Μια χηρεύουσα θέση και η σημασία της

P
Χρήστος Γραμματίδης

Μια χηρεύουσα θέση και η σημασία της

Το αμερικανικό δίκαιο είναι μετεξέλιξη του αγγλικού. Αλλά μια μετεξέλιξη πολύ βαθιά και εξαλλοιωτική. Το αγγλικό δίκαιο εισήχθη στην Αμερική με την έλευση των αποίκων (που έφεραν μαζί και τους νόμους τους), για έναν αιώνα συνυπήρξε με το δίκαιο που πρωτογενώς παραγόταν στις αποικίες (και με προσμίξεις γαλλικού και ολλανδικού δικαίου λόγω της ύπαρξης και τέτοιων αποικιών) και μετά την αμερικανική ανεξαρτησία το δίκαιο των (πλέον) ΗΠΑ ακολούθησε τον δικό του αυτόνομο δρόμο, διαφοροποιούμενο έντονα από το αγγλικό. Το διαζύγιο της αμερικανικής νομικής επιστήμης με την αγγλική μήτρα είναι ιδιαιτέρως εμφανές στο ζήτημα της δουλείας.

Στην Αγγλία η δουλεία εισήχθη με τη ρωμαϊκή κατάκτηση τον 1ο αιώνα μ.Χ. (στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν δούλοι) και καταργήθηκε με την έλευση των Νορμανδών βασιλέων τον 12ο αιώνα. Στη θέση της αναπτύχθηκε το φεουδαλικό σύστημα με τον θεσμό της δουλοπαροικίας: ο δουλοπάροικος που πλήρωνε φόρους στον τοπικό ευγενή ή γαιοκτήμονα ήταν πάντως ελεύθερος. Επίσης οι υπηρέτες (θεσμός κραταιός στην Αγγλία) δεν ήταν σκλάβοι με την αρχαία ή τη σύγχρονη έννοια. Όμως η Αγγλία, όπως πάντα, είχε άλλο μέτρο για τη μητρόπολη και άλλο για τις αποικίες: το δουλεμπόριο στην Αφρική το διεξήγαν κατά κύριο λόγο Άγγλοι, ενώ και στην Ινδία υπήρχαν δούλοι. Η πρακτική του δουλεμπορίου απαγορεύθηκε με νόμο το 1807, ενώ η δουλεία στις αποικίες του Στέμματος καταργήθηκε εν γένει το 1833.

Στην αγγλική ενδοχώρα όμως, η δουλεία ήταν αδιανόητη τον 18ο αιώνα. Το 1701 ο Άγγλος δικαστής Sir John Holt, επικεφαλής του περιώνυμου King’s Bench (ένα από τα ανώτατα δικαστήρια στην Αγγλία της εποχής) έκρινε σε μια απόφασή του: «Αμέσως μόλις ο νέγρος φθάσει στην Αγγλία, γίνεται ελεύθερος: ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δουλοπάροικος στην Αγγλία, αλλά δεν μπορεί να είναι σκλάβος».Το 1765, ο Blackstone στο βιβλίο του όπου κωδικοποιούσε το Common Law (και το οποίο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα) γράφει: «Το πνεύμα της ελευθερίας είναι τόσο βαθιά ριζωμένο στο αγγλικό χώμα και στον αγγλικό αέρα, ώστε ένας νέγρος σκλάβος, τη στιγμή που πατάει το πόδι του στην Αγγλία, γίνεται ελεύθερος και απολαμβάνει την προστασία των νόμων». Λίγα χρόνια μετά ο δικαστής Lord Mansfield διατάζει την απελευθέρωση ενός μαύρου σκλάβου που είχε φέρει μαζί του στην Αγγλία ένας πλούσιος δουλοκτήτης του αμερικανικού Νότου, με το επιχείρημα ότι αυτή η «αποκρουστική» (odious) πραγματικότητα των αποικιών (η σκλαβιά) δεν μπορεί να σταθεί στην Αγγλία λόγω της παράδοσης του habeas corpus («έχεις σώμα», στα λατινικά: το ένδικο βοήθημα που είχαν στη διάθεσή τους όσοι παραπονούνταν για παράνομη κράτηση ή φυλάκιση).

Στην Αμερική η δουλεία ήταν μια πραγματικότητα, ιδιαιτέρως κραταιή στις νότιες Πολιτείες με τις τεράστιες φυτείες. Πολλοί από τους πατέρες και ιδρυτές της αμερικανικής δημοκρατίας ήταν δουλοκτήτες οι ίδιοι. Στην ιστορία της ίδρυσης και εδραίωσης των ΗΠΑ, η δουλεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Το αμερικανικό Σύνταγμα, σε ένα ιστορικό κομπρεμί που φιλοδοξούσε να διασφαλίσει τη συμμετοχή των νότιων Πολιτειών στην Ένωση (χωρίς αυτές δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί το νέο κράτος), δεν απαγόρευσε τη δουλεία: ίσα-ίσα, καταμετρώντας τους μαύρους δούλους στον συνολικό πληθυσμό των νότιων Πολιτειών (ένας μαύρος ισούτο με 3/5 ενός ανθρώπου σύμφωνα με το Σύνταγμα — είναι ανατριχιαστικό), έδωσε στις νότιες δουλοκτητικές Πολιτείες υπερεκπροσώπηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στο σώμα των εκλεκτόρων του Προέδρου, χαρίζοντάς τους τρομερή πολιτική ισχύ. Το 1820 έγινε ένας δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός (γνωστός ως συμβιβασμός του Μιζούρι), όπου πάλι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έκανε τα χατίρια των Νότιων δουλοκτητών προκειμένου να τους κρατήσει στην Ένωση. Ένας τρίτος συμβιβασμός, το 1850, απέτυχε παταγωδώς (δεδομένης και της κατοπινής άρνησης του προέδρου Λίνκολν να υποχωρήσει άλλο), και το 1861 οι νότιες Πολιτείες πραγματοποίησαν την απειλή που πρωτοδιατυπώθηκε το 1789: σηκώθηκαν να φύγουν.

