Μια επόμενη μέρα (που έχει ξανάρθει αλλού)
Τον Νοέμβριο του 2010, η Ιρλανδία προσφεύγει στην ΕΕ και το ΔΝΤ για στήριξη και λαμβάνει έκτακτη συνδρομή (€67,5 δις) κατόπιν παροχής κρατικών εγγυήσεων σε τράπεζες υπέρμετρα εκτεθειμένες σε «φούσκα» ακινήτων (2008-2009). Τον Απρίλιο του 2011, η Πορτογαλία ανακοινώνει την υπαγωγή της σε πρόγραμμα διάσωσης (€78 δις) συγχρηματοδοτούμενο από τους παγκόσμιους και Ευρωπαίους εταίρους, ύστερα από μία παρατεταμένη περίοδο οικονομικής στασιμότητας (2002-2010). Τον Ιούνιο του 2012, η Ισπανία αιτείται αρωγή από τον ΕΜΣ (€100 δις) για την αναδιάρθρωση του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά από εκτεταμένη χορήγηση ενυπόθηκων πιστώσεων σε συνθήκες στεγαστικής «φούσκας» (2007-2008). Τον Μάρτιο του 2013, η Κύπρος δέχεται άμεση ενίσχυση (€10 δις) από τους διεθνείς και Ευρωπαίους πιστωτές, έπειτα από συστημικό κίνδυνο που προκάλεσαν οι δραστικές μειώσεις στην εμπορική αξία των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (2012-2013). Παρότι τα παραπάνω διαδοχικά οικονομικά πλήγματα που δέχθηκε η ευρωπαϊκή περιφέρεια μπορεί να φαντάζουν είτε φαινομενικά ασύνδετα είτε ασθενώς συναφή ως προς τα αίτια, υφίσταται κοινός παρονομαστής μεταξύ τους και αυτός έγκειται κυρίως στην πολιτική απροθυμία για προώθηση προληπτικών δράσεων και διορθωτικών παρεμβάσεων.
Θα αρκούσε, ενδεχομένως, μια αφελώς επιδερμική —ή επιτηδευμένα λαϊκίστικη— ανάγνωση αυτών των περιστατικών εξαιρετικής δυσχέρειας για να οδηγηθούμε στο λανθασμένο —ή βολικό— συμπέρασμα πως αυτά οφείλονται αποκλειστικά στη μολυσματική εξάπλωση της Χρηματοοικονομικής Κρίσης του 2007-2008, ενώ αυτό που η τελευταία κατάφερε ήταν να αναδείξει τον φαύλο δεσμό που οι πληγείσες χώρες μοιράζονταν ως προς τη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Η κοινή αφετηρία των δεινών επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση πολιτικών με σαφή προτίμηση στο πρόσκαιρο όφελος αντί της μακρόπνοης ωφέλειας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλες οι ηγεσίες που προηγήθηκαν των οικονομικών κρίσεων σε αυτές τις χώρες, ερωτώμενες για την υπαιτιότητα που τους καταλογίζεται σχετικά με τις εξελίξεις, επέρριψαν ανενδοίαστα ευθύνες σε εξωγενείς παράγοντες άσχετους με τις δικές τους διακυβερνήσεις, αρνούμενες κατηγορηματικά κάθε κριτική περί κοντοφθαλμίας και ανεπάρκειας (παραπομπές: [1], [2], [3], [4]). Με πρόταγμα την ικανοποίηση του «κοινωνικού συμβολαίου», όλες οι κυβερνήσεις επέδειξαν καταφανή αδιαφορία για βαθιές τομές στην οικονομική οργάνωση και διοίκηση, τοποθετώντας σε προτεραιότητα την παραμονή τους στην εξουσία. Ενσυνείδητα, λοιπόν, απέρριψαν αναπτυξιακές λύσεις με μεταρρυθμιστικό πρόσημο προς αποφυγήν του πολιτικού κόστους, και ασπάστηκαν ανεύθυνες στάσεις οικονομικής απειθαρχίας σε ανταπόδοση για την —επανειλημμένη— εκλογική στήριξη του λαού.
Τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, δεν είναι ξένο για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η περίπτωση της οποίας αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα χώρας που στο παρελθόν επέδειξε πρωτοφανή αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, ως απόρροια βασικά της αδιαφάνειας στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο. Αχαλίνωτα δημοσιονομικά ελλείμματα, ακατάσχετος εξωτερικός δανεισμός, διογκούμενο δημόσιο χρέος, επίπλαστη ανάπτυξη που στηριζόταν στην ιδιωτική κατανάλωση, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά που σημάδεψαν το πολιτικοοικονομικό σύστημα της Μεταπολίτευσης.
