Mια ανεξίτηλη εντύπωση

C
Χρήστος Γραμματίδης

Mια ανεξίτηλη εντύπωση

Η καλύτερη ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ παραμένει ο μικρός αλλά κρίσιμος δεύτερος ρόλος της στον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ» («The Talented Mr Ripley»). Παίζοντας τη Μέρεντιθ Λογκ, μια νεόπλουτη κληρονόμο που έχει εκπαιδεύσει τον εαυτό της να συγκινείται υπερβολικά στην όπερα για να παριστάνει την καλλιεργημένη, η Μπλάνσετ υπογραμμίζει άψογα την «πόζα» της ηρωίδας. Στη σκηνή της νυχτερινής βόλτας με την άμαξα, η Μέρεντιθ είναι ταυτόχρονα εντελώς υπολογίστρια και αξιαγάπητα αθώα: μια ντεμπιτάντ που έχει την ευκαιρία να νιώσει πριγκίπισσα. Είναι επίσης ναΐφ, και ως εκ τούτου εντελώς επιρρεπής στα βιαστικά σκηνοθετημένα ψέματα ενός ψυχικά διαταραγμένου που αποζητά την κοινωνική αναρρίχηση.

Ο Γούντι Άλεν ουσιαστικά ξανάφτιαξε τον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ» ως «Match Point», προσθέτοντας σε αυτό μια δεύτερη εκδοχή του φινάλε από το «Απιστίες και Αμαρτίες» («Crimes and Misdemeanors»). Πάντως, το «Match Point» εγκαινίασε θριαμβευτικά την επιλογή του Άλεν να κάνει γυρίσματα στην Ευρώπη, πράγμα που συνέχισε με το «Vicky Cristina Barcelona» (μια εκπληκτικά χαλαρή και ηδονική άσκηση στην κωμική ειρωνεία) και το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» («Midnight in Paris»).
To «Blue Jasmine», όπου η Μπλάνσετ 15 χρόνια μετά τον Ρίπλεϊ υποδύεται ξανά μια αυταπατώμενη σοσιαλιτέ που εμπλέκεται με έναν παθολογικό ψεύτη, είναι εξίσου επιτυχημένο με το «Match Point» —τα καλύτερα φιλμ του Άλεν από την εποχή του «Απιστίες και Αμαρτίες»—, αφού ο δαιμόνιος γυαλάκιας χαλιναγωγεί το χαβαλεδιάρικο ένστικτό του υπέρ μιας ολίγον αυστηρότερης ευαισθησίας.
Η ταινία ανοίγει με το εντυπωσιακό πλάνο ενός αεροσκάφους εν πτήσει πάνω από τις ΗΠΑ. Η άνωθεν οπτική γωνία είναι μια λεπτή οπτική αναλογία για την Τζασμίν της Μπλάνσετ, που έχει περάσει τη ζωή της αιωρούμενη πάνω από την πλέμπα. Το μόνο για το οποίο μιλάει είναι που μια φορά κι έναν καιρό έδινε «τα καλύτερα πάρτι στη Νέα Υόρκη». Αλλά το παρελθόν είναι παρελθόν και, στον απόηχο μιας αισθηματικής και οικονομικής καταστροφής, τώρα μετακομίζει. Το πεπρωμένο της είναι να πάει δυτικά («Go West», που λέει και το τραγούδι), στο Σαν Φρανσίσκο, για να ζήσει με την αδελφή της την Τζίντζερ (Σάλι Χόκινς): μια σκόπιμη ηχώ από το «Λεωφορείον ο Πόθος».

Εκτός από μερικές γραμμές διαλόγου και μια περιστασιακή στιγμή όπου η Τζασμίν ζητά από την αδελφή της να της φέρει λεμονάδα με πάγο (όπως και η Μπλανς από τη Στέλλα), το «Blue Jasmine» δεν κάνει πολλές εμφανείς παραπομπές στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Αντιθέτως, αυτό που ενδιαφέρει τον Άλεν είναι τα θέματα του έργου που αποτέλεσε την πρώτη ύλη του. Πέρα από τον αισθησιασμό του και το επιδεικτικό παιχνίδι του με τη γλώσσα, το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς αφορούσε στην ουσία τη βίαιη σύγκρουση μεταξύ της αμερικανικής αριστοκρατίας (στο πρόσωπο της Μπλανς Ντιμπουά, ξεπεσμένης γόνου γαιοκτημόνων) και της κατώτερης τάξης των μεταναστών (που αντιπροσωπεύεται από τον δύστροπο Στάνλεϊ Κοβάλσκι). Είναι ένα έργο για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που όμως έχει αποδειχτεί διαχρονικό.

