Μία επικίνδυνη λέξη
Σε ένα φιλικό τραπέζι πριν από λίγες μέρες, μία φίλη, που κατάγεται από την Ασία, γεννήθηκε στην Αφρική και έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Βρετανία, έλεγε (ίσως με μία δόση υπερηφάνειας) ότι νιώθει «χωρίς ταυτότητα» (identity-less). Είναι αλήθεια ότι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, σημαντικά τμήματα των μεσοαστικών τάξεων στη Βρετανία και σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης αντιμετωπίζουν την (εθνική) ταυτότητα σαν κάτι παρωχημένο, σαν κάτι μη σχετικό. Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα όταν μετακόμισα στη Βρετανία πριν από 16 χρόνια είναι ότι σχεδόν οποιαδήποτε (σοβαρή) θετική αναφορά στην εθνική ταυτότητα είναι ταμπού. (Ερχόμενος από την Ελλάδα, όπου κυριαρχεί ένα μείγμα αλόγιστης υπερηφάνειας, ρατσιστικών στερεοτύπων, επιλεκτικής ανάγνωσης της ιστορίας και αυτολύπησης/μίσους/εξάρτησης από τους «ξένους», η προσαρμογή ήταν τουλάχιστον απότομη).
Αυτό οφείλεται εν μέρει στις ιδιαιτερότητες της βρετανικής κουλτούρας: υπερανεπτυγμένη συνείδηση για το κόστος των στερεοτύπων, ενοχές για το αποικιακό παρελθόν, ηγεμονία της πολιτικής ορθότητας, σατιρική ισοπέδωση οποιασδήποτε έκφρασης υπερηφάνειας, επιτυχίας ή ανωτερότητας, σύγχυση για το τι ακριβώς είναι η βρετανική ταυτότητα (ειδικά μετά τη διοικητική αυτονόμηση της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βορείου Ιρλανδίας). Ωστόσο, την ίδια αρνητική αντιμετώπιση της εθνικής συνείδησης παρατηρώ όλα αυτά τα χρόνια όποτε βρίσκομαι σε διεθνοποιημένα ή πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα (συνέδρια, πανεπιστήμια, κοινωνικές εκδηλώσεις κλπ.) στην υπόλοιπη Ευρώπη (με την εξαίρεση, ίσως, των χωρών τού πρώην ανατολικού μπλοκ) και σε μεγάλα αστικά κέντρα της Αμερικής. Η μόνη ασφαλής αναφορά στην καταγωγή κάποιου είναι μέσα από το αθώο πείραγμα. Στην εποχή του μεταμοντερνισμού και στο περιβάλλον της διεθνοποιημένης αστικής τάξης, η συζήτηση σχετικά με την εθνική ταυτότητα γίνεται μέσα από τον αναλογισμό, τη σάτιρα, την απονεύρωση των στερεοτύπων, την αρνητική κρίση για όσους ακόμα ταυτίζονται συναισθηματικά με εθνικά αφηγήματα.
Όπως και ο θρησκευτικός φανατισμός, ο εθνοκεντρισμός —η χρήση δηλαδή της ιδιαίτερης εθνικής κουλτούρας ως μέσο αξιολόγησης άλλων πολιτισμών ή ως βάση πεποίθησης ανωτερότητας— αποτελεί τη ρίζα πολλών δεινών που έχει υποστεί ιστορικά η ανθρωπότητα. Η κριτική και μετριοπαθής θεώρηση της εθνικής ταυτότητας αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη κεκτημένα του 20ού αιώνα· κεκτημένο που η ανθρωπότητα πλήρωσε με πολύ αίμα. Είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής τέχνης, επιστήμης και σκέψης· της ιστορικής συνείδησης και συλλογικής μνήμης· της ευρωπαϊκής ενοποίησης· της κινητικότητας φοιτητών και εργαζομένων· της εξάπλωσης του τουρισμού σε ξένες χώρες· της ψηφιακής παγκοσμιοποίησης· της παρακμής εθνικών θεσμών διακυβέρνησης και αντιπροσώπευσης.
