Μια Ένωση (ακόμη) διαιρετική
Μερικά χρόνια πίσω, το όχι και τόσο μακρινό 2012, εν τω μέσω της ταυτόχρονης χρηματοοικονομικής κατάρρευσης των χωρών της ευρωπεριφέρειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκινούσε με περίσσεια λεπτολογία να καταστρώνει αντισεισμικά σχέδια για ένα ήδη συθέμελα σειόμενο οικοδόμημα, κι αυτό αναλισκόμενη σχεδόν αποκλειστικά σε ατέρμονες πολυμερείς διαβουλεύσεις δίχως εφαρμόσιμες προτάσεις δράσης. Η σφοδρότητα της οικονομικής συγκυρίας, η οποία πύκνωσε βίαια τον πολιτικό χρόνο, θα αναμενόταν να επισπεύσει τη θεσμική ενηλικίωση του οργανισμού· η ωρίμανση, όμως, συντελέστηκε με γραφειοκρατική βραδύτητα, αναδεικνύοντας για πρώτη φορά με τόσο κατάδηλο τρόπο ότι η χρονοτριβή στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων οφείλεται καθ’ ολοκληρία σε εγγενή πολιτισμικά χάσματα, και μόνο προσχηματική σχέση έχει με φορμαλιστικές διαδικασίες. Μέσα από αυτό το περιγεγραμμένο πρίσμα συσχετισμών μπορεί να ερμηνευτεί και η αδικαιολόγητη πλέον ολιγωρία στην υλοποίηση του σχεδίου τραπεζικής ενοποίησης της ζώνης του ευρώ, που επρόκειτο να θωρακίσει τους Ευρωπαίους φορολογούμενος από ενδεχόμενες μελλοντικές πτωχεύσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη Γηραιά Ήπειρο.
Αυτό το ενωσιακό εγχείρημα περιλάμβανε τρεις πυλώνες προκειμένου να προωθηθεί η τραπεζική σύγκλιση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης: τη σύσταση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, με σκοπό τη θέσπιση ενός καθορισμένου ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των τραπεζικών οργανισμών· την επιφόρτιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με καθολική εποπτική αρμοδιότητα επί του χρηματοπιστωτικού τομέα· και τη θέσπιση ενός κοινού συστήματος διασφάλισης τραπεζικών καταθέσεων. Μετά από εφτά χρόνια, μπορεί οι δύο από τους τρεις πυλώνες να έχουν τεθεί σε λειτουργία, αλλά ο τρίτος εξακολουθεί να είναι αντικείμενο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης, παρά τη θετική επανεμφάνισή του στον δημόσιο διάλογο προ ολίγων ημερών. Την αναμόχλευση του ζητήματος επιχείρησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Olaf Scholz, με άρθρο του στους Financial Times, δηλώνοντας πίστη στην ωριμότητα των ευρωπαϊκών θεσμών να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Ο πυρήνας της τοποθέτησής του, βέβαια, αφορούσε την επιτακτική ανάγκη να καταρριφθούν οι πολιτικοί φραγμοί που εμποδίζουν την πραγμάτωση του ενιαίου σχεδίου εγγύησης καταθέσεων, μιας και κάθε πρόσθετη αργοπορία στην εκτέλεση του πλάνου θέτει εν κινδύνω την οικονομική ισχύ της Ευρώπης στο ολοένα και πιο ρευστό διεθνές σκηνικό.
Η περί ης ο λόγος πολιτική παρέμβαση είχε ως βασικές παραλήπτριες τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, που, στο πνεύμα δημοσιονομικής συγκράτησης που τις διακατέχει, αντιδρούν στη δυνατότητα διάθεσης κοινών κεφαλαίων για τη διάσωση υπό πτώχευση τραπεζών και της Μεσογειακής Ευρώπης. Οι πιο επίμονες αντιστάσεις, χωρίς έκπληξη, προέρχονται από τη Γερμανία, όπου οι εκεί συντηρητικές φωνές τάσσονται αναφανδόν κατά οποιουδήποτε μηχανισμού θα δύναται να διαμοιράζει κινδύνους απορρέοντες από μια δυνητική τραπεζική χρεοκοπία. Για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν προξενεί εντύπωση ότι ο κ. Scholz —που, παρεμπιπτόντως, είναι ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας— φαίνεται να έλαβε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία χωρίς να έχει υπάρξει προσυνεννόηση με την Καγκελαρία, αφού η συγκατάθεση των Χριστιανοδημοκρατών της Angela Merkel εθεωρείτο εξαρχής απίθανη. Συνεπώς, η πολιτική δρομολόγηση της πρότασης, άρα και η περαιτέρω εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών των χωρών της Ευρωζώνης, μοιάζει αρκετά αμφίβολη στις παρούσες συνθήκες· ένα σενάριο, παρά ταύτα, που φαντάζει ευτυχές δεδομένων των ανταλλαγμάτων που ζητά η γερμανική πλευρά για προχωρήσει σε ένα τέτοιο σχέδιο κοινωνικοποίησης ρίσκων.