Το «Blue Jasmine» βάζει τη Fifth Avenue στη θέση του Belle Reve (του κτήματος της Μπλανς), και οι πολυάριθμες αναδρομές στην παρελθούσα ζωή της Τζασμίν στο Μανχάταν προκαλούν ένα περίεργο ρίγος που οφείλεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά ο Άλεν δεν λαμβάνει τα προνόμια της μπουρζουαζίας ως δεδομένα. Οι σκηνές με την Τζασμίν και τον εκατομμυριούχο σύζυγό της Χαλ (Άλεκ Μπόλντουιν) να χαλαρώνουν δίπλα στην πισίνα φαίνονται «φτιαχτές», αλλά όχι με τρόπο που να υποδηλώνει κακή σκηνοθεσία: απλούστατα, πρόκειται για υποκριτές που προσπαθούν να ανταποκριθούν στην ψεύτικη λαμπερή εικόνα που στήνουν για τον εαυτό τους. Η αριστοκρατική παντομίμα τους είναι βασισμένη σε μια βαθύτερη εξαπάτηση: ο Χαλ είναι ένας ασυνείδητος απατεώνας που στήνει τις γνωστές «πυραμίδες». Στην πιο προφανώς αλληγορική τροπή του φιλμ, ο Χαλ χάνει όλες τις οικονομίες της Τζίντζερ σε μια κακή επένδυση. Είτε το βρίσκει κανείς συγκινητικό είτε ανειλικρινές, φαίνεται πάντως ότι ο Άλεν αποπειράται ένα είδος ταξικής κριτικής εδώ. Κι αν το «Blue Jasmine» στερείται φαντασίας στην απεικόνιση της εργατικής τάξης (είναι απλώς κορόιδα), είναι πλούσιο σε περιφρόνηση για τους εγκληματίες που ιδιοποιούνται τον πλούτο της.

Είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της περιφρόνησης που κάνει το «Blue Jasmine» λίγο πιο ενδιαφέρον από τα συνήθη του Άλεν, ενώ σηματοδοτεί επίσης τη σαφή απομάκρυνσή του από το «Λεωφορείον ο Πόθος». Παρότι γλυκός βασανιστής των ηρώων του, ο Ουίλιαμς επέδειξε συμπόνια για την Μπλανς, χωρίς να μειώνεται ο αιχμηρός σχολιασμός του για τον ναρκισσισμό της και τις αδυναμίες της. Ο Άλεν παρατηρεί την Τζασμίν με επιφυλακτικότητα και μάλλον με αποστροφή — όπως όταν η ρητορική της ότι θα τα καταφέρει μόνη να σταθεί στα πόδια της διαλύεται αυτοστιγμεί στη θέα του πρώτου ενδιαφέροντος γαμπρού που συναντά (Πίτερ Σάρσγκαρντ). Ψυχαναγκαστική σε όλες τις συμπεριφορές της (στο πώς μιλάει, στο πώς πίνει, στο πώς παίρνει χάπια, στο πώς λέει ψέματα), η Τζασμίν είναι too much ακόμη και με βάση τα πρότυπα των υστερικών γυναικών του Άλεν, και η Μπλάνσετ δίνει ρέστα στον ρόλο, θυμίζοντας όχι τόσο τη Βίβιαν Λι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» όσο την εύθραυστη Τζούντι Ντέιβις στο «Παντρεμένα Ζευγάρια» («Husbands and wives») του Άλεν.

Η κατάσταση της Τζασμίν επιδεινώνεται από το γεγονός ότι κανείς από τους δύο υποψήφιους Στάνλεϊ Κοβάλσκι —ο πρώην σύζυγος της Τζίντζερ και ο τωρινός της αρραβωνιαστικός— δεν ενδιαφέρεται σεξουαλικά γι’ αυτήν. Ο ρόλος του επίδοξου βιαστή πέφτει στον θρασύδειλο οδοντίατρο που έχει προσλάβει την Τζασμίν ως βοηθό του. Είναι μια δυσάρεστη σκηνή που λειτουργεί μάλλον σαν παρωδία της κορύφωσης στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Παίζει επίσης με το ότι ο πραγματικός φόβος της Τζασμίν είναι η κοινωνική κινητικότητα: είναι τρομοκρατημένη μπροστά στην ιδέα ότι μπορεί να ξεπέσει στα λαϊκά στρώματα. Η απόπειρά της να γίνει διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων οδηγεί σε μερικά σκωπτικά κωμικά ενσταντανέ, αλλά στην ουσία εκφράζει το ίδιο μεράκι που έκανε την Μπλανς Ντιμπουά να καλύψει με το χάρτινο αμπαζούρ τη γυμνή λάμπα: είναι περίπου σαν να προσπαθεί να αναδημιουργήσει αυτό που φαντάζεται σαν φυσικό της περιβάλλον.