Στον ένα αιώνα που είχε μεσολαβήσει, η πραγματικότητα της δουλείας στις νότιες Πολιτείες προσπάθησε να νομιμοποιηθεί και να ριζώσει επενδύοντας στον ρατσισμό: ο ρατσισμός ήταν, θα λέγαμε, το ιδεολογικό παραπλήρωμα και στήριγμα μιας υπαρκτής οικονομικής πραγματικότητας. Τη νομιμοποιούσε και την παγίωνε ως φυσική, δίκαιη και προαιώνια. Η νομική επιστήμη βρέθηκε έτοιμος και πρόθυμος αρωγός σε αυτή την προσπάθεια. Οι Αμερικανοί νομικοί βρήκαν ευφάνταστους τρόπους να αιτιολογήσουν την κατωτερότητα του μαύρων και σκαρφίστηκαν ποικίλα επιχειρήματα για να τους αρνηθούν τα δικαιώματα που το ιδρυτικό κείμενο των ΗΠΑ (η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας) χαρακτήριζε ως «φυσικά» και «απαράγραπτα». Θυμίζοντας στον μελλοντικό αναγνώστη τους νομικούς του Γ΄ Ράιχ με τους περισπούδαστους φυλετικούς τους νόμους, ο δικαστής Taney, επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγραψε μια σειρά αποφάσεων στα χρόνια πριν τον αμερικανικό Εμφύλιο που σήμερα θεωρούνται το άγος της αμερικανικής νομολογίας. Η διασημότερη είναι η απόφαση Dred Scott (1857) που έκρινε ότι οι μαύροι δεν είναι άνθρωποι αλλά «ιδιοκτησία» (property) και που περιείχε την αδιανόητη φράση «ο νέγρος δεν είχε και δεν μπορεί ποτέ να έχει δικαιώματα σαν του λευκού, δικαιώματα που οφείλει να σεβαστεί ένα δικαστήριο».

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ξέπλυνε την ντροπή του για τον δικαστή Taney έναν αιώνα αργότερα, εκδίδοντας την ιστορική απόφαση Brown v. Board of Education (1954) που απαγόρευε τα ξεχωριστά σχολεία για μαύρους και λευκούς. Η αμερικανική κοινωνία από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα πέρασε μία περίοδο εν πολλοίς προοδευτικής προσαρμογής, αναγνωρίζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματα των μειονοτήτων και ακολουθώντας πολιτικές άρσεις των διακρίσεων, καταπολέμησης του ρατσισμού και σεξισμού, περιληπτικότητας και ισονομίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο έπαιξε καίριο ρόλο σε αυτή την πρόοδο: αναγνώρισε και υπεράσπισε τις θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών (civil rights), τα ίσα δικαιώματα για τους μαύρους, το δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση και το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο, ενώ προάσπισε λυσσαλέα την ελευθερία της έκφρασης. Αναγνώρισε βέβαια και το δικαίωμα στην οπλοκατοχή ως θεμελιώδες (σε μια μάλλον προβληματική ανάγνωση του σχετικού άρθρου της Δεύτερης Τροποποίησης του Συντάγματος) αλλά αυτό το πισωγύρισμα έχει να κάνει μάλλον με την πολιτισμική ταυτότητα των ΗΠΑ και τη θέση της οπλοκατοχής σε αυτήν, παρά με εμμονικούς δικαστές που επιβάλλουν τη συντηρητική ατζέντα τους.

Σήμερα, το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελείται από 4 συντηρητικούς και 4 προοδευτικούς δικαστές. Το ποιος θα αντικαταστήσει τον εκλιπόντα δικαστή Σκαλία έχει μεγάλη σημασία για το μέλλον της ελευθερίας στις ΗΠΑ. Ο Ντόλαντ Τραμπ, εάν εκλεγεί πρόεδρος, θα θελήσει να τοποθετήσει στην έδρα έναν άνθρωπο που θα συμμερίζεται τις απόψεις του: ποινικοποίηση της έκτρωσης, προάσπιση του δικαιώματος στην οπλοκατοχή, εκτόπιση των μεταναστών, απαγόρευση της μουσουλμανικής θρησκείας, ακύρωση των LGBT δικαιωμάτων, κατάργηση της νομοθεσίας για την ισότητα και την απαγόρευση των διακρίσεων. Η Χίλαρι Κλίντον θα θελήσει να βάλει στην έδρα κάποιον που πιστεύει τα ακριβώς αντίθετα. Η επιλογή του ένατου ανώτατου ισόβιου δικαστή θα διαμορφώσει το πρόσωπο των ΗΠΑ πολύ περισσότερο από την τετραετή θητεία ενός προέδρου.

Η εκλογή της Χίλαρι είναι αυτονόητα αναγκαία και για αυτόν τον λόγο.