Το μέτρο των πραγμάτων
«Εσύ ήσουν το μέτρο κάθε πράγματος». Φραντς Κάφκα, Γράμμα στον πατέρα.
Η Μάγκι και ο Ίθαν αναρρώνουν από την απώλεια της μητέρας τους Φρανσίν. Πέρασαν δύο χρόνια από την κηδεία, δύο χρόνια με δραστικές επιπτώσεις στο ηθικό τους. Η μορφωμένη και σκεπτόμενη ψυχολόγος αποτελούσε την ήρεμη δύναμη της οικογένειας, τη σοφή και λογική επιρροή κόντρα στον θορυβώδη εγωκεντρισμό του πατέρα τους Άρθουρ. Ο εσωστρεφής Ίθαν έμενε ήσυχος σαν «γλαστράκι» ανάμεσα στις αντιφατικές δυναμικές της οικογενειακής μονάδας. Μάρτυρες της σωματικής κατάπτωσης της Φρανσίν από τον καρκίνο στον θάλαμο του νοσοκομείου, τα αδέλφια στηρίχτηκαν οπουδήποτε αλλού παρά στον πατέρα τους για την ανοικοδόμηση της συνέχειας.
Αλλά, από τότε που πέθανε η μητέρα της, η Μάγκι είχε συναίσθηση του κακού που μπορούσε να προκαλέσει ένα σώμα, τη ζημιά που μπορούσε να κάνει στο ίδιο και στους άλλους.
Ο Άρθουρ Άλτερ απέχει από πρότυπο πατέρα. Σαρωτικός, εγωιστής, τσιγκούνης, γεμάτος αρνητισμό, φρόντιζε να καταρρίπτει κάθε φιλοδοξία στο πεδίο βολής του, έστω και την πιο συνετή. Οι πρωτοβουλίες και η ελεύθερη βούληση του ανήκαν αξιωματικά.
«Πρέπει να καταλάβεις», αποκρίθηκε εκείνη με τρεμάμενη φωνή, «ότι στη ζωή μου δεν κερδίζω ποτέ τίποτα.» […] Τι μπορεί να σήμαινε για μια γυναίκα σαν τη μητέρα της, όμορφη, σοφή και έξυπνη, το γεγονός ότι δεν είχε νιώσει ποτέ ότι νικούσε; Και τι έλεγε αυτό για τη Μάγκι, που πάσχιζε ακούραστα να της μοιάσει;
Η ζωή του επισκέπτη καθηγητή πανεπιστημίου θα κυλούσε μακάρια αν η Φρανσίν δεν άλλαζε τη διαθήκη της. Ένα μυστικό χαρτοφυλάκιο μετοχών από την εποχή της γνωριμίας τους απέφερε σημαντικά κέρδη και κληροδοτήθηκε στα παιδιά. Ο Άρθουρ πήρε ό,τι του άξιζε. Το αντίτιμο της προσφοράς του στην οικογένεια: τίποτα. Ωστόσο, επιμένει να αγνοεί ότι πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα για την άκαιρη μετάθεση στο Σεντ Λούις παρά την απροθυμία της Φρανσίν να επιστρέψει στη γενέτειρα που μισούσε, για την ανταλλακτική οικονομία ως μέθοδο ανατροφής των παιδιών —τον Φόρο του Μπαμπάκα—, για την αδιαφορία σχετικά με τις προτιμήσεις και τις ιδιορρυθμίες των άλλων και την εγωπαθή πεποίθηση πως δικαιούται να απαιτεί. Ανικανοποίητος από μια στάσιμη ακαδημαϊκή καριέρα και τα ατελέσφορα όνειρα για προσφορά και βοήθεια στους λιγότερο προνομιούχους —με ανταμοιβή την αναγωγή του σε σωτήρα—, μοιράστηκε ένα μόνο κοινό με τη Φρανσίν: τη φιλοδοξία να μην καταλήξει σαν τους γονείς του. Μεγαλωμένοι σε τοξικό οικογενειακό περιβάλλον, πάσχισαν να εξελιχθούν και να αλλάξουν, να απομακρυνθούν γεωγραφικά και οσμωτικά από τα πρότυπα που τους στιγμάτισαν. Στην περίπτωση της Φρανσίν, ο αγώνας έμοιαζε με πόλεμο.
Φρανσίν Κλάιν, θα γυρίσεις στο σπίτι. Εγώ σου έδωσα ζωή, εγώ σε μεγάλωσα, χωρίς τη βοήθεια κανενός, εγώ φρόντιζα να έχεις φαγητό να φας, εγώ σε έγραψα σ’ εκείνο το σχολείο. Θα γυρίσεις σπίτι. Με κατάλαβες; Θα γυρίσεις σπίτι. Έτσι είναι το σωστό. Έτσι είναι το… το δίκαιο.
Με την πεποίθηση ότι η Μάγκι και ο Ίθαν είναι υποχρεωμένοι να συνεισφέρουν στην εξόφληση της υποθήκης του σπιτιού, παρά την ελάχιστη επικοινωνία τόσων μηνών ή τη σχέση του με τη νεότερη μεσαιωνολόγο Ουλρίκε πριν ακόμα πεθάνει η Φρανσίν, στέλνει χειρόγραφες επιστολές σε κάθε παιδί ζητώντας να συναντηθούν.
[Έ]να γράμμα σταλμένο με το ταχυδρομείο ήταν κάτι τόσο επίσημο και παλιομοδίτικο, που ο φάκελος της θύμισε λευκό φράκο.