Το γεγονός ότι το «Blue Jasmine» έχει μερικά προβλήματα στην πλοκή δεν αποτελεί έκπληξη. Ο Άλεν είχε πάντα ένα θαυμάσιο ταλέντο για τις αφηγηματικές περιπλοκές, αλλά περιορισμένη λεπτότητα (το πολυπόθητο subtlety) ως σεναριογράφος. Περίπου τα μισά από όσα συμβαίνουν στο «Blue Jasmine» είναι εντελώς προβλέψιμα, χωρίς να είναι και ιδιαίτερα πιθανά, όπως όταν η Τζασμίν και ο νέος μνηστήρας της πέφτουν πάνω στον πρώην σύζυγο της Τζίντζερ εν μέση οδώ κι αυτός αποκαλύπτει όλες τις αμαρτίες του παρελθόντος της Τζασμίν: οι σεναριακές επινοήσεις υποσκάπτουν το πρόσχημα του ρεαλισμού. Μερικές φορές μοιάζει λες και ο Άλεν προσπαθεί επίτηδες να τσακίσει τους ήρωές του, όπως όταν η Τζίντζερ ανοήτως ερωτεύεται με και στη συνέχεια συνοπτικά απορρίπτεται από έναν κυριούλη. Αν και η Χόκινς παίζει τη στιγμή της εγκατάλειψης όμορφα, είναι λες και κακοποιείται συναισθηματικά μόνο και μόνο ώστε ο Άλεν να μπορέσει να δημιουργήσει έναν παραλληλισμό με τον καταδικασμένο νέο έρωτα της Τζασμίν. Η Τζίντζερ ανταμείβεται στο τέλος της ταινίας, εντούτοις η οικογενειακή ευδαιμονία του καναπέ που στήνει ο Άλεν δεν είναι επ’ ουδενί τόσο ενδιαφέρουσα όσο η Στέλλα που σηκώνεται και φεύγει στο φινάλε του φιλμ (αν και όχι του θεατρικού) «Λεωφορείον ο Πόθος»: ποιος αμφιβάλλει ότι θα καταλήξει πίσω στην αγκαλιά του Στάνλεϊ για άλλη μια φορά;

Το «Blue Jasmine» τελειώνει όπως ξεκίνησε, με την Τζασμίν να φλυαρεί μόνη, δήθεν απευθυνόμενη σε αγνώστους αλλά στην πραγματικότητα μιλώντας με τον εαυτό της (εάν η τελευταία σκηνή παρωδεί το «Forrest Gump», τότε πρόκειται για ένα από τα πιο αστεία κομμάτια σάτιρας των τελευταίων ετών). Η Τζασμίν δεν μπορεί καν να βασιστεί στην καλοσύνη των ξένων, γιατί δεν το βουλώνει ώστε να τους αφήσει να της πουν μια κουβέντα. Ο Άλεν είχε από παλιά ένα περίεργο φετίχ με τα μανιακά πλάσματα: ο ήρωας του στον «Νευρικό Εραστή» («Annie Hall») ανησυχούσε μήπως γίνει το είδος του ατόμου «που μπουκάρει σε μια καφετέρια με μια σακούλα σκουπιδιών στο χέρι, ουρλιάζοντας για τον σοσιαλισμό». Η συγκλονιστική υποκριτική της Μπλάνσετ είναι όμως τόσο ισχυρή, ώστε αυτή τη φορά η απεικόνιση της ψυχικής αστάθειας πηγαίνει βαθύτερα από τις αστείες ατάκες.

Την ίδια στιγμή, μένει κανείς με την αίσθηση ότι μια πραγματικά μεγάλη ταινία θα ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή δήλωση ότι οι πλούσιοι άνθρωποι είναι τόσο μόνοι και δυστυχισμένοι που καταντούν πραγματικά τρελοί (ή το αντίστροφο), και ότι ένας μεγάλος σκηνοθέτης θα έβρισκε έναν τρόπο να διεισδύσει στην τρέλα αντί να κρατά τις αποστάσεις του. Ο Άντονι Μινγκέλα δεν ήταν μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά στον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ» έστησε έντεχνα ένα πολύπλοκο πλέγμα επιθυμίας και εξαπάτησης μεταξύ των χαρακτήρων του, που όλοι τους θα ήθελαν να είναι κάποιος άλλος και όχι ο εαυτός τους. Και η Μπλάνσετ άφησε μια ανεξίτηλη εντύπωση ως μια γυναίκα που πέφτει αμφιπλεύρως θύμα λανθασμένης ταυτότητας: ακριβώς όπως η Μέρεντιθ πιστεύει ότι ο διαταραγμένος προλετάριος που συναντά είναι ένας από τους προνομιούχους συμμαθητές της, έτσι αντιλαμβάνεται ψευδώς και τον εαυτό της ως ένα αντισυμβατικό και ελεύθερο πλάσμα (ενώ σαφώς δεν είναι). Η τελική σεκάνς του «Ταλαντούχου Κύριου Ρίπλεϊ» (και η Μπλάνσετ σε αυτήν) είναι αρκετά πιο αξιομνημόνευτη από το «Blue Jasmine».