Μια δύσκολη ημέρα
Η εργάσιμη ημέρα μου έχει ξεκινήσει πριν φωτίσει ο ήλιος, άρα και με σχετικό εκνευρισμό, καθώς λίγοι άνθρωποι απεχθάνονται το πολύ πρωινό ξύπνημα όσο εγώ. Ευτυχώς η διαδρομή είναι ξεκούραστη και οι δρόμοι ανοιχτοί — αλλά η κυρία λαλίστατη. Ποιο κτίριο είναι αυτό, ποιος δρόμος είναι αυτός, πόσα χιλιόμετρα απέχει το αεροδρόμιο, you name it. Εγώ σκέφτομαι, «Τώρα θα τα μάθετε όλα, αξημέρωτα;» αλλά προσπαθώ να διατηρήσω το χαμόγελο και την ψυχραιμία μου. Η θέα της ανατολής πίνοντας ζεστό καφέ στο αεροδρόμιο διώχνει κάπως την αρχική κακή διάθεση…
Πίσω στην πόλη.
Κύριος ο οποίος η τελευταία φορά που πλύθηκε ήταν παίζοντας μπουγέλο στην αποφοίτηση από το δημοτικό θρονιάζεται στη θέση του συνοδηγού. Ανοίγω τέρμα το παράθυρό μου — καλύτερα κρυωμένη, να μην έχω και όσφρηση, παρά να ανεχτώ την οσμή του Πέπε λε Πιου δίπλα μου. Αρχίζει να μιλά ακατάπαυστα, θεωρεί ότι πρέπει να μοιραστεί μαζί μου ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες και χειρονομεί έντονα διαχέοντας παντού το άρωμα «Φρούτα του Λάθους» που φορά.
Η κοπέλα που κάθεται στο πίσω κάθισμα κουβαλά πλαστικές σακούλες. Που έχουν φαγητό. Με ζουμιά. Φτάνοντας στον προορισμό μας, με κοιτά με το βλέμμα του κουταβιού που μόλις έφαγε τις ολοκαίνουριες, πανάκριβες σαγιονάρες του αφεντικού του και μου λέει:
«Έεε… Έχει τρέξει λίγο ζουμάκι εδώ».
Το λίγο ζουμάκι έβγαζε άνετα μια γενναία μερίδα σούπας, η κυρία προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα με ένα χαρτομάντιλο, εγώ αναστενάζω και προσπαθώ να μην της πω όλα αυτά που μου έρχονται στο μυαλό, κυρίως γιατί δεν είναι και τα πιο ευγενικά λόγια που θα μπορούσε να πει κανείς.
Μετά από μια στάση για να καθαρίσω το «λίγο ζουμάκι», νεαρή μαμά με κοριτσάκι κάθονται στο πίσω κάθισμα. Την παρακαλώ να βάλει ζώνη στη μικρή και με κοιτά σαν να της είναι άγνωστες όλες οι λέξεις της πρότασης:
«Κοντά πάμε, καλέ, τι να την κάνει τη ζώνη, εδώ στο αυτοκίνητο του μπαμπά μας καθόμαστε μπροστά».
Στο άκουσμα της λέξης μπροστά, το κοριτσάκι αρχίζει να ολοφύρεται σαν Μανιάτισσα μοιρολογίστρα:
«Ναι, να κάτσουμε μπροστά, θέλω μπροστά, να βλέπω»!
Τραβώ το χειρόφρενο, γυρίζω προς τα πίσω και λέω, με ύφος ένα κλικ, όχι παραπάνω, πιο γλυκό από εκείνο που κοιτούσε την Άννυ η κυρία Χάνιγκαν, στη μικρή και, φυσικά, στη μητέρα της:
«Στο αυτοκίνητο αυτό, απαγορεύω να κάθονται μπροστά τα παιδιά. Κάθονται πίσω και βάζουν και τη ζώνη τους. Αλλιώς, τα κατεβάζω κάτω».
Το μόνο που ακούστηκε ήταν το κλικ της ζώνης και επιτέλους ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας.
Αρκετές συγκινήσεις μέχρι τώρα, ώρα για διάλειμμα σε αγαπημένο σημείο που έχει σκιά, σχετική ησυχία, ωραίο καφέ κοντά και μπορώ να διαβάσω 5-6 σελίδες από το βιβλίο μου. Όχι σήμερα, όμως. Α, όχι σήμερα.Ένα δυνατό τράνταγμα ταράζει την ηρεμία. Ο κύριος που προσπαθεί να παρκάρει πίσω μου μου έχει καταφέρει ένα γερό χτύπημα. Κατεβαίνω να δω τι έχει συμβεί, κατεβαίνει κι αυτός:
«Ε, τι να κάνω, αφού δεν χωρούσα»!
«Το ενδεχόμενο να μου ζητήσετε να κάνω λίγο πιο μπροστά ή απλώς να μην παρκάρετε αφού δεν χωράτε δεν σας πέρασε από το μυαλό να υποθέσω».
«Αφού δεν σου έκανα τίποτα, γιατί νευριάζεις;»
«Σωστά, έχετε δίκιο, προτείνω να ξαναμπείτε στο αυτοκίνητο, να πάρετε περισσότερη φόρα, μπας και τα καταφέρετε καλύτερα».
Ο κύριος μουρμουρίζει λόγια αγάπης, εγώ γυρίζω νευριασμένη στη θέση μου και σκέφτομαι ότι αυτή η εργάσιμη ημέρα πρέπει να τελειώσει σύντομα.
Στο κάτω-κάτω, αύριο είναι μια άλλη ημέρα.