Το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους (2009) κλόνισε συθέμελα την υφιστάμενη ανορθολογική τάξη πραγμάτων και κήρυξε, παρά τις λυσσαλέες αντιστάσεις των διαπλεκόμενων συμφερόντων, την έναρξη μιας περιόδου συγκράτησης και προσαρμογής — έστω και επιβεβλημένης από τους θεσμικούς δανειστές. Δυστυχώς, με την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου τον Δεκέμβριο του 2014 και τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου τον Ιανουάριο του 2015, ανέτειλε μια εποχή πολιτικής παλινδρόμησης και οικονομικής διάλυσης, με ανυπολόγιστες ακόμη μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πορεία της χώρας. Η επικράτηση του οικονομικού λαϊκισμού, που συνίσταται μεταξύ άλλων στην ανάκληση δομικών μεταρρυθμίσεων, την παρεμπόδιση της επιχειρηματικής εξωστρέφειας, τη γιγάντωση του δημόσιου τομέα, την απώθηση ιδιωτικών επενδύσεων κλπ., αποτέλεσε την ετεροχρονισμένη αναβίωση της άκρατης ασυδοσίας και της παραλυτικής καθήλωσης που μάστιζε τη Μεσογειακή Ευρώπη. Αργά ή γρήγορα, όμως, αυτές οι ιδεοληπτικές οικονομικές συνταγές αποδοκιμάζονται από τη λαϊκή κρίση, όπως και συνέβη στις ευρωπαϊκές κάλπες της 26ης Μαΐου, σημαίνοντας τελικά την κατάφωρη απόρριψη του κρατικοδίαιτου μοντέλου, με την εξοντωτική φορολόγηση και την επιδοτούμενη διαβίωση.
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις του Ευρωπαϊκού Νότου κλήθηκαν να εφαρμόσουν σταθεροποιητικά προγράμματα σε υφεσιακό περιβάλλον, ερχόμενες εν τω μεταξύ αντιμέτωπες με σφοδρή κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και τα συν αυτή αντισυστημικά κινήματα που καπηλεύτηκαν τη λαϊκή αγανάκτηση δι’ ίδιον όφελος. Συναισθανόμενες, όμως, το καθήκον για ανάταξη των καταρρακωμένων εθνικών οικονομιών και εντέλει για ανασύνθεση του διερρηγμένου κοινωνικού ιστού, προχώρησαν σε επίπονες ενέργειες ανάσχεσης του εκτροχιασμού που αφορούσαν μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και κεφαλαιακής ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα. Παράλληλα με την επίτευξη των οικονομικών στόχων, επιχείρησαν ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη δημόσια διοίκηση, το φορολογικό σύστημα και τις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας προς τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ιδιωτικής οικονομίας (παραπομπές: [1], [2], [3], [4]). Η ευρεία πολιτική συναίνεση με συγκυβερνητικά σχήματα και η ταχεία υλοποίηση μεταρρυθμιστικών σχεδίων συνετέλεσαν στην αναστροφή του οικονομικού κύκλου και την επιστροφή σε συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης (παραπομπές: [1], [2], [3], [4]). Παρά την οικονομική ανάκαμψη, οι κυβερνήσεις υπέστησαν μεγάλη πολιτική ζημία, ως συνέπεια της κοινωνικής δυσθυμίας απέναντι στη δημοσιονομική διόρθωση και τη διαρθρωτική ανασυγκρότηση, χωρίς όμως να υπαναχωρήσουν στις εθνικές δεσμεύσεις για να εισπράξουν πολιτική ανταμοιβή.
Η Ελλάδα, μετά από μακρά προϊστορία ασυνείδητων επιλογών, λανθασμένων χειρισμών, και καταστροφικών αποτελεσμάτων, έχει πλέον μια τελευταία ευκαιρία για να αποκηρύξει τις νοσηρές πρακτικές του παρελθόντος, να προσεταιριστεί τις δυνάμεις του πραγματισμού και της προόδου, και να μετουσιωθεί σε σύγχρονο δυτικό κράτος. Αναγκαίο κρίνεται για την αλλαγή του οικονομικού περιβάλλοντος ένα πρόγραμμα που θα αποσκοπεί στην καλλιέργεια φιλοεπενδυτικού κλίματος μέσω φορομειώσεων, εισφοροελαφρύνσεων και περιορισμού της γραφειοκρατίας. Ως εκ τούτου, θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, και έτσι θα εισρεύσουν στη χώρα ξένα ιδιωτικά κεφάλαια που θα δημιουργήσουν καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης. Η ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας στο πεδίο των πρωτοβουλιών δεν θα παράσχει απλώς τη δυνατότητα στη νέα κυβέρνηση να αποκτήσει ομαλή πρόσβαση στις αγορές, αλλά θα συμβάλει και στη σταδιακή απαγκίστρωση από τον θεσμικό δανεισμό και την εξ αυτού συνεπαγόμενη επιτροπεία.
Ο λαός, μέσα από τις κάλπες των Ευρωεκλογών, έδειξε να επιζητά ισχυρή κυβέρνηση, με έναν επικεφαλής με αδιαμφισβήτητη μεταρρυθμιστική βούληση, αποδεδειγμένη διοικητική ικανότητα και εγνωσμένη τεχνική επάρκεια, καθώς η επιλογή αυτή αποτελεί τη μοναδική διακυβερνητική λύση που μπορεί να προσφέρει πειστικά εχέγγυα για την επιστροφή στην ομαλότητα και την επάνοδο στην ανάπτυξη.
Ήρθε η ώρα το παρελθόν να αφεθεί εκεί που ανήκει, να έρθει μια επόμενη μέρα και σε αυτόν τον τόπο.
[ Εικόνα ]