επιλέγονται, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές από τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό, με εξαιρέσεις που αναφέρονται πάντα σε εθνικές τραγωδίες. Άρα, μόνον αυτή η επιλογή θα προστατεύει τη χώρα από τα χειρότερα!

 

Νικόλας Σεβαστάκης (συγγραφέας, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ). Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να ιεραρχήσει κανείς τους κινδύνους, να υπολογίσει τα βαρύτερα λάθη ή το ποιες είναι εντέλει οι χειρότερες απειλές. Η οικονομική καθήλωση, τα δείγματα υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η πολιτική μελαγχολία, όλα αυτά καταλαμβάνουν τη σκηνή. Και δεν αστειεύονται. Αλλά για το 2017 φοβάμαι έναν μοιραίο συνδυασμό: τη συνάντηση μιας κουρασμένης και βαθιά τραυματισμένης κοινωνίας με μια εξωτερική απειλή — για παράδειγμα, έναν από τους ερντογανικούς τυχοδιωκτισμούς. Ανησυχώ για το τι θα μπορούσε να συμβεί, με δεδομένο τον οπορτουνισμό των κυβερνώντων και τις πληγές που έχει επιφέρει στο κοινωνικό σώμα «η διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης» (Cas Mudde). Φοβάμαι τον ιό του εθνικισμού στην ανάμιξή του με την «κοινωνική» δημαγωγία στο φόντο μιας εθνικής κρίσης. Τι θα μπορούσε να εγγυηθεί κάτι διαφορετικό; Μια πολιτική τομή που εγώ θα την ήθελα να εμπεδώνει (ή να ξαναθυμίζει) τον πολιτικό φιλελευθερισμό με μια σοσιαλδημοκρατική φιλοσοφία. Χωρίς τα φαντάσματα του παλαιοκρατισμού κι εκείνων των άγονων συμβιβασμών που βλέπουν ως ρεαλισμό απλώς μια πονηρή προσαρμογή σε κληρονομημένες ελληνικές πατέντες. Ένα πράγμα θα έβλεπα για αντίβαρο πολλών από τα δεινά της τελευταίας περιόδου: τη σύγκρουση με τις ιδεολογικές καταχρήσεις του ψεύδους. Το ξέρω ότι είναι δύσκολη υπόθεση, αλλά, μετά από την εμπειρία των δυο τελευταίων χρόνων, κάτι λιγότερο από αυτό θα ήταν ντροπή. Και πρέπει να σταματήσουμε να ντρεπόμαστε διαρκώς.


Δημήτρης Σκάλκος (πολιτικός επιστήμονας). Η Ελλάδα υποδέχεται το 2017 οικονομικά σακατεμένη. Ο πλούτος της συρρικνώνεται διαρκώς, η παραγωγική της βάση είναι ρημαγμένη, τα χρέη της συσσωρεύονται σε δυσθεώρητα ύψη. Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας ωστόσο, αν και πιεστικά, δεν είναι ανυπέρβλητα. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η διάχυτη παραίτηση, η απόγνωση των πνευμάτων, η οργισμένη ανασφάλεια. Η κοινωνία, γονατισμένη, με τις προσδοκίες της συντριμμένες, χωρίς την επιδίωξη ενός συλλογικού στόχου, κλείνεται επίμονα στον εαυτό της. Το πολιτικό μας σύστημα πλησιάζει σήμερα επικίνδυνα το σημείο 0. Εκείνο το σημείο που οι πολίτες δεν ακούν κανέναν, δεν συν-διαλέγονται, μαζεύονται ερμητικά στο όστρακο των δογματικών βεβαιοτήτων τους. Η ταχεία συντριβή της ψευδούς υπόσχεσης του ΣΥΡΙΖΑ («Η ελπίδα έρχεται») δυστυχώς δεν απελευθερώνει αυτομάτως τους πολίτες από τις «αυταπάτες» τους, αλλά αντίθετα αφήνει ένα κενό που χάσκει διάπλατα προκαλώντας τρόμο (ο αντιευρωπαϊσμός, ο εθνικολαϊκισμός και η συνωμοσιολογία αναδεικνύονται ως κυρίαρχες αντιλήψεις σε όλες τις σχετικές μετρήσεις). Στο λασπώδες έδαφος της κοινωνικής διάλυσης φύονται τα δηλητηριώδη άνθη του επιθετικού λαϊκισμού, του διχαστικού λόγου, του πολιτικού ανορθολογισμού. Και κάπως έτσι στήνεται το σκηνικό μιας νέας βαρβαρότητας που απειλεί να βυθίσει τη χώρα στο τέλμα μίας πολύχρονης παρακμής. Ποιοι θα αντισταθούν στην επέλαση της νέας βαρβαρότητας, ποιοι θα ανασυστήσουν το ραγισμένο κοινωνικό μας συμβόλαιο; Σε πείσμα των ημερών, οφείλουμε να εμπιστευτούμε ξανά την πολιτική — δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Τούτη τη φορά σε νέες, στέρεες βάσεις.