Εκ πρώτης όψεως, η ανεπίσημη πρόταση του Βερολίνου δίνει την εντύπωση ότι στοχεύει στην ενοποίηση του κατακερματισμένου τραπεζικού τοπίου στην Ευρώπη, αλλά το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν οι χώρες του Νότου είναι τόσο δυσβάστακτο που η Ένωση θα ζημιωθεί εν τω συνόλω. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, μεταξύ άλλων, επιθυμεί να τροποποιηθούν οι ευρωπαϊκοί κεφαλαιακοί κανονισμοί, ούτως ώστε να δοθεί αντικίνητρο στις τράπεζες να διακρατούν ικανές ποσότητες από εθνικό χρέος κι έτσι να μειωθεί η έκθεσή τους στον κίνδυνο χώρας· ο βασικός τρόπος που εξετάζεται να γίνει κάτι τέτοιο είναι να αρθεί το καθεστώς «μηδενικού ρίσκου» για τα κρατικά ομόλογα, αφού έτσι οι τράπεζες θα αναγκαστούν να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια για την κάλυψη πιθανών ζημιών. Επιπλέον, ζητά την εναρμόνιση του τραπεζικού πτωχευτικού κώδικα για όλες τις χώρες της Ένωσης, με στόχο την αποφυγή περιστατικών όπου παρέχονται κρατικές ενισχύσεις σε χρεοκοπημένες τράπεζες για να προστατευτούν οι πιστωτές τους. Τέλος, εκτός από απαιτήσεις που άπτονται του τραπεζικού πεδίου, αξιώνει την παντελή εξάλειψη του φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της Ένωσης, μέσω της υιοθέτησης ενός ενιαίου εταιρικού φορολογικού συντελεστή.
Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι οι δυνάμεις τής υπέρ το δέον δημοσιονομικής πειθαρχίας αδυνατούν να οραματιστούν μια Ευρώπη δίκαια ενωμένη, όπου τα κενά μεταξύ των κρατών-μελών θα είναι γεφυρωμένα επί τη βάσει αμοιβαίας ωφέλειας. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρωτεύον μέλημά τους είναι η απαρέγκλιτη προσκόλληση στην οικονομική ορθοδοξία, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι το σύνολο θα καταλήξει αποδυναμωμένο. Για του λόγου το αληθές, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ευρω-κρατικών ομολόγων σε όρους κινδύνου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προειδοποιήσει ότι η μονομερής —καθότι όλες οι τραπεζικές Αρχές του ανεπτυγμένου κόσμου υιοθετούν το κανονιστικό πλαίσιο της «Βασιλείας»— εγκατάλειψη του καθεστώτος «μηδενικού ρίσκου» για τις κυβερνητικές ομολογίες της Ευρωζώνης θα αποτελέσει μια αλλαγή σε παγκόσμια κλίμακα που θα προσδώσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες συγκριτικό μειονέκτημα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών. Η μειονεκτική αυτή θέση θα προκύψει από την ανάγκη για συσσώρευση πρόσθετων κεφαλαίων για την εξασφάλιση των κρατικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να πληγεί η κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες ήδη πασχίζουν να συγκρατήσουν την πτώση της λόγω των μηδενικών επιτοκίων στην Ευρώπη. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις απότοκες συνέπειες των προϋποθέσεων για τη μετάβαση στην τραπεζική ένωση.
Θα περίμενε κανείς ότι οι οικονομικές πράξεις της περασμένης δεκαετίας θα εντυπώνονταν, και ότι ζητούμενο από τότε και στο εξής θα ήταν η λελογισμένη ευελιξία σε ένα καλώς ορισμένο σύστημα αλληλεξαρτήσεων· μάταια, μόνο η διαίρεση έχει συγκρατηθεί.
[ Εικόνα ]