Σκοπεύει να καλοπιάσει τα αδέλφια, να στολίσει το σπίτι με αναμνηστικά της παιδικής ηλικίας ώστε να «σερβίρει» την πληρωμή των δόσεων. Όσο ξεθάβει λούτρινα ζωάκια και φωτογραφίες, οι αναμνήσεις της Μάγκι και του Ίθαν αφήνουν διαφορετικά σημάδια σε αυτή την οικογενειακή ιστορία. Πέρα από ίχνη στο χαρτί, αποτυπωμένα με λογοτεχνική δεινότητα και ενσυναίσθηση από τον συγγραφέα, οι αναμνήσεις των ηρώων είναι χαρακιές, πληγές καλυμμένες με αυτοσχέδιους επιδέσμους, έτοιμες να ανοίξουν ξανά.
Με την αγωνία να γίνει το αντίθετο του ιδιοτελή πατέρα, και να φτάσει με κάποιο τρόπο την αρετή της μητέρας, η Μάγκι επιδίδεται σε έναν μαρτυρικό αλτρουισμό, εφαρμόζοντας εμμονικά έναν μαζοχιστικό ανθρωπισμό — εργάζεται αφιλοκερδώς ή για εξευτελιστικές αμοιβές, περιορίζοντας τις ανάγκες της σε βασικά αγαθά· πεινάει κυριολεκτικά για το καλό του πλανήτη παραλείποντας γεύματα, ζει σε χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο γιατί δεν επιθυμεί να ρευστοποιήσει το μερίδιο των κληρονομημένων μετοχών.
Η Φρανσίν αποτελούσε για τη Μάγκι πρότυπο και παράδειγμα προς αποφυγήν συνάμα. Μια περιπτωσιολογική μελέτη γι’ αυτό που προσδοκάται από τις γυναίκες να είναι και αυτό που πρέπει να απαρνηθούν για να γίνουν αυτό που προσδοκάται απ’ αυτές.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος και τρυφερότητας επηρέασε και τον Ίθαν. Το ρουθούνισμα του Άρθουρ στο coming out του ευάλωτου δεκαπεντάχρονου αγοριού, η μηχανική απόπειρα σύσφιξης του δεσμού πατέρα-γιου σε αγώνα μπέιζμπολ, η δεδομένη υποχώρηση της μητέρας τους στις σημαντικές αποφάσεις συνέβαλαν στη λανθασμένη ερμηνεία της πραγματικότητας και πρόσληψης της αυτοεικόνας ενός έξυπνου και ικανού παιδιού.
Κάθε φορά που τσάκωνε στο μετρό κάποιον να τον κοιτάζει, πρώτη του σκέψη ήταν ότι είχε κάνει κάτι λάθος. Ότι στεκόταν λάθος. Ότι ανάσαινε λάθος. Και τότε φούντωνε από θυμό. Γιατί έπρεπε να αμφιβάλλει για τον εαυτό του; Γιατί έπρεπε να μειώνει τον εαυτό του, ενώ λιγότερο άξιες ψυχές καβαλούσαν μεγαλοπρεπώς τη ζωή;
Στους μήνες μετά την κηδεία ο Ίθαν αποχώρησε από την κοινωνική σφαίρα, παραιτήθηκε από ένα επικερδές επάγγελμα και αυτοπεριορίστηκε στο πανάκριβο διαμέρισμά του, γεμάτο με μοντέρνα έπιπλα και συσκευές τελευταίας τεχνολογίας, βουτηγμένος στα χρέη του ψυχαναγκαστικού καταναλωτισμού. Ελλείψει στόχων, μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ερημίτη, απόλυτα εφικτό lifestyle στον καπιταλιστικό απομονωτισμό της διαδικτυακής εξυπηρέτησης και της παράδοσης κατ’ οίκον. Μέσα στον ενήλικο Ίθαν, όμως, ένα αγόρι ελπίζει ακόμα στην αναγνώριση του πατέρα.
Παρ’ όλα αυτά, όφειλε να παραδεχτεί ότι ένιωσε έναν μικρό ενθουσιασμό όταν έλαβε το γράμμα από τον πατέρα του. Την πρόσκληση. Περίμενε μια ζωή να τον καλέσει ο πατέρας του οπουδήποτε. Αλλά όταν συνέβη, μπορούσε να αναρωτηθεί μήπως ήταν πολύ αργά πια.
Σύγχρονο και προσιτό literary μυθιστόρημα απόφοιτου του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής της Αϊόβα —του φυτώριου ταλέντων που μας χάρισε τον Γκαρθ Γκρίνγουελ—, οι «Αλτρουιστές» συγκλονίζουν με την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και την εμβάθυνση στην απόδοσή τους. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων διατρέχεται από την ιδέα του συμπεριφορισμού στην ανατροφή: της σημασίας των γονεϊκών επιρροών στη συναισθηματική ανάπτυξη, ιδιαιτέρως των αρνητικών. Ο Άντριου Ρίντκερ χειρίζεται το οικογενειακό δράμα και τα συμπλέγματα παιδιών και γονέων με μαεστρία και οικονομία αξιέπαινες για πρώτο βιβλίο. Σοφά και μελετημένα, με διακριτικό έξυπνο χιούμορ, μας γνέφει να του κάνουμε συντροφιά σε κάποια απόμερη γωνία όσο οι ήρωές του ενσαρκώνουν καινούργιους και οριστικούς εαυτούς, την πραγματική τους ταυτότητα απαλλαγμένη από τοξικότητες του παρελθόντος, έτοιμη να ανθήσει στην ευφορία της ανεπηρέαστης αυτογνωσίας.