Η ιδιότητα του πολίτη του κόσμου, την οποία παραδοσιακά απολάμβανε μία μικρή ελίτ λογίων στα καφέ της Βιέννης, της Βουδαπέστης και του Παρισιού, εξαπλώθηκε σε μεγάλες μάζες μεσο- και μικροαστών που ανελίχθηκαν κοινωνικά και επαγγελματικά, έχουν ζήσει σε περισσότερες από μία ή δύο χώρες, ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο για τις ανάγκες της δουλειάς τους, πάνε διακοπές στο εξωτερικό με φτηνές πτήσεις, και κοινωνικοποιούνται σε μία παγκόσμια ψηφιακή σφαίρα, αναπτύσσοντας το φαντασιακό τους με βάση μηνύματα και αφηγήματα από πολλές χώρες.
Το να βιώνεις την καθημερινότητα σε διαφορετικές χώρες είναι ίσως (μαζί με την αναπαραγωγή) η σημαντικότερη και πιο καθοριστική εμπειρία που μπορείς να έχεις ως άνθρωπος. Παραδοχές, βεβαιότητες και στερεότυπα —τόσο για τον εαυτό σου, όσο και για τους άλλους— καταρρέουν. Αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πράγματα που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την καταγωγή — αυτά, δηλαδή, που μας ενώνουν. Συνειδητοποιείς ότι τα ιστορικά, τοπικιστικά, μιντιακά και πολιτικά αφηγήματα με τα οποία μεγάλωσες είναι μόνο μία πιθανή ερμηνεία της πραγματικότητας. Η εθνική ταυτότητα αρχίζει να μοιάζει όχι απλώς με φίλτρο, αλλά με παραμορφωτικό φακό. (Υπ’ αυτή την έννοια, η φίλη που νιώθει «χωρίς ταυτότητα» ίσως έχει καταφέρει να φτάσει σε μία αξιοθαύμαστη νιρβάνα που συνδυάζει τον μεταμοντέρνο σχετικισμό με την απόλυτη αντικειμενικότητα).
Η μυθιστορηματική ζωή του συγγραφέα Reinaldo Arenas —η καταδίωξη και φυλάκιση στην Κούβα του Κάστρο, η φυγή στις ΗΠΑ, ο θάνατος από AIDS— επανήλθε στη δημοσιότητα τις τελευταίες ημέρες. Σε συνέντευξή του με την Ann Tashi Slater το 1983, όταν ρωτήθηκε για το αν θα μπορούσε να ζήσει κάπου που να μοιάζει περισσότερο με την Κούβα, ο Arenas έλεγε:
Το έχω σκεφτεί αυτό, ναι. Δεν ξέρω τι να κάνω. Έχω πάει στο Πουέρτο Ρίκο, στην Ισπανία, σε άλλα μέρη όπου υπάρχουν κάποιου είδους ισπανικά και, ώς ένα βαθμό, τροπικός ήλιος. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω σε αυτά τα μέρη, γιατί οι Ισπανοί είναι Ισπανοί με τρομακτικό τρόπο και, εντέλει, είναι πολύ ιδιαίτεροι. Ο Πορτορικανός είναι Πορτορικανός σε ανησυχητικό βαθμό, με την αντίληψή του για τον εθνικισμό και μία σειρά από άλλα πράγματα που ουσιαστικά είναι του 19ου αιώνα αλλά, οκέι, ίσως είναι βάσιμα. Ωστόσο, για κάποιον που έχει περάσει τόσα [στη ζωή του], αυτά τα πράγματα δεν είναι σημαντικά. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το ότι οι τρομοκράτες της ΕΤΑ πιστεύουν ότι η Καταλονία θα έπρεπε να αποσχιστεί από την Ισπανία. Αυτά τα πράγματα έχουν μικρή καθολική σημασία, εφόσον η ελευθερία σημαίνει περισσότερα πράγματα από την αίσθηση της ιθαγένειας.