 

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος (αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, αρχισυντάκτης της Νέας Εστίας). Με το 2017, μπαίνουμε αισίως στην όγδοη χρονιά της ελληνικής κρίσης. Η Ελλάδα αποτελεί πλέον μια θλιβερή εξαίρεση της Ευρωζώνης, μοναχική και χωρίς εμφανή προοπτική άμεσης διεξόδου. Το γεγονός αυτό καθαυτό, ακόμη κι αν εξαιρέσουμε τον βάσιμο κίνδυνο ενός τέταρτου Μνημονίου, θέτει δύο μεγάλες απειλές για τη χώρα μας. Πρώτον, τον κίνδυνο του διεθνούς απομονωτισμού. Ήδη η Ελλάδα αντιμετωπίζεται από τους εταίρους ως μια εκνευριστική περίπτωση failed state, με αποτυχημένες ελίτ και παρηκμασμένες δομές και θεσμούς. Το ούτως ή άλλως μικρό ειδικό της βάρος στην ΕΕ καθίσταται τώρα αμελητέο. Σχεδόν καταγέλαστο. Με το Brexit να μοιάζει μάλλον διαχειρίσιμο, τον κίνδυνο του ιταλικού δημοψηφίσματος να έχει τελικά ξεπεραστεί, την πολιτική κατάσταση στην Ισπανία να έχει ομαλοποιηθεί και την απειλή της Λεπέν στη Γαλλία να υποχωρεί μετά το χρίσμα της Δεξιάς στον συντηρητικό μεταρρυθμιστή Φιγιόν, το ελληνικό ζήτημα δεν φαντάζει πια ένα σοβαρό συστημικό πρόβλημα για την Ευρώπη. Οπότε, ενόψει και των γερμανικών εκλογών, η αντιμετώπισή του από τους εταίρους δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα γίνει ηπιότερη. Και βέβαια τίθεται το ερώτημα τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ο εθνικός αυτός απομονωτισμός (που είναι εν μέρει και πολιτική επιλογή της σημερινής συγκυβέρνησης) για το Κυπριακό, που βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή. Υπάρχει ωστόσο, πέραν της διεθνούς παραμέτρου, και μια εξίσου σοβαρή εσωτερική, ιδιαίτερα ανησυχητική. Η τόσο παρατεταμένη κρίση, που είναι πια και πολιτική, να οδηγήσει τους πολίτες στην εμπέδωση μιας αίσθησης ματαιότητας και κυνισμού: ότι τίποτα δεν μπορεί πλέον να αλλάξει, ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι η μιζέρια, το ψέμα και η στωικότητα είναι η κανονικότητα, και όχι η επένδυση στην αλλαγή. Το πολιτικό σύστημα αλλά ιδίως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του έχουν συνεπώς ένα τεράστιο χρέος αυτή τη χρονιά. Να πείσουν με σχέδιο και ενσυναίσθηση ότι, όπως συνέβη και στο παρελθόν, το ελληνικό κράτος έχει τις δυνατότητες να ξανακοιτάξει με αισιοδοξία το μέλλον, αρκεί να αφήσει στην άκρη τις ψευδαισθήσεις, τις ιδεολογικές εμμονές, τον απομονωτισμό και τον λαϊκισμό, στοιχεία υπεύθυνα για το σημερινό του βάλτωμα.


Πλάμεν Τόντσεφ (επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων). Η Ελλάδα αναμφίβολα θα βρεθεί αντιμέτωπη τόσο με εξωτερικούς κινδύνους (όπως είναι ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας, οι μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές, η ανάγκη περιφρούρησης των εθνικών συνόρων κλπ.) όσο και με εσωτερικές προκλήσεις (υψηλότατη ανεργία, δραματική υποβάθμιση της παιδείας και της υγείας, απαξίωση βασικών θεσμών, διατάραξη της δημόσιας τάξης κλπ.). Ο κοινός παρονομαστής των εξωτερικών και εσωτερικών θεμάτων που πιθανότατα θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα το επόμενο έτος είναι η μειωμένη ικανότητα του κράτους να λειτουργήσει ως… κράτος. Δεδομένου ότι πρόκειται για προκλήσεις υπαρξιακών διαστάσεων, είναι προφανές ότι απαιτείται κυβερνητική αλλαγή. Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέτυχε παταγωδώς και το μόνο που κατόρθωσε ήταν επί των ημερών του να επιδεινωθούν όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της λειτουργίας του κράτους. Αλλά η απλή αντικατάσταση του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού με άλλη κυβέρνηση δεν διασφαλίζει απαραίτητα την αντιμετώπιση των οξυμμένων προβλημάτων. Ο επόμενος πρωθυπουργός που θα βρεθεί στο πηδάλιο της χώρας θα αναλάβει mission impossible. Προκειμένου να πετύχει μια νέα κυβέρνηση, θα απαιτηθεί από την επομένη κιόλας των εκλογών: (1) Το υπουργικό συμβούλιο και η κρατική μηχανή να στελεχωθούν σωστά — όχι μόνο με ικανούς ανθρώπους, αλλά και με «καμικάζι». (2) Να υπάρχει επαρκής κοινωνική στήριξη, πέραν της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. (3) Να αποκατασταθούν οι ομαλές σχέσεις της Ελλάδας με τους πιστωτές και όλους τους στρατηγικούς συμμάχους της.

