Μια ιστορία ανεκτικότητας
Το 1971, στο album τού Leonard Cohen Songs of Love and Hate, υπήρχε και το τραγούδι «Famous blue raincoat». Με μια πρώτη ματιά, οι στίχοι μιλάνε για ένα ερωτικό «τρίγωνο». Είναι ένα τραγούδι-επιστολή, σε κάποιον άντρα που φαίνεται να «ξελόγιασε» τη γυναίκα του Cohen. Ο ίδιος έχει αναφέρει σε πολλές συνεντεύξεις ότι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του τραγουδιού τον αφορούν με έναν διττό τρόπο, τονίζοντας την αμφισημία του. Αν ακούσει κάποιος το τραγούδι ξανά και ξανά, ανακαλύπτει αυτή την αντιφατικότητα, σε κάθε λέξη, ακόμη και στην ερμηνεία και στα «γυρίσματα» της φωνής του Cohen. Σε σημείο που το τραγούδι αποτελεί ίσως μια επιστολή του Cohen στον εαυτό του. Ως άντρας που προδόθηκε από έναν φίλο και ως ο άντρας που πρόδωσε κάποιον φίλο. Ο εαυτός που «προδίδει» και «προδίδεται».
Καθημερινά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με εκατοντάδες συγκρούσεις, που αποτελούν πρόκληση για την ταυτότητά μας. «Αγαπώ πολύ τα παιδιά μου, αλλά συχνά σκέφτομαι τι καλά που θα ήμουν χωρίς αυτά». «Είμαι πολύ καλός άνθρωπος, αλλά κάνω άσχημα πράγματα». Η αντίφαση είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση. Κάθε άνθρωπος έχει δύο όψεις, τουλάχιστον: την καλή και την κακή· ή την καλή και τη λιγότερο καλή, όπως λένε κάποιοι ψυχολόγοι που προσπαθούν να «γλυκάνουν» τον πόνο στους θεραπευόμενούς τους. Στις ευτυχείς περιπτώσεις, οι πλευρές αυτές επιβιώνουν στον ψυχισμό, έχοντας επίγνωση η μία της άλλης. Υπάρχει ένας ενδιάμεσος χώρος όπου μπορούν να υπάρχουν και οι δύο, και μάλιστα ταυτόχρονα.
Η επίγνωση της αντιφατικότητας μας γλιτώνει από την εκδραμάτιση. Έτσι, είμαστε σε θέση να κάνουμε λάθη και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη. Σε άλλη περίπτωση, όταν «επικρατεί» μονομερώς η «καλή» πλευρά, ρέπουμε στον ολοκληρωτισμό. Το να αποκλείουμε μέρη του εαυτού από τη συνείδησή μας, κρατώντας μόνο αυτά που μας βολεύουν, ισοδυναμεί με αυτοακρωτηριασμό. Και, δυστυχώς, επειδή σχετιζόμαστε με τους άλλους όπως ακριβώς σχετιζόμαστε με τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού μας, αυτό σημαίνει ότι αποκλείουμε και από τον «Άλλο» τα κομμάτια που δεν αντέχουμε τόσο σε εκείνον, όσο και στον εαυτό μας: τις ιδέες τις απόψεις, το όποιο διαφορετικό στοιχείο. Δεν αρνούμαστε τις απόψεις του, αρνούμαστε τον άλλο, συνολικά, ως προσωπικότητα, ως ύπαρξη. Πρόκειται για ένα «δημόσιο», κοινωνικά αποδεκτό (;) αφανισμό.
Η απαρασάλευτη προσήλωση στην «καλή» πλευρά οφείλεται συνήθως στην ανάγκη του ατόμου για «τελειότητα». Μια κατάσταση φαντασιακή, όπου βασιλεύει η παντοδυναμία. Η «κακή» πλευρά υπάρχει, δεν εξαφανίζεται. Αγνοώντας την όμως, την καθιστούμε «αφανή εχθρό». Είναι εκείνη που θα σαμποτάρει το κρίσιμο βήμα που έχουμε τόσο μεθοδικά και με τόσο κόπο προετοιμάσει, που θα αρνηθεί μια σχέση που χρειαζόμαστε τόσο. Είναι εκείνη που θα μας αφήσει «κενούς» νοήματος στα γεράματα, γεμάτους εκδικητικότητα και απογοήτευση που δε ζήσαμε μια «γεμάτη» ζωή. Ο κακός εαυτός είναι μια αστείρευτη πηγή γνώσης. Όταν απομυθοποιηθεί, μπορεί μάλιστα να αποδειχτεί και αρκετά αστείος.
Δεν συμπάθησα ποτέ τη Lou Salome, αλλά αυτό που είχε γράψει κάποτε στον Freud: «Δεν είμαστε μόνο όντα που ζητούν να συμπληρώσουν τις ανεπάρκειές τους. […] Είμαστε ο άνθρωπος σε όλη του την αντιφατικότητα», είναι μια φράση που αγαπώ. Η σχέση μου μαζί της, άλλωστε, παραμένει πάντα αντιφατική.