Όταν, λοιπόν, αρχίζεις να αποκτάς μία, έστω μικρή, αντίληψη της κλίμακας του ανθρώπινου πόνου και της δυστυχίας (αλλά και του φάσματος της ανθρώπινης δημιουργικότητας και φαντασίας), όπως και των εξαιρετικά σύνθετων και αλληλένδετων παγκόσμιων προκλήσεων και ευκαιριών που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα —όταν δηλαδή έρχεσαι σε επαφή με μία πραγματικότητα χωροχρονικά μακρο-κοινωνική—, είναι σχεδόν αδύνατον να επιστρέψεις στο μικρο-κοινωνικό. Και είναι εύκολο να αρχίσεις να αντιμετωπίζεις το εθνικό, το τοπικό, το καθημερινό, το τετριμμένο, με συγκατάβαση.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε μία από τις οξύτερες διαιρετικές τομές που τώρα ανατάσσουν τα πολιτικά συστήματα της Δύσης (π.χ., βρετανικό δημοψήφισμα και εκλογή Donald Trump): ένα οριζόντιο χάσμα ανάμεσα στις παγκοσμιοποιημένες, πολυπολιτισμικές αστικές τάξεις των μητροπόλεων και τις εθνικά ομοιογενείς περιφέρειες· δύο μεγάλες και δημογραφικά διακριτές ομάδες που εδώ και καιρό έχουν ουσιαστικά πάψει να συνομιλούν μεταξύ τους (το διαδίκτυο παίζει και αυτό τον ρόλο του). Η πρώτη αντιμετωπίζει τη δεύτερη με περιφρόνηση και ανωτερότητα· η δεύτερη αντιμετωπίζει την πρώτη με φθόνο και μνησικακία.
Σε δύο πρόσφατες ομιλίες της που προκάλεσαν εντύπωση και αντιδράσεις, η Βρετανή πρωθυπουργός Theresa May είπε ότι: «Εάν πιστεύεις ότι είσαι πολίτης του κόσμου, τότε είσαι πολίτης τού πουθενά. Δεν καταλαβαίνεις ούτε καν την έννοια της ιδιότητας του πολίτη» (5/10/2016)· και ότι: «Όταν απορρίπτεις τους πολύ πραγματικούς και βαθιά βιωμένους φόβους των απλών ανθρώπων, τότε δεν προστατεύεις την αντίληψή σου για τον κόσμο, αλλά την υπονομεύεις» (14/11/2016).
Το να υποστηρίζει κάποιος την επιστροφή στα εθνικά αφηγήματα και ταυτότητες είναι μάλλον ουτοπικό· ακόμη και αν πολίτες και κυβερνήσεις προσπαθήσουν να κλειστούν και πάλι στον εαυτό τους, η αμείλικτη (και ατάκτως παγκοσμιοποιημένη) πραγματικότητα θα σαρώσει κράτη αδύναμα και απομονωμένα — είτε αυτή είναι τα ισχυρά διεθνή δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος, παράνομης διακίνησης υλικών και ανθρώπων, τρομοκρατίας και διασποράς μέσων μαζικής καταστροφής, είτε η κλιματική αλλαγή, μία επιδημία ή κάποιο άλλο γεγονός παγκόσμιας κλίμακας.