 

Αθανάσιος Τσιούρας (δικηγόρος, νομικός σύμβουλος του Δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη και συνεργάτης του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Μάρκος Δραγούμης). Μέχρι το 2015, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας πίστευε ότι, αν θέλουμε να ευτυχήσουμε, αρκεί να το πιστέψουμε και να το επιβάλουμε με ένα άρθρο κι ένα νόμο. Βγαίνοντας το 2016, η πλειοψηφία κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στην αντίθετη αντίληψη: πως, ό,τι και να κάνουμε, όσο και να προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα της κρίσης και της μιζέριας — απελπισία, παραίτηση, συλλογική κατάθλιψη. Βασικός κίνδυνος για το 2017 είναι η αδράνεια. Κι όμως. Έχουμε δυνατότητες, ως άτομα και ως λαός, για ανάπτυξη, για ευτυχία, για ευημερία που θα επιτρέπει στον καθένα από εμάς να αναδείξει τις δικές του δεξιότητες και ταλέντα, να ολοκληρωθεί ως πολίτης και προσωπικότητα. Μας τις προσφέρουν η γεωγραφική θέση της χώρας, το κλίμα της, η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της. Μας εμποδίζουν κάποια οργανωμένα συμφέροντα, που συνδέονται με το κράτος και προτιμούν να κυριαρχούν σε μια φτωχή χώρα. Όμως υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν την προοπτική και την αισιοδοξία και χτυπούν το κατεστημένο που μας κρατά εδώ που είμαστε. Βασική μας αποστολή για το 2017 είναι τις δυνάμεις αυτές να τις αναγνωρίσουμε και να τις αναδείξουμε.

 

Αλεξάνδρα Χαριτάτου (Μουσειολόγος). Η πρώτη μου αντίδραση στο ερώτημα του Κυριάκου ήταν: Μόνο ένα; Σε δεύτερη σκέψη συνειδητοποίησα πως ό,τι σχεδόν με ανησυχεί έχει ως κοινό παρονομαστή τον λαϊκισμό. Ενώ τα προβλήματα ήταν, είναι και θα είναι πάντα πολυποίκιλα και πολυπαραγοντικά, φαίνεται πως η αμείλικτη επικράτηση του λαϊκισμού σαμποτάρει κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής τους. Ο λαϊκισμός σαρώνει ολόκληρο τον πλανήτη: από την εκλογή του Τραμπ στην Αμερική, ώς την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, και τον τυφλό φανατισμό των τζιχαντιστών. Απευθύνεται στα σκοτεινότερα ένστικτα επιβίωσης, οδηγώντας τους ανθρώπους σε ανορθολογικές συμπεριφορές, απογυμνωμένες από ανθρωπιά, όπου τη θέση των επιχειρημάτων παίρνουν τα συνθήματα και τη θέση των γεγονότων οι φοβίες. Ευτυχώς, στην εποχή που η ταχύτητα και ο «εκδημοκρατισμός» της πληροφόρησης μπορούν να παραμορφώσουν την πραγματικότητα, δίνουν επίσης και τα εργαλεία για την ορθή ανασύστασή της. Και, καθότι ως «χώρα» ορίζω τους πολίτες και όχι τους κυβερνώντες, πιστεύω πως για να αποφευχθούν τα χειρότερα, δηλαδή η πλήρης παράδοση του μέλλοντός μας σε παράλογες ιδέες και ανορθολογικές πρακτικές, θα πρέπει, από τη μια, να επικρατήσει η κριτική σκέψη, η ψυχραιμία και η αναζήτηση των πραγματικών γεγονότων, απαλλαγμένων από κάθε είδους ιδεοληψίες, και από την άλλη να επιδιωχθεί η ουσιαστική συμμετοχή περισσότερων (μπαίνω στον πειρασμό να πω «σκεπτόμενων», αλλά ποιος θα το κρίνει αυτό;) πολιτών στη δημόσια σφαίρα, γιατί όπως σημειώνει ο Πλάτων: «Όσοι αδιαφορούν για τα κοινά είναι καταδικασμένοι να εξουσιάζονται πάντα από ανθρώπους κατώτερούς τους».

Αριστείδης Χατζής (Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Είναι τόσο πολλά τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η χώρα μας το 2017, που είναι δύσκολο να προβλέψεις πιο θα αναδειχθεί ως το σοβαρότερο και να προτείνεις πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι το σημαντικότερο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι η απαξίωση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το φαινόμενου του λαϊκισμού, που θυμίζουν τις δεκαετίες 1920 και 1930 και συνοδεύονται από την ενίσχυση της ακροδεξιάς και της ξενοφοβίας. Πέραν όλων των άλλων όμως, φαίνεται να κλονίζονται τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς αμφισβητείται η χρησιμότητά της. Αλλά βέβαια αυτό είναι ένα πρόβλημα που η χώρα μας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της ή έστω να συμβάλει ουσιαστικά στην επίλυσή του. Αν περιοριστούμε λοιπόν στα εσωτερικά μας προβλήματα, τότε θα επέλεγα την πολιτική αστάθεια. Η καταβαράθρωση του κυβερνητικού συνασπισμού στις δημοσκοπήσεις μπορεί να (και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα) οδηγήσει σε καιροσκοπική και μυωπική οικονομική πολιτική που θα ανατρέψει και πάλι την πολύ εύθραυστη ανάκαμψη. Μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, ένα αποτέλεσμα που δεν θα οδηγήσει σε σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης, παιχνίδια με τους θεσμούς και ένα δεύτερο καταστροφικό δημοψήφισμα θα διαλύσουν τη χώρα. Και όλα αυτά υπό την απειλή του πλήρους κατακερματισμού του πολιτικού σκηνικού στον οποίο θα οδηγήσει οπωσδήποτε η επικείμενη εφαρμογή της απλής αναλογικής. Ένα σενάριο διπλών εκλογών μέσα στο 2017 θα ήταν σενάριο καταστροφής. Είναι απλό το τι πρέπει να γίνει για να αποφύγουμε τα παραπάνω, αλλά δύσκολο να υλοποιηθεί λόγω πολιτικού κόστους: θεσμικές μεταρρυθμίσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, πολιτικές υπεύθυνες και με γνώμονα το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον και (κυρίως) απελευθέρωση της αγοράς και δόμηση ενός αποτελεσματικού πλαισίου εποπτείας. Το ζητούμενο πάντα στην Ελλάδα ήταν μια θαρραλέα κυβέρνηση και μια υπεύθυνη αντιπολίτευση. Αλλά πλέον δεν είναι μόνο ευχή αλλά και απαραίτητος όρος επιβίωσης.

Νίκος Ψαρρός (καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας). Το χειρότερο και το καλύτερο είναι συγκριτικοί όροι. Αναφέρονται σε κάτι κοινό, κάτι που μπορεί να είναι καλύτερο ή χειρότερο αλλά βασικά στη φύση του είναι αμετάβλητο, είναι αυτό που είναι. Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε ως άνθρωποι, ως πολίτες, ως Ευρωπαίοι και ως χώρα δεν είναι λοιπόν το συγκριτικά χειρότερο αλλά το απόλυτο κακό. Και αυτό είναι το κακό που προσβάλλει την ψυχή. Είναι η ηττοπάθεια, ο μιζεραμπιλισμός, η κατάθλιψη, η απαισιοδοξία, η απώλεια πίστης στις δυνάμεις μας, η απώλεια του στόχου και του νοήματος της ζωής. Το 2017 πρέπει να επικεντρώσουμε τις δυνάμεις και τις προσπάθειές μας καταρχάς στην καλυτέρευση της προσωπικής μας ζωής — υλικής και ψυχικής. Στο συλλογικό επίπεδο, ως πολίτες και ως χώρα, πρέπει να συνταχθούμε με τις κεντρομόλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και να βουλώσουμε τα αυτιά μας στις Σειρήνες του ευρωφοβικού και ατλαντοφοβικού σκεπτικισμού. Πρέπει να προσαρμόσουμε την οικονομία στις συνθήκες μιας ανάπτυξης που βασίζεται στην παραγωγή προϊόντων μεγάλης υπεραξίας και να περιορίσουμε το υδροκέφαλο τέρας της παροχής υπηρεσιών. Τους πόρους που θα ελευθερωθούν από την παραγωγική και διοικητική αναμόρφωση της χώρας θα τους διαθέσουμε στην ενίσχυση των αδύναμων συνανθρώπων μας —ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, θρησκεία ή υπηκοότητα—, σύμφωνα με την αξιολόγηση των προσωπικών τους αναγκών και με γνώμονα την επανένταξή τους στην παραγωγική και κοινωνική ζωή.