Μερίδια

L
Σταύρος Ασθενίδης

Μερίδια

Είναι εκείνη η ώρα που κλείνεις ελάχιστα τα μάτια, τρίβεις τον λαιμό σου και καταλαβαίνεις ότι τίποτε δεν λειτουργεί, τίποτε, το μυαλό σου έχει μπλοκάρει από ώρα και μπροστά σου η οθόνη τρεμοπαίζει στο μισοσκόταδο, έχει σκαλώσει το κείμενο, σε εκείνη τη λέξη που τη γράφεις και τη σβήνεις και την ξαναγράφεις, και δώσ’ του πάλι, γράψιμο, σβήσιμο, ο κέρσορας αναβοσβήνει και η νύχτα έχει προχωρήσει για τα καλά, η μουσική έχει σταματήσει από ώρα, δεν το πήρες καν χαμπάρι, έχει μια ησυχία και εσύ έχεις μείνει και ακούς ρυθμικές, απαλές ανάσες ονείρων που κοιμούνται λίγο πιο πέρα στο σπίτι και θες να βουτήξεις εκεί, σε μια αγκαλιά, να ονειρευτείς και εσύ μπας και ξεκολλήσεις από αυτή τη λέξη, αλλά δεν γίνεται, όχι, πρέπει να κάτσεις να την τελειώσεις αυτή τη δουλειά παρότι είναι αυτή η ώρα που δεν λειτουργεί τίποτα, μέχρι και το ψυγείο στην κουζίνα έχει σταματήσει τον θόρυβό του, και εσύ έχεις μείνει μόνος με τους δαίμονές σου, και τότε είναι που παίρνεις στο χέρι το ποτήρι από δίπλα σου, το ποτήρι που είχες γεμίσει πριν με το κεχριμπαρένιο υγρό, το αναδεύεις να μυρίσουν και αυτοί, οι δαίμονες, το βαρύ ιώδιο μιας θάλασσας θερμής, ζωντανής, σαν να έρχεται καταιγίδα, και τον καπνό της τύρφης μιας γης ήρεμης, μιας καταφυγής, να ευφρανθούν από το αναθρώσκων πνεύμα, τη μελένια αλκοόλη, το αλμυρό σπίρτο, να πάρουν το βάρος από τα βλέφαρά σου και να σου δώσουν —επιτέλους— τη λέξη που θα ξεκλειδώσει τη ροή, που θα ξεκλειδώσει τον χρόνο, που θα βάλει πάλι τον κόσμο σε λειτουργία. Αν, καθώς λένε, υπάρχει ένα μέρος από το ουίσκι που, καθώς περιμένει να ωριμάσει και να περάσει από το βαρέλι στο μπουκάλι, χάνεται —και είναι το μέρος αυτό το μερίδιο των αγγέλων—, τότε αυτό το μέρος που χάνεται από το ποτήρι που μένει δίπλα σου όλο το βράδυ, καθώς εσύ βασανίζεσαι να φέρεις τη μια λέξη μετά την άλλη, είναι το μερίδιο των δαιμόνων.