Ωστόσο, το ερώτημα της ταυτότητας δεν είναι κάτι που μπορούμε να το περιφρονήσουμε ή να «ξεφορτωθούμε» τόσο εύκολα και εκεί ίσως έγκειται ένα από τα μεγάλα λάθη όσων θεωρούν ότι η εποχή της εθνικής συνείδησης έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Κάθε είδους ταυτότητα, και πολύ περισσότερο η εθνική, βασίζεται σε μία πολύ θεμελιώδη ανθρώπινη ανάγκη: την ανάγκη να ανήκεις σε μία σχετικά ομοιογενή συλλογικότητα· να μπορείς να μοιράζεσαι τη συγκίνηση μιας κοινής απόλαυσης (αυτό που ο Lacan και στη συνέχεια ο Γιάννης Σταυρακάκης περιέγραψαν ως jouissance) που συνήθως εξαρτάται και από την ύπαρξη ενός Άλλου, ευρισκόμενου έξω από την κοινότητα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι και οργανωμένες κοινωνίες, θα υπάρχουν ταυτότητες. Άλλωστε, ακόμη και αυτή η ιδιότητα του πολίτη του κόσμου —ή η συνειδητή έλλειψη διακριτής ταυτότητας— αποτελεί από μόνη της μία επιλογή· δηλαδή, μία ταυτότητα, που αυτοπροσδιορίζεται αφενός μεν με μία θετική έννοια (πίστη στις κοινές πανανθρώπινες αξίες και στην αέναη πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού), αφετέρου δε με μία αρνητική (ως τί δεν είναι), αφού αντιδρά σε εθνικά και παρωχημένα αφηγήματα.
Επομένως, και το «στρατόπεδο» των παγκοσμιοποιημένων αστικών μαζών δεν είναι κενό συνείδησης· κάθε άλλο, μάλιστα: βρίθει ταυτοτήτων. Απλώς αυτές συνήθως δεν είναι εθνικές και κρατικές, αλλά έχουν ως βάση τους τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τις διατροφικές συνήθειες, τις πολιτισμικές προτιμήσεις, την καριέρα, την πολιτική ιδεολογία και κάθε άλλη πιθανή έκφανση του τρόπου ζωής (lifestyle) στην εποχή του μεταμοντέρνου ατομισμού. Εκεί κρύβεται η δεύτερη εστία ταυτοτικών τριβών που τέμνει κάθετα τη σύγκρουση ανάμεσα στο παγκοσμιοποιημένο αστικό κέντρο και την εθνικιστική περιφέρεια: είναι η ακήρυχτη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες πίεσης, που υιοθετούν τη ρητορική της αυτοθυματοποίησης προκειμένου να προωθήσουν τα (συνήθως βάσιμα) αιτήματά τους.
Ο εξαιρετικός Tony Judt, σε ένα από τα τελευταία και σημαντικότερα κείμενα του, το προφητικό «Edge People» (του οποίου η αξία είναι αντιστρόφως ανάλογη της μικρής έκτασης του), κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: η μανιώδης και σχεδόν καταναλωτική υιοθέτηση ταυτοτήτων οδηγεί στην περιχαράκωση. Ένα καλό παράδειγμα που αναφέρει είναι ο πολλαπλασιασμός πανεπιστημιακών σπουδών που βασίζονται στην ταυτότητα (π.χ., gender studies, queer studies, African-American studies κλπ.). Tο πρόβλημα δεν είναι ότι τα μαθήματα αυτά επικεντρώνονται σε μία μόνο ταυτότητα, αλλά το ότι ενθαρρύνουν τις μειονότητες να σπουδάσουν… τον εαυτό τους (οι Αφροαμερικανοί τις African-American studies, οι γυναίκες τις gender studies, οι γκέι τις queer studies, οι Εβραίοι τις Jewish studies κ.ο.κ.). O Judt αναφέρεται σε μία ολόκληρη γενιά που έχει κοινωνικοποιηθεί γύρω από την περήφανη επίδειξη της ιδιότητας των νέων ως θυμάτων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Samuel Huntington προέβλεψε τη «σύγκρουση των πολιτισμών» — την ιδέα, δηλαδή, ότι στη μεταψυχροπολεμική εποχή, οι πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες θα είναι η βασική αιτία σύγκρουσης και πολέμων. Η υπόθεση του Huntington υπέστη σφοδρή κριτική από διεθνιστές όπως ο Amartya Sen και πολέμιους της δυτικής αποικιοκρατίας όπως ο Edward Said, επειδή θεωρήθηκε ότι υποπίπτει σε γενικεύσεις, εξαλείφωντας την ποικιλότητα στο εσωτερικό των «πολιτισμών» και προβλέποντας μία σύγκρουση ανάμεσα σε δυτικές και αντι-δυτικές δυνάμεις.
Αυτό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι η επιβεβαίωση τόσο του ίδιου του Huntington (οι πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες είναι η βασική αιτία συγκρούσεων), όσο και των επικριτών του: ακριβώς λόγω του ότι ο δυτικός πολιτισμός δεν είναι μία μονοκόμματη, μονοσήμαντη οντότητα , οι συγκρούσεις αυτές εμφανίζονται πρωτίστως μέσα στις ίδιες τις φιλελεύθερες, πλουραλιστικές δημοκρατίες.
Ο Judt ξεκινάει το «Edge People» με τη φράση: «Η “ταυτότητα” είναι μία επικίνδυνη λέξη. Δεν έχει καμία σεβαστή χρήση». Ίσως αυτή είναι μία ουτοπική δήλωση, με σκοπό να προβοκάρει την αντίδραση του αναγνώστη. Ίσως είναι ένα αντίβαρο στη χρήση και κατάχρηση των ταυτοτήτων· μία προειδοποίηση για τα αναδυόμενα χαρακώματα του 21ου αιώνα. Υπάρχει λύση; Και ποια;
Το κίνημα του μεταμοντερνισμού, των πολιτισμικών σπουδών και της θεωρίας των ΜΜΕ κατάφερε να καλλιεργήσει τον αναλογισμό και την κριτική θεώρηση ως προς την ταυτότητα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Δύσης. Στις ανθρωπιστικές επιστήμες —και φυσικά στη μεταπολεμική διατήρηση της μνήμης— οφείλουμε την αμφισβήτηση απλοϊκών και εθνικιστικών αφηγημάτων. Ωστόσο τώρα παρατηρούμε διαχωρισμούς και πόλωση· άρνηση εμπλοκής και ενσυναίσθησης ανάμεσα σε υποστηρικτές του διεθνισμού, της πολυπολιτισμικότητας και της ελευθερίας και σε υπέρμαχους πιο απτών, ασφαλών και σταθερών εθνικών αφηγημάτων (πρώτη σύγκρουση)· αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές ταυτοτικές ομάδες πίεσης (δεύτερη σύγκρουση). Ίσως μία λύση —και πρόκληση-υπέρβαση για το επόμενο στάδιο των κοινωνικών επιστημών και ανθρωπιστικών σπουδών— να βρίσκεται στη δημιουργία διαύλων διαλόγου και τριβής ανάμεσα στις ομάδες αυτές, και μηχανισμών διαχείρισης, συνύπαρξης και εξισορρόπησης των ταυτοτήτων. Στην αποδοχή, δηλαδή, ότι η ταυτότητα είναι κάτι αναπόφευκτο και εντελώς ανθρώπινο· κάτι που μας κάνει αυτό που είμαστε· κάτι που μας προσφέρει σημεία αναφοράς και πηγές κοινής απόλαυσης· αλλά ταυτόχρονα και κάτι ρευστό, παραμορφωτικό, περιοριστικό και δυνητικά επικίνδυνο.
Σημείωση: Το «Edge People» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή μικρών δοκιμίων με τίτλο «The Memory Chalet», μία αριστουργηματική ανθολογία ιστοριών που συνδυάζουν την αυτοβιογραφία με την κοινωνική ανάλυση, τις οποίες ο Tony Judt —εντελώς παράλυτος λόγω της Αμυοτροφικής Πλευρικής Σκλήρυνσης (ALS)— έπλαθε στο μυαλό του στη μοναξιά και στην ησυχία της νύχτας και υπαγόρευε στον βοηθό του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το βιβλίο αυτό, που συγκεντρώνει το απόσταγμα σοφίας ενός πολύ σημαντικού ιστορικού, εκδόθηκε τρεις μήνες μετά τον θάνατο του. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα, όπως άλλωστε και όλα τα γραπτά